ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1236/2023
Πρόεδρος Πρωτοδικών: ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Δικηγόροι: Αν. Κυριακίδης - Σπυρ. Παυλάτος
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι τα Δικαστήρια, σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, μπορούν να διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας καταστάσεως, προκύπτει ότι για τη λήψη του αιτουμένου εκάστοτε ασφαλιστικού μέτρου πρέπει: (α) να πιθανολογείται η ύπαρξη δικαιώματος και (β) να υπάρχει επείγουσα περίπτωση ή ανάγκη αποτροπής επικείμενου κινδύνου. Επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση, λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρος του δικαιούχου (ΜΠρΑθ 11631/1998 ΔΕΝ 54. 1506, ΜΠρΠειρ 232/1995 Δίκη 26. 595). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 731 του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξεως από αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 732 του ιδίου Κώδικα, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο και κάθε άλλο τέτοιο, που, κατά τις περιστάσεις, είναι κατά την κρίση του πρόσφορο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή για τη ρύθμιση της καταστάσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίστανται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση. Με τη διάταξη αυτή τίθεται απαγορευτικός κανόνας, δεσμευτικός για το Δικαστήριο, η διακριτική δε ευχέρεια, που παρέχει η προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 732 ΚΠολΔ, δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα αυτού, αλλά ο τελευταίος αποτελεί οριοθέτηση της παρεχόμενης στο Δικαστήριο διακριτικής ευχέρειας (ΜΠρΑθ 1293/2014 ΕφΑΘ 2014. 509). Ωστόσο, στο πλαίσιο της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, επιτρέπεται να διατηρηθεί σε ισχύ η υπηρεσιακή κατάσταση του μισθωτού, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της κυρίας δίκης, χωρίς έτσι να δημιουργείται αμετάκλητη κατάσταση, καθώς η -κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων- εκδιδόμενη απόφαση είναι προσωρινής ισχύος και βραχύβια και δεν επηρεάζει την έκβαση της κύριας υπόθεσης, ούτε συνιστά πλήρη ικανοποίηση δικαιώματος, διότι η προσφυγή του εργαζομένου για προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως, λόγω βλαπτικής μεταβολής της συμβάσεως εργασίας είναι εύλογη και ανταποκρινόμενη στους σκοπούς και στις προϋποθέσεις της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων (ΜΠρΞανθ 511/2012 ΔΕΝ 2013. 386, ΜΠρΞανθ 100/2013 ΔΕΝ 69(2013).378, με περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και στη θεωρία). Ήτοι, με τη λήψη του συγκεκριμένου ασφαλιστικού μέτρου της προσωρινής ρύθμισης κατάστασης, αναστέλλεται προσωρινά η εκτέλεση της απόφασης του εργοδότη, εωσότου εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή ή τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής του για την κύρια υπόθεση και έτσι διατηρείται σε προσωρινή λειτουργία η εριζόμενη διαρκής έννομη σχέση [βλ. σχετ. ΜΠρΠατρ 247/2015 ΕλλΔνη 56(2015).1478, με ενημερωτικό σημείωμα Κυριάκου Γεωργίου, Π. Τζίφρας, «Ασφαλιστικά Μέτρα κατά τον ΚΠολΔ», εκδ. 4η (19850, σ. 367, Ι. Κατράς, «Σύστημα Ασφαλιστικών Μέτρων - Αναγκαστικής Εκτέλεσης - Διαταγών Πληρωμής και Απόδοσης», εκδ. 2009, § 95, σ. 478-479, Ι. Χαμηλοθώρης, «Ασφαλιστικά Μέτρα-Ερμηνεία-Νομολογία-Υποδείγματα» εκδ. 2010, αριθ. περιθ. 1489 επ. ιδίως αριθ. περιθ. 1492, σ. 349-350, Κ. Μπέης, Δίκη 12. 140, Ν. Γαβαλάς, ΝοΒ 32. 215].
Εξάλλου, κατά το άρθρο 7 εδ. α’ του ν. 2112/1920: «πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη, που γίνεται κατ’ αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, άσχετα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Για την εφαρμογή, όμως, της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος. Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας, που επιχειρεί ο εργοδότης βάσει του διευθυντικού δικαιώματός του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά διαφορετικών, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο, γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο, ιδίως, επιβάλλεται επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Από την προαναφερόμενη διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648 και 652 ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή, κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του, προβεί, κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) Να αποδεχτεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) Να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) Να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχτεί αυτές, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας, ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο Δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Κρίσιμος χρόνος για το χαρακτηρισμό της μονομερούς μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας ως βλαπτικής ή μη και δη για την κρίση ως προς το χαρακτήρα της νέας θέσης, στην οποία τοποθετείται ο εργαζόμενος από τον εργοδότη, ως υποδεέστερης ή μη, σε σχέση με αυτή που κατείχε προηγουμένως, είναι καταρχήν ο χρόνος πραγματοποιήσεως της μεταβολής αυτής, αφού κατά το χρόνο αυτό και με τα υπάρχοντα τότε δεδομένα καλείται ο εργαζόμενος να την αποδεχθεί ή να την αποκρούσει, εφόσον όμως η μεταβολή αυτή κατά το χρόνο της πραγματοποιήσεώς της είναι οριστική και μόνιμη και όχι όταν η τοποθέτηση του μισθωτού γίνεται σε θέση προσωρινά υποδεέστερη της προηγουμένως κατεχόμενης, με βεβαιότητα αναβαθμίσεώς του στο προσεχές μέλλον, με την ανάθεση καθηκόντων ανάλογης σπουδαιότητας και κρίσιμων αρμοδιοτήτων για μεγάλο ή και απεριόριστο χρονικό διάστημα [ΑΠ 668/2016(παρ. 22) αδημ. στο νομικό τύπο, ΑΠ 24/2014 ΕλλΔνη 55(2014).1373, EφAθ 3615/2003 ΕλλΔνη 45(2004).545]. Η μεταβολή των όρων παροχής της εργασίας είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, όχι μόνο όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, όπως όταν υπάρχει βάναυση ή προσβλητική συμπεριφορά του εργοδότη [ΑΠ 700/2015 ΔΕΝ 71(2015).1074].
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 του ν. 4808/2021 (ΦΕΚ Α’ 101/19.6.2021)(παρ. 23) «Για την Προστασία της Εργασίας - Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής «Επιθεώρηση Εργασίας» - Κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον κόσμο της εργασίας - Κύρωση της Σύμβασης 187 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για το Πλαίσιο Προώθησης της Ασφάλειας και της Υγείας στην Εργασία - Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1158 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 για την ισορροπία μεταξύ της επαγγελματικής και της ιδιωτικής ζωής, άλλες διατάξεις του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και λοιπές επείγουσες ρυθμίσεις», προβλέπεται ότι: «Άρθρο 4. Απαγόρευση βίας και παρενόχλησης στην εργασία. 1. Απαγορεύεται κάθε μορφής βία και παρενόχληση, που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας είτε συνδέεται με αυτήν είτε προκύπτει από αυτήν, συμ-περιλαμβανομένης της βίας και παρενόχλησης λόγω φύλου και της σεξουαλικής παρενόχλησης. 2. Για τους σκοπούς του παρόντος: α) ως «βία και παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμ-περιφοράς, πράξεις, πρακτικές ή απειλές αυτών, που αποσκοπούν, οδηγούν ή ενδέχεται να οδηγήσουν σε σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα είτε κατ’ επανάληψη, β) ως «παρενόχληση» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς, που έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως εάν συνιστούν μορφή διάκρισης, και περιλαμβάνουν και την παρενόχληση λόγω φύλου ή για άλλους λόγους διάκρισης, γ) ως «παρενόχληση λόγω φύλου» νοούνται οι μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με το φύλο ενός προσώπου, οι οποίες έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος κατά το άρθρο 2 του ν. 3896/2010 (Α’ 107) και την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4443/2016 (Α’ 232). Οι μορφές συμπεριφοράς αυτές περιλαμβάνουν και τη σεξουαλική παρενόχληση του ν. 3896/2010, καθώς και μορφές συμπεριφοράς που συνδέονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την έκφραση, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου του προσώπου. 3. Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος οι μορφές συμπεριφοράς βίας και παρενόχλησης σε βάρος των προσώπων του άρθρου 3 μπορούν να λαμβάνουν χώρα ιδίως: (α) στον χώρο εργασίας, συμπεριλαμβανομένων δημόσιων και ιδιωτικών χώρων και χώρων όπου ο εργαζόμενος παρέχει εργασία, λαμβάνει αμοιβή, κάνει διάλειμμα ιδίως, για ανάπαυση ή για φαγητό, σε χώρους ατομικής υγιεινής και φροντίδας, αποδυτηρίων ή καταλυμάτων που παρέχει ο εργοδότης, (β) στις μετακινήσεις από και προς την εργασία, τις λοιπές μετακινήσεις, τα ταξίδια, την εκπαίδευση, καθώς και τις εκδηλώσεις και τις κοινωνικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την εργασία και (γ) κατά τις επικοινωνίες που σχετίζονται με την εργασία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πραγματοποιούνται μέσω τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας». Κατά το άρθρο 5 του ιδίου νόμου: «Άρθρο 5. Υποχρεώσεις εργοδότη για πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και της παρενόχλησης. (...) Κατά το άρθρο 10 του ιδίου νόμου: «Άρθρο 10. Πολιτικές εντός επιχείρησης για τη διαχείριση εσωτερικών καταγγελιών. (...) ενώ κατά το άρθρο 12 του ιδίου νόμου: «Άρθρο 12. Δικαιώματα θιγομένων - Αποτελέσματα επί παραβίασης της απαγόρευσης βίας και παρενόχλησης. (...) Τέλος, κατά το άρθρο 13 του ιδίου νόμου: «Άρθρο 13. Απαγόρευση αντιποίνων. Απαγορεύεται και είναι άκυρη η καταγγελία ή η με οποιονδήποτε τρόπο λύση της έννομης σχέσης στην οποία στηρίζεται η απασχόληση, καθώς και κάθε άλλη δυσμενής μεταχείριση προσώπου του άρθρου 3, εφόσον συνιστά εκδικητική συμπεριφορά ή αντίμετρο κατά την έννοια του άρθρου 14 του ν. 3896/2010 (Α’ 207) για περιστατικό βίας και παρενόχλησης του άρθρου 4». (...)
ΙΙ. (...) Πιθανολογήθηκαν από το Δικαστήριο, τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, με συνοπτική αιτιολογία (άρθρο 691 αρ. 3 ΚΠολΔ): Ο αιτών προσλήφθηκε με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την καθ’ ης, στις …, στην …, προκειμένου να εργαστεί ως μόνιμος υπάλληλος αυτής και δη ως ένοπλος υπάλληλος ασφαλείας (του άρθρου … του ν. …, ΦΕΚ Α’ …), κατόπιν πανελλήνιου διαγωνισμού και σύμφωνα με το άρθρο … παρ. … της … Υπουργικής Απόφασης, με ωράριο εργασίας οκτώ (8) ώρες ημερησίως επί πέντε (5) ημέρες την εβδομάδα, αντί μηνιαίων μικτών αποδοχών ποσού 682,78 ευρώ, που σήμερα ανέρχονται στο ποσό των … ευρώ, πλέον εκτάκτων αποδοχών από νυχτερινή εργασία και εργασία Κυριακών και αργιών. Ο αιτών τοποθετήθηκε αρχικώς στο … της καθ’ ης, ενώ το … μετατέθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία της καθ’ ης. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο … …, στην οδό …, όπου στεγάζεται το … …, όπου παρείχε την εργασία του, έως και τις …. Ο αιτών έχει λευκό πειθαρχικό μητρώο. Ο αιτών, από το μήνα …, έχει προβεί σε αναφορές εναντίον του συναδέλφου του …, με αντικείμενο την εργασιακή και ηθική παρενόχλησή του, αλλά και την παραβίαση, εκ μέρους του ανωτέρω υπαλλήλου, των τηρούμενων μέτρων ασφαλείας και την παραμέληση των καθηκόντων του σε ώρα εργασίας. Συγκεκριμένα, με την από … έγγραφη αναφορά του, προς τον Προϊστάμενό του … … της καθ’ ης, που κοινοποιήθηκε στο Α.Τ. …, ο αιτών αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων: (α) σε «απαράδεκτο» γενικό επίπεδο καθαριότητας των θέσεων φύλαξης, μέχρι το χρόνο υποβολής της αναφοράς του, από το προσωπικό που υπήρχε (… άτομα), που «δείχνει βαριά ατημελησία», επικαλούμενος την ανεπίσημη γραπτή επίπληξη του υπαλλήλου … προς τους υπαλλήλους, που παραδίδουν σε κακή κατάσταση τους χώρους φύλαξης στους επόμενους υπαλλήλους βάρδιας, (β) στις ζημίες και στις απώλειες των υλικών της υπηρεσίας, από «συγκεκριμένο υπάλληλο», ο οποίος δεν ανέφερε στον επόμενο υπάλληλο βάρδιας το συμβάν, που επιβάλλει την επέμβαση του διευθύνοντος την υπηρεσιακή λειτουργία της καθ’ ης, (γ) στην αδιάλειπτη λειτουργία τηλεοπτικών δεκτών επί οκτάωρης βάσεως και σε μεγάλη ηχητική ένταση κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας από συγκεκριμένους υπαλλήλους, αναφέροντας ειδικότερα περιστατικό που συνέβη στις … και ώρα … μ.μ., όταν ο υπάλληλος … προέβη σε παρατηρήσεις στον ίδιο (αιτούντα) για την τήρηση των κανόνων «κόβιντ», οπότε ο αιτών του ανέφερε ότι εκείνος όφειλε να τηρεί τους κανόνες ασφαλείας και να αποφεύγει την επί οκτάωρο παρακολούθηση «αμφιλεγόμενης στάθμης τηλεοπτικών εκπομπών» κατά την εκτέλεση υπηρεσίας, με συνέπεια ο εν λόγω υπάλληλος να παραπονεθεί στο συνάδελφό του …, που εκτελούσε βάρδια … μ.μ.-… π.μ. στην κεντρική πύλη, για το ενδεχόμενο να αποσυρθούν οι τηλεοράσεις από τις θέσεις φύλαξης-ασφαλείας, ο οποίος (…) διαβίβασε από τη συσκευή επικοινωνίας (ασύρματο) της κεντρικής πύλης προς τον ασύρματο του ΚΧΑ την υβριστική φράση «ρουφιάνε» (για τον αιτούντα), παρόντος του υπαλλήλου …. Περαιτέρω, με την από … αναφορά του προς το Αστυνομικό Τμήμα … (με κοινοποίηση στο Τμήμα Ασφαλείας …, στη Διεύθυνση Εταιρικής Διακυβέρνησης-Κανονιστικού και Ρυθμιστικού Πλαισίου της καθ’ ης, στην Ανεξάρτητη Αρχή ΣΕΠΕ και στην ΕΕΣΥΠ), ο αιτών ανέφερε ότι, στις …, οπότε εκτελούσε υπηρεσία ασφαλείας στην …, με ωράριο …μ.μ. έως … μ.μ., ο υπάλληλος, …, εγκατέλειπε συνεχώς τη θέση του και εισερχόταν στο φυλάκιο, όπου ο ίδιος (αιτών) εκτελούσε υπηρεσία και περί ώρα … μ.μ. εισήλθε «μαινόμενος» στο χώρο εργασίας του, με παράλογες, ακατάληπτες και αγενείς αντισυναδελφικές εκφράσεις, «κραδαίνοντας» το χέρι του ενώπιόν του, για θέμα που είχε τεθεί από τον αιτούντα στο παρελθόν, αναφορικά με το κάπνισμα εντός των οχημάτων χρηματαποστολής. Ότι παρόμοιας μορφής περιστατικό, ο ως άνω υπάλληλος είχε προκαλέσει στις … και ότι ο αιτών κατέθεσε προς τούτο έγγραφη αναφορά στον προϊστάμενό του, …, στις …, λόγω πολύωρης παρακολουθήσεως τηλεόρασης κατά την βάρδια του, ενώ ακόμη ανέφερε για τον …, ότι προ ετών είχε πυροβολήσει αντικείμενο του χώρου εργασίας και ότι «ελεγχόταν η πληροφορία ότι πυροβόλησε και εντός του ταχυδρομικού καταστήματος», καθώς και ότι ο εν λόγω υπάλληλος σε μετεκπαίδευση στις εγκαταστάσεις της ΕΛΑΣ είχε προσέλθει με «επιμελημένα βαμμένη πλούσια κώμη («ανταύγειες»), κοτσιδάκι στην κορυφή της κεφαλής, σκουλαρίκια και μωλωπισμένα όμματα, προφανώς από ξυλοδαρμό του». Ότι η αναφορά του δεν είχε προωθηθεί υπηρεσιακά από τον …, προκειμένου «πιθανότατα να μην διαταραχθεί η καθεστηκυία τάξη στο συγκεκριμένο χώρο εργασίας». Στην ίδια αναφορά του, ο αιτών επέστησε την προσοχή της καθ’ ης, επειδή (α) ο υπάλληλος, .., διάκειται αρνητικά προς αδέσποτα ζώα, (β) ο εν λόγω υπάλληλος ερχόταν για εκτέλεση της υπηρεσίας του με πατερίτσες, υπό την ανοχή του προϊσταμένου, …, καθώς και επειδή «άλλος πασίγνωστος στο πανελλήνιο υπάλληλος της υπηρεσίας …, διακείμενος τουλάχιστον φιλικά στον συνδικαλιστή …, εξεμάνη για παράλογη αιτία στο χώρο εργασίας του (ΕΛΤΑ …), καταλήγοντας νοσηλευόμενος επί 20ήμερο σε πασίγνωστη Δομή Ψυχικής Υγείας στην …», ο ίδιος δε υπάλληλος (τον οποίο δεν κατονομάζει) είχε «σκανδαλώδη εύνοια προ της θλιβερής κατάληξής του» και τύγχανε «προστατευόμενος του συνδικαλιστικού φορέα του συνδικαλιστή … (μόρφωμα «…» του σωματείου τεχνιτών …)». Τέλος, ανέφερε ότι η συμπεριφορά του … δεν έχει επιλυθεί από κανένα υπηρεσιακό παράγοντα της καθ’ ης, ζήτησε δε για το περιστατικό κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ασφάλειας-φρούρησης της … από τον …, σε βάρος του, την κλήση του ως άνω υπάλληλου από το Α.Τ. …, καθώς και του προϊσταμένου, …, για συστάσεις. Με την από … και με αρ. πρωτ. … αίτηση διενέργειας εργατικής διαφοράς με θέμα «ηθική παρενόχληση στην εργασία», ο αιτών ζήτησε από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασιακών Σχέσεων … Τομέα … κοινοποιώντας προς τούτο και την ως άνω από … αναφορά του στο Α.Τ. …, να προβεί στις κατά νόμον ενέργειες, επειδή «έχει υποστεί όλων των ειδών τις αντεκδικήσεις και τα αντίποινα, υπέστη μεγάλη οικονομική ζημία από εκδικητική μείωση απολαβών και παγιώθηκε η εχθρική στάση της εργοδότριας εναντίον του, προς ικανοποίηση των συνδικαλιστών», όπως εκθέτει, μεταξύ άλλων.
Περαιτέρω, η καθ’ ης επικαλείται ότι έχουν κατατεθεί σε βάρος του αιτούντος, πέντε (5) συνολικά αναφορές από υπαλλήλους της, με συνέπεια να συντάξει το από .. και με αρ. πρωτ. … υπηρεσιακό σημείωμα, με θέμα «ανησυχητική συμπεριφορά ενόπλου φύλακα …», προς το Α.Τ. …και ειδικότερα: (1) την από … αναφορά του επόπτη ασφαλείας ενόπλων φυλάκων … …, ……, όπου διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτών είχε επιδείξει έντονο ύφος και αντισυναδελφική συμπεριφορά σε βάρος του, καθώς και ότι απείλησε να χειροδικήσει σε βάρος του ως άνω υπαλλήλου, (2) την από … αναφορά της ένοπλης φύλακα … …, …, όπου διαλαμβάνεται ότι ο αιτών επέτρεπε να εισέρχεται στο φυλάκιο της κεντρικής πύλης γάτα, παρά τις αντίθετες εκκλήσεις των υπαλλήλων της καθ’ ης, ότι η παραμονή ζώων δεν επιτρέπεται, για λόγους υγιεινής και ασφάλειας, στο χώρο εργασίας, (3) την από … συμπληρωματική αναφορά του επόπτη ασφαλείας ενόπλων φυλάκων …, …, όπου διαλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, ότι ο αιτών τον κατηγόρησε αβάσιμα ότι απειλεί υπαλλήλους, κακοποιεί ζώα και κατευθύνει καταστάσεις σε συνεργασία με τον προϊστάμενό του, όπως π.χ. στην περίπτωση του υπαλλήλου …, καθώς και ότι πυροβόλησε σε πόρτα και σε ταχυδρομικό γραφείο, εξέφρασε δε φόβο για τη σωματική του ακεραιότητα από τον αιτούντα, (4) την από … αναφορά του υπαλλήλου καταμέτρησης …, …, στην οποία διαλαμβάνεται ότι στις … και περί ώρα … μ.μ., παρουσία του φύλακα βάρδιας …, ο αιτών απευθύνθηκε σε αμφότερους (… και …) και σε κατάσταση έντονου εκνευρισμού και εκτός ελέγχου, απείλησε ότι θα χειροδικούσε εναντίον του υπαλλήλου … είτε εντός του χώρου εργασίας, είτε εκτός εργασίας και (5) την από … αναφορά … (…) ενόπλων φυλάκων του …, στην οποία οι εν λόγω υπάλληλοι της καθ’ ης (τα στοιχεία των οποίων αναφέρονται στο τέλος της ενυπόγραφης αναφοράς τους), ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι ουδέποτε έχουν επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά στον αιτούντα, ότι ουδέποτε έχει λάβει χώρα πλημμελής εκτέλεση φύλαξης στο παλαιό …., ότι συνεργάζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με τον αιτούντα και ότι οι αναφορές του αιτούντος, τους προσβάλλουν βάναυσα και τις εκλαμβάνουν ως συκοφαντικές, αναφέροντας επιπλέον ότι ο προϊστάμενός τους, .., λειτουργεί κατά την εκπλήρωση των υπηρεσιακών του καθηκόντων με ανιδιοτέλεια, σεβασμό και εκτίμηση προς όλους τους υπαλλήλους της καθ’ ης, των οποίων προΐσταται. Στις …, δόθηκε εντολή από την Διοίκηση της καθ’ ης, για προσωρινή μετακίνηση του αιτούντος, χωρίς όπλο, στο …, μέχρι την ολοκλήρωση της διερεύνησης των καταγγελιών από τις αρμόδιες Διευθύνσεις της και το Τ.Α. …, ενώ επιλέχθηκε η εν λόγω λύση της μετακίνησης του αιτούντος ως η πλέον ασφαλής (ήτοι αντί της μετακινήσεως του επόπτη ασφαλείας και του προϊστάμενου του … …), λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη τις αναφορές του συνόλου του ένοπλου προσωπικού και του ως άνω υπαλλήλου, …, της καθ’ ης. Ο αιτών ενημερώθηκε άμεσα τηλεφωνικά και προσήλθε στις … για παράδοση του οπλισμού του στην καθ’ ης. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. … απόφαση του Διευθυντή της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής, …, …, κατόπιν της ως άνω αναφοράς της καθ’ ης, ανακλήθηκε, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 εδ. α’ του άρθρου 8 της υπ’ αριθμ. … από … απόφασης της Υ.Δ.Τ., η άδεια οπλοφορίας του αιτούντος. Η μάρτυρας της καθ’ ης, υπό την ιδιότητά της ως Διευθύντριας Υγείας και Ασφάλειας αυτής, κατέθεσε ότι η εν λόγω Διεύθυνση είχε γίνει αποδέκτρια πολλών παραπόνων και γραπτών αναφορών υπαλλήλων της, επιβεβαίωσε τις ενέργειες στις οποίες προέβη η καθ’ ης για την αντιμετώπιση του ζητήματος που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του αιτούντος και των λοιπών υπαλλήλων της καθ’ ης, ενώ ανέφερε ότι η επιλογή της εγκατάστασης, όπου μετακινήθηκε προσωρινά ο αιτών, έγινε με βάση τις αυξημένες επιχειρησιακές ανάγκες, καθώς και επειδή ο αιτών γνωρίζει το αντικείμενο της θέσης όπου μετακινήθηκε, έγινε δε σε εγκατάσταση του νομού …, στα όρια του οποίου υποχρεούται να υπηρετεί, με βάση την έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του. Επίσης, η ίδια μάρτυρας κατέθεσε ότι ο αιτών θα παραμείνει στη νέα του θέση, όπως ενημερώθηκε προς τούτο, μέχρι τη διερεύνηση της υπόθεσης από τα αρμόδια όργανα της καθ’ ης, ενώ επίσης κατέθεσε ότι οι αποδοχές του αιτούντος, στη νέα θέση του, δεν έχουν μειωθεί, έχει δε διατηρήσει το δικαίωμα να πραγματοποιεί έκτακτη εργασία νύχτας και Κυριακών και αργιών, χωρίς να έχουν διαφοροποιηθεί τα καθήκοντά του, η δε άοπλη φύλαξη στην οποία προβαίνει, οφείλεται στην ανάκληση της άδειας οπλοφορίας του από την Αστυνομία.
Κατόπιν όλων των προαναφερθέντων, το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι δεν επήλθε μονομερής βλαπτική μεταβολή της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του αιτούντος από την καθ’ ης, υπό την έννοια ότι προκλήθηκε σε αυτόν υλική ζημία ή ηθική βλάβη, ούτε παραβίαση του ν. 4808/2021, υπό τη μορφή ασκήσεως βίας και παρενόχλησης σε βάρος του, κατά τη διάρκεια της εργασίας του, κατά τρόπο που να ενέχει παρεμπόδιση της παραλαβής, διερεύνησης και διαχείρισης των αναφορών του προς την καθ’ ης ή με παραβίαση του δικαιώματός του να μην αποχωρήσει από τον εργασιακό του χώρο με στέρηση του μισθού του ή με άλλη δυσμενή συνέπεια, λόγω μη λήψεως των κατάλληλων μέτρων από την καθ’ ης, για την αποκατάσταση της εργασιακής ειρήνης, εφόσον άλλωστε δεν καταγγέλθηκε η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας του από την καθ’ ης για λόγους εκδίκησης ή ως αντίδραση στις ενέργειές του, ούτε λύθηκε η εργασιακή του σχέση με την καθ’ ης. Αντιθέτως, πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών μετακινήθηκε προσωρινά, κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της καθ’ ης και συμφώνως προς το περιεχόμενο και τους όρους της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του, προς ολοκλήρωση των εισέτι εκκρεμών καταγγελιών-αναφορών (εναντίον του), όπως αυτές προαναφέρθηκαν, για την διασαφήνιση τέλεσης τυχόν πειθαρχικών παραπτωμάτων, που αφορούν στην εκτέλεση των καθηκόντων του και στην τήρηση του Κανονισμού της Υπηρεσίας της καθ’ ης. Εξάλλου, πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών δεν έχει διαφορετικά καθήκοντα στη νέα θέση του (με τη μόνη διαφοροποίηση της άοπλης φύλαξης, λόγω ακριβώς της ανακλήσεως της άδειας οπλοφορίας του από την Ελληνική Αστυνομία) και ότι οι αποδοχές του έχουν διατηρηθεί ίδιες (βλ. τις προσκομιζόμενες αναλύσεις εκκαθάρισης μισθοδοσίας του αιτούντος), σύμφωνα μάλιστα με την επιθυμία του να πραγματοποιεί νυχτερινή εργασία και εργασία Κυριακές και αργίες. Όπως δε κατέθεσε και η μάρτυρας της καθ’ ης, σχετικά με τον τρόπο μετάβασης του αιτούντος στην υπηρεσία του, αυτός δύναται, αντί της χρήσεως του προσωπικού οχήματός του, να χρησιμοποιεί, όπως ισχύει για όλο το προσωπικό της καθ’ ης, που εργάζεται στην εγκατάσταση στο Κρυονέρι, το υπηρεσιακό λεωφορείο για κάθε βάρδια, όλες τις εργάσιμες ημέρες. Κατ’ ακολουθίαν, το αίτημα του αιτούντος να υποχρεωθεί η καθ’ ης να αποδέχεται προσωρινά την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία του, με την ειδικότητα του ενόπλου φύλακα ασφαλείας, στον τόπο εργασίας, όπου απασχολείτο, με ταυτόχρονη καταβολή του συμφωνημένου και καταβαλλόμενου μισθού του, ένεκα βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του, είναι απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως και η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της. (…)
[ ΠΗΓΗ : ΔΕΛΤΙΟ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ]