ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 11488/2022

 

Πρωτοδίκης: ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ

Δικηγόροι: Πολύτιμη Τασίκα – Χρήστος Αποστολίδης

 

(...) Σύμφωνα με το άρθρο 53 του Κανονισμού 2/1969 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος («Περί Ιερών Ναών, Ενοριών και Εφημερίων», ΦΕΚ Α' 193/1970), στο οποίο ορίζεται ότι: «1. Οι Ψάλται και Νεωκόροι διορίζονται και παύονται υπό του οικείου Μητροπολίτου, μετά γνώμην του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, λαμβανομένην εν συνεδριάσει, εις ην δέον απαραιτήτως να μετέχη και το κληρικόν μέλος (άρθρ. 64 παρ. 1 Α.Ν. 2200/40). 2... 3. Ο οικείος Μητροπολίτης ασκεί την πειθαρχικήν εξουσίαν επί των Ψαλτών και Νεωκόρων διά πάσαν παράβασιν αναγομένην εις την κανονικήν εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτών, επιβάλλων, μετά προηγουμένην έγγραφον απολογίαν, την ποινήν του προστίμου μέχρι διακοσίων δραχμών και εν υποτροπή, πρόστιμον 500 δραχμών υπέρ του Ιερού Ναού ή προσωρινήν ή και οριστικήν απόλυσιν (άρθρ. 64 παρ. 3 Α.Ν. 2200/40). 4. Οι Ιεροψάλται και Νεωκόροι, ως αποτελούντες τον κατώτερον Κλήρον της Εκκλησίας, δεν υπάγονται εις τας περί συλλογικών συμβάσεων κειμένας διατάξεις (άρθρ. 64 παρ. 4 Α.Ν. 2200/40)».

Κατά την έννοια των τελευταίων αυτών διατάξεων, από τις διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ νεωκόρων και εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημιουργούνται διοικητικές διαφορές, ακυρωτικές ή ουσίας κατά περίπτωση, εφόσον ο διορισμός και η απόλυση των πρώτων έχει διενεργηθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 53 του Κανονισμού 2/1969 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή μετά από απόφαση του οικείου Μητροπολίτη, κατόπιν (απλής) γνώμης του κατά περίπτωση αρμόδιου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, συνάγεται ότι οι νεωκόροι που έχουν διορισθεί και παυθεί κατά τη διαδικασία που ορίζεται στις προμνησθείσες διατάξεις (από τον οικείο Μητροπολίτη, μετά γνώμη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Ιερού Ναού), δεν δύνανται να υπαχθούν στην έννοια του μισθωτού συνδεόμενου με σχέση ή σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου και συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοσθεί ο ν. 2112/20 «Περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» ούτε ο ν. 3198/55 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων», η εφαρμογή των οποίων προϋποθέτουν σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Αντιθέτως, αν η πρόσληψη των νεωκόρων από τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δεν λαμβάνει χώρα με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, τότε πρόκειται για εργασιακή σχέση ιδιωτικού δικαίου, οπότε για την εκδίκαση των σχετικών διαφορών δικαιοδοσία έχουν τα πολιτικά δικαστήρια (βλ. Σπ. Τρωϊάνου «Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου», β' έκδοση, σ. 313 - 315, πρβλ. Δ.Εφ.Λαρ. 331/1999, ΔΕΝ 2000, σ. 862, Δ.Εφ.ΑΘ. 4/1998). Περαιτέρω, όσον αφορά την υπηρεσιακή τους κατάσταση και τις αποδοχές τους, οι νεωκόροι δεν υπάγονται ευθέως στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα ούτε του εκάστοτε νόμου περί μισθολογίου των υπαλλήλων αυτού, ούτε και αμείβονται βάσει των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κατά ρητή προς τούτο πρόβλεψη του ως άνω Κανονισμού, αλλά διέπονται από ειδικές διατάξεις και υπάγονται, κατ’ αρχήν, σε εκείνες μόνο τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και του εκάστοτε μισθολογίου των υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., στις οποίες παραπέμπουν οι ειδικές διατάξεις που τους διέπουν, ενόψει δε του ότι δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις νόμου, που να ρυθμίζουν τα του μισθολογίου τους, καταβάλλεται σ’ αυτούς ο συμφωνημένος μισθός (ΣτΕ 4087/2013) (ΔΕΘ Αθ 1084/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το άρθρο 53 παρ. 1 του υπ' αριθμ. 2/1969 Κανονισμού .... αντιγράφει το άρθρο 64 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ΑΝ 2200/1940. Κατά το άρθρο 53 παρ. 4 του υπ' αρ. 2/1969 Κανονισμού "Οι ιεροψάλται και νεωκόροι, ως αττοτελούντες τον κατώτερο Κλήρο της Εκκλησίας, δεν υπάγονται εις τας περί συλλογικών συμβάσεων κειμένας διατάξεις" (η εν λόγω διάταξη αντιγράφει το άρθρο 64 παρ. 4 του προϊσχύσαντος Α.Ν. 2200/1940). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο νεωκόρος, διοριζόμενος νόμιμα (με απόφαση του Μητροπολίτη κλπ.) στον ενοριακό ναό (που είναι ΝΠΔΔ), αποτελεί μόνιμο προσωπικό υπαγόμενο στον Κανονισμό 9 "περί Κώδικος εκκλησιαστικών υπαλλήλων (ΦΕΚ 106/1970)" σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 αυτού, και επομένως είναι μόνιμος υπάλληλος του Ναού (άρθρο 65 του κανονισμού 9) αμειβόμενος κατά τις διατάξεις περί αμοιβής και μισθού υπαλλήλων ΝΠΔΔ (άρθρο 70 του Κανονισμού 9) και όχι με βάση τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που σε καμία περίπτωση δεν τον αφορούν. Εάν ο διορισμός δεν έγινε νόμιμα, εφόσον παρασχέθηκε η εργασία, οφείλεται ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, που δεν είναι η διαφορά μεταξύ αυτών που ελάμβανε και των αποδοχών που καθορίζονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αλλά η ωφέλεια του νομικού προσώπου από την παροχή σε αυτό εργασίας, από υπάλληλο που προσλήφθηκε κατά παράβαση του νόμου, ωφέλεια που είναι ίση με την αμοιβή που θα έπαιρνε ο νομίμως διορισμένος νεωκόρος (ad hoc ΑΠ 1112/1991 ΕλλΔνη 33,801 για νεωκόρο ενοριακού ναού (βλ. και ΑΠ 1391/1982 ΔΕΝ 39,650 δεχόμενη ότι ο ιεροψάλτης (και νεωκόρος) μη ενοριακού ναού κοιμητηρίου αμείβεται από τις 23-2-1977 και εφεξής κατ' άρθρο 53 παρ. 4 του ανωτέρω Κανονισμού 2/1969, αποκλειομένων των περί συλλογικών συμβάσεων εργασίας κειμένων διατάξεων (ΕφΠατρ 1293/2006, ΕφΑΘ 3767/1991 ΤΝΠ Νόμος, Ταμπάκης Εργασιακαί σχέσεις ιεροψαλτών και νεωκόρων ΔΕΝ 55, 165 και 170. Για τη ratio του άρθρου 53 παρ. 4 του Κανονισμού 2/1969 και του προϊσχύσαντος άρθρου 64 παρ. 4 ΑΝ 2200/1940 βλ. Ταμπάκη οπ. π. σελ. 166 και Κυριαζόπουλο, Η νομική φύση της υπηρεσιακής ιδιότητος των ψαλτών, Αρμεν. ΜΕ 309 επ., ιδίως 311, ΜΠρΑΘ274/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.) (βλ. και σχετ.ΕφΠατρών 293/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, όπως συνάγεται από τις διατάξεις του άρθ. 1 § 1 του ν. 1082/1980, του άρθ. 1 § 2 της υπ' αριθ. 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, του άρθ. 3 § 16 του ν. 4504/1966 και του άρθρου μόνου του ν. 133/1975 (που κύρωσε την από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.), επιδόματα (δώρα) εορτών - άδεια, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας - δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι προσφέροντες τις υπηρεσίες τους - βάσει άκυρης σύμβασης εργασίας - με απλή σχέση εργασίας. Τούτο καθίσταται σαφές τόσο από τη διατύπωση όλων αυτών των διατάξεων, που σε κανένα τους σημείο δεν θέτουν την ύπαρξη έγκυρης σύμβασης εργασίας ως προϋπόθεση για να δοθούν οι ανωτέρω παροχές προς τους εργαζομένους, αλλά και από το ότι - αντίθετα - στις διατάξεις των άρθ. 1 § 1 του ν. 1082/80, του άρθ. 1 § 2 της υπ' αριθ. 19040/81 υπουργικής απόφασης και του άρθ. 3 § 16 του ν. 4504/66 γίνεται ρητά λόγος για σχέση εργασίας ή για εργασιακή σχέση (ΑΠ 446/1989 αδημ.). Συνεπώς, και σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα (δώρα) εορτών (ΑΠ 1164/1995 ΔΕΝ 51.1366, ΕφΑΘ 7663/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων ιστορεί ότι προσλήφθηκε από το εναγόμενο ΝΠΔΔ κατόπιν αποφάσεως του οικείου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, τον Μάϊο του 2004 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης ως νεωκόρος και ασκούσε τα καθήκοντά του σύμφωνα με όσα προβλέπουν οι κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ότι παρείχε εργασία σε πενθήμερη εβδομαδιαία βάση (Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο) επί 4 ώρες ημερησίως και συγκεκριμένα από 7 πμ έως τις 11 πμ. Ότι εκτός από τις ως άνω ημέρες και ώρες, εργαζόταν όλες τις Κυριακές του μήνα από 7πμ έως τις 11 πμ και δύο Κυριακές το μήνα, κατά μέσο όρο, εργαζόταν και τα απογεύματα από τις 16:00 έως τις 20:00. Ότι το ωράριό του τροποποιείτο την Μεγάλη Εβδομάδα και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, λόγω της γιορτής της Αγίας Μαρίνας, που η μνήμη της τιμάται στις 17 Ιουλίου. Ότι κατά τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος εργαζόταν πέραν του συμφωνημένου ωραρίου του και από τις 16:00 έως τις 21:00 τουλάχιστον, και το Μεγάλο Σάββατο, εργαζόταν πέραν του πρωινού ωραρίου του και από τις 17:00 έως τις 2:00 πμ. Ότι από τη 1 Ιουλίου έως τις 15 Ιουλίου κάθε έτους εργαζόταν καθημερινά από Δευτέρα έως Κυριακή χωρίς να λαμβάνει ημέρα ανάπαυσης, και μάλιστα στις 16 και στις 17 Ιουλίου εργαζόταν από τις 7:00 έως τις 24:00 τα μεσάνυχτα, με μόνο μία δίωρη διακοπή το μεσημέρι. Ότι συμφώνησαν οι απολαβές του να ανέρχονται στα κατώτατα όρια της εθνικής νομοθεσίας βάσει του Ν.4093/2012 καθώς και ό,τι άλλο ορίζεται στις υποχρεωτικού χαρακτήρα διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ότι εργάστηκε με όλες του τις δυνάμεις και αυτό αποδεικνύεται διότι απασχολήθηκε στη θέση αυτή δεκαέξι συναπτά έτη, πλην όμως το εναγόμενο δεν ήταν συνεπές στις υποχρεώσεις του διότι δεν τον ασφάλιζε για το σύνολο των ημερών που εργαζόταν και δεν του κατέβαλλε την νόμιμη αμοιβή που δικαιούτο για την τακτική και σε μόνιμη βάση παρεχόμενη εργασία τις Κυριακές, ούτε τις ώρες που απασχολείτο επιπλέον του συμβατικού του ωραρίου τόσο κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, όσο και κατά το διάστημα από 1 έως 17 Ιουλίου. Ότι το εναγόμενο στις 31-3- 2020 κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας, χωρίς καμία προειδοποίηση και ενώ νωρίτερα παράνομα και μονομερώς τον είχε θέσει σε καθεστώς «άδειας άνευ αποδοχών», χωρίς καμία αιτιολογία και χωρίς να του καταβάλει την οφειλόμενη από το Νόμο αποζημίωση απόλυσης. Ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη και το εναγόμενο έχει καταστεί υπερήμερο διότι δεν αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία του. Ότι η καταγγελία εκ μέρους του εναγόμενου έγινε κατά παράβαση της διάταξης του 281ΑΚ και αυτό διότι δεν υπάρχει απόφαση του Μητροπολίτη, η σύμβαση εργασίας λειτούργησε ομαλά για 16 έτη και δεν δικαιολογείται η καταγγελία της χωρίς την καταβολή νόμιμης αποζημίωσης, ότι η τήρηση της συγκεκριμένης τυπικής προϋπόθεσης ως προς την πρόσληψή του ήταν σε γνώση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου σε αντίθεση με αυτόν που λόγω της αλβανικής του καταγωγής και της χαμηλής εκπαιδευτικής του βαθμίδας αδυνατούσε να γνωρίζει την υφιστάμενη ελληνική νομοθεσία ως προς το θέμα αυτό, ότι το εναγόμενο προχώρησε σε μία άκυρη καταγγελία αφού δεν του κατέβαλε αποζημίωση απόλυσης, διότι είχε την ασφάλεια ότι δεν διακινδυνεύει για τυχόν καταβολή αποδοχών υπερημερίας καθώς η επίδικη σύμβαση εργασίας τυγχάνει κατά τους ισχυρισμούς του άκυρη. Ότι το εναγόμενο του οφείλει το ποσό των 8.034,53€ για αποδοχές υπερημερίας από 1-4-2020 έως 31-3-2021, λόγω ακυρότητας της από 31-3-2020 καταγγελίας της σύμβασής του διότι παραβιάζεται το άρθρο 11 της ΠΝΠ 20-3- 2020 «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID- 19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης (ΦΕΚ 68 Τ.Α/20-3-2020 με ημερομηνία έναρξης του παρόντος την 18-3-2020, ΚΥΑ 2867/Υ1/16-3- 2020 της οποίας η ισχύς παρατάθηκε μέχρι την 11-4-2020 με την Δ1α/ΓΠ οικ.21285/29-3-2020 κ.ο.κ.)», διότι δεν του κατέβαλε αποζημίωση απόλυσης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8παρ.1 του Ν.2112/20. Ότι το εναγόμενο επικαλέστηκε κατά την από 31-3-2020 καταγγελία του την «σημαντική μείωση των λειτουργικών αναγκών του Ιερού Ναού», ενώ τον είχε θέσει παρανόμως από την 17-3-2020 μονομερώς και παρανόμως σε καθεστώς λήψης άδειας άνευ αποδοχών, ότι η δικαιολογία αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και με βάση τα παραπάνω η καταγγελία τυγχάνει καταχρηστική, διότι ενώ το εναγόμενο είχε την δυνατότητα- ακόμη και αληθή αν υποτεθούν τα ισχυριζόμενα περί οικονομικοτεχνικών λόγων- να επιλέξει ηπιότερα μέτρα αντιμετώπισης αντί να καταγγείλει την σύμβασή του κατά παράβαση της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών. Ότι το εναγόμενο θα μπορούσε αντί να καταγγείλει την σύμβαση, να την τροποποιήσει με εκ περιτροπής απασχόληση, μειώνοντας το ωράριο απασχόλησής του, είτε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα μειώνοντας στο ήμισυ το ποσό των καταβαλλόμενων αποδοχών του, είτε να συνεχίσει να τον έχει σε καθεστώς άδειας άνευ αποδοχών. Ότι η επίδικη καταγγελία τυγχάνει άκυρη διότι το εναγόμενο παρέλειψε να επιλέξει απολυτέο με βάση τα προβλεπόμενα από το Νόμο κριτήρια, καθώς στην υπηρεσία υπήρχε και άλλος νεωκόρος, ο οποίος διαθέτει σημαντικά μικρότερη προϋπηρεσία από αυτόν, είναι νεότερος, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις. Ότι μολονότι είναι άκυρη η καταγγελία του, το εναγόμενο αρνείται την προσφερόμενη εργασία του. Ζητεί λοιπόν να αναγνωριστεί ότι η από 31-3-2020 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του είναι άκυρη, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει το ποσό των 8.034,53€ για μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1-4-2020 έως 31-3-2021 και το ποσό των 13.485,48€, όπως αναλύεται στο δικόγραφο για δεδουλευμένες αποδοχές, επικουρικά και στην περίπτωση που κριθεί η επίδικη καταγγελία έγκυρη, να του καταβληθεί το ποσό των 16.360,34€ (2.874,66€ αποζημίωση απόλυσης + 13.485,48€ για δεδουλευμένες οφειλές, όπως αναλύονται στο δικόγραφο) νομιμοτόκως από τότε που γεννήθηκε η κάθε επιμέρους αξίωση και κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, άλλως επικουρικώς να υποχρεωθεί το εναγόμενο στην καταβολή των ανωτέρω ποσών , πλην των αποδοχών υπερημερίας για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει για οποιοδήποτε λόγο ότι η επίδικη σύμβαση εργασίας είναι άκυρη ελλείψει των νομίμων προϋποθέσεων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 ΑΚ, να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή και να επιβληθούν τα δικαστικά του έξοδα σε βάρος του εναγόμενου.

Το εναγόμενο, με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του, αρνείται την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ισχυριζόμενο ότι η σύμβαση εργασίας που έχει καταρτιστεί με τον ενάγοντα τυγχάνει δημοσίου δικαίου και όχι ιδιωτικού δικαίου, διότι έχει καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 53 του Κανονισμού 2/1969 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή μετά από απόφαση του οικείου Μητροπολίτη, κατόπιν (απλής) γνώμης του κατά περίπτωση αρμόδιου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, προσκομίζοντας μετ’επικλήσεως και το από 24-9-2004 έγγραφο της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης με το οποίο ο ενάγων διορίστηκε ως νεωκόρος στο εναγόμενο καθώς και το σχετικό πρακτικό με τη σύμφωνη γνώμη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου πρόσληψης του ενάγοντος. Το παρόν Δικαστήριο, μετά την απόδειξη της πρόσληψης του ενάγοντος στο εναγόμενο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 53 του Κανονισμού 2/1969 της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλαδή μετά από απόφαση του οικείου Μητροπολίτη, κατόπιν (απλής) γνώμης του κατά περίπτωση αρμόδιου Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, δεν έχει δικαιοδοσία για να δικάσει την υπό κρίση αγωγή, αφού η εκδίκασή της υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ως διαφορά που προέκυψε από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δημοσίου δικαίου αορίστου χρόνου και επομένως, ενόψει ελλείψεως δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ελλείψει δικαιοδοσίας (άρθρο 4ΚΠολΔ). Τέλος τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας του νομικού ζητήματος και του δυσερμήνευτου των περί δικαιοδοσίας διατάξεων (179ΚΠολΔ).

 

[ ΠΗΓΗ : ΔΕΛΤΙΟΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ]