ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ 135/2022
Συγκροτήθηκε από τις Δικαστές, Νίκη Παπουτσιδάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Σοφία Μαρία Μάγκου, Πρωτόδικη, Μαγδαληνή Βαρβαρέσου, Πρωτόδικη Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Παναγιώτα Γεωργοπούλου.
Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 26 Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος ενάγοντος: Δ. Σ. του Σ., κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., και ήδη ..., ΑΦΜ ..., που προκατέθεσε προτάσεις που υπογράφονται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Κωνσταντίνο Γωνιανάκη (AM ΔΣ Αθηνών ...), δυνάμει της από 21-1-2019 εξουσιοδότησης του ενάγοντος με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του, και, κατά την εκφώνηση της ’ υπόθεσης στο ακροατήριο, δεν παραστάθηκε.
Της καθ’ ης η κλήση εναγομένης: Της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «.... ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «....», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ... αρ. ..., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΑΦΜ ..., που προκατέθεσε προτάσεις που υπογράφονται από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Αναστασία Τσακίρη (AM ΔΣΑ ...), δυνάμει του από 16-1-2019 δικαστικού πληρεξουσίου του Ανδρέα Πέτσα, πληρεξουσίου της εναγομένης εταιρείας, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Ο καλών ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-3-2017 αγωγή αυτού, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία), με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου ..../28-32017, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4293/12-9-2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία κήρυξε εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της ως άνω αγωγής και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Εν συνεχεία, με την από 11-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ..../2018 κλήση του καλούντος ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η ως άνω αγωγή επαναφέρθηκε προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 εδ. Β’ ΚΠολΔ, η απόφαση του παραπέμποντος δικαστηρίου, όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική, τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην αποφυγή αρνητικής συγκρούσεως της αρμοδιότητας και εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων στην περίπτωση που παράλληλα με τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής ασκούσε κάποιος από τους διαδίκους έφεση κατά της αποφάσεως του παραπέμψαντος δικαστηρίου, προκύπτει ότι, εάν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου παραπομπής, πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση (ΕφΑθ. 644/1988 ΕλλΔνη 30.631, Εφ Πατρ. 513/1989 Αρχ Ν 1990 αρ. 365). Εξάλλου, η εισαγωγή από τον ένα διάδικο της αγωγής με κλήση στο δικαστήριο που αυτή έχει παραπεμφθεί, μπορεί να σημαίνει σιωπηρή αποδοχή της παραπεμπτικής αποφάσεως και επομένως παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση εφέσεως. Η παραίτηση αυτή είναι έγκυρη και χωρίς να τηρηθεί ο τύπος που προβλέπει το αρθρ. 297 ΚΠολΔ, ο οποίος απαιτείται αποκλειστικά για την παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί (ΟλΑΠ 626/1980 ΝοΒ 28.1981, ΕφΑθ 6104/1982 ΕλλΔνη 24.55, ΕφΠατρ. 513/1989 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, το Ειρηνοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμόν 4293/2018 οριστική απόφασή του έκρινε ότι είναι καθ' ύλην αναρμόδιο για να δικάσει την από 28-3-2017 και με αριθ. κατάθ. ..../2017 αγωγή του καλούντος ενάγοντος και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο. Νομίμως φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο η ανωτέρω αγωγή με την από 11-10-2018 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ..../15-10-2018 κλήση του καλούντος ενάγοντος, καθόσον η ως άνω απόφαση κατέστη ήδη τελεσίδικη με την σιωπηρή αποδοχή της από την πλευρά του καλούντος ενάγοντος, κατά δε της τοιαύτης τελεσιδικίας της εν λόγω αποφάσεως ουδόλως αντιλέγει η καθ’ ης η κλήση εναγομένη, όπως τούτο προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου των προτάσεών της (ΕφΠατρ 719/2003, ΕφΑΘ 6104/1982 ό.π.), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ. 7, 27, 31 και 32 Ν. 2496/1997, ο οποίος κατήργησε και αντικατέστησε τις διατάξεις των άρθρων 189 επ. του ΕμπΝ και ο οποίος, κατά το άρθρο 33 § 4 αυτού, εφαρμόζεται και επί των ασφαλιστικών συμβάσεων που υφίστατο κατά την έναρξη ισχύος του, προκύπτει ότι με τη σύμβαση της ασφάλισης, ο Ασφαλιστής υποχρεούται, αντί ασφαλίστρου να αποζημιώσει τις απώλειες ή ζημίες, οι οποίες ενδέχεται να συμβούν στον ασφαλιζόμενο από ορισμένα τυχαία ή ανωτέρας βίας περιστατικά ή ασθένειες οι οποίες δεν υπήρχαν ή υπήρχαν αλλά ο { ασφαλισμένος δικαιολογημένα αγνοούσε την ύπαρξή τους κατά τη σύναψη της σύμβασης. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 7 του ως άνω Νόμου, η ασφαλιστική αποζημίωση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, όταν πραγματοποιηθεί ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ήτοι επέλθει η ζημία, προς κάλυψη της οποίας έχει συνομολογηθεί η ασφαλιστική σύμβαση, οπότε ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Ειδικότερα, στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται, είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού), είτε στην αποκατάσταση συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου (ΑΠ 1957/2013, ΑΠ 1303/2009). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ίδιου Νόμου, ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλει τα ασφάλιστρα σε μετρητά, είτε εφάπαξ, είτε με τμηματικές καταβολές, ενώ κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του αυτού άρθρου, η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει την σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στον οποίο γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής του ασφαλίστρου, θα επιφέρει, μετά πάροδο ενός (1) μηνάς από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Από τη δεύτερη παράγραφο της διάταξης αυτής προκύπτει, ότι εισάγεται διπλή υποχρέωση στον ασφαλιστή, ήτοι η καταγγελία της σύμβασης πρέπει να γίνει εγγράφως προς το λήπτη της ασφάλισης, αλλά, για να επέλθουν τα εκ του νόμου αποτελέσματα αυτής, πρέπει στο κείμενο να αναφέρονται οι συνέπειες της καθυστέρησης καταβολής ασφαλίστρου. Για τη λύση δηλαδή της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν αρκεί μόνο η δήλωση του ασφαλιστή περί ακύρωσης ή "ελευθεροποίησης" της σύμβασης λόγω μη πληρωμής των ασφαλίστρων, η οποία κοινοποιείται στον ασφαλισμένο, αλλά απαιτείται δήλωση περί καταγγελίας με την επισήμανση, ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά παρέλευση ενός μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 167 ΑΚ, προκύπτει, ότι η καταγγελία, για τη λύση της σύμβασης ασφάλισης είναι μονομερής και ληψιδεής δήλωση της βούλησης του συμβαλλόμενου μέρους, η δε δήλωση θεωρείται συντελεσθείσα όχι, απλώς, την αποτύπωσή της στον εξωτερικό κόσμο, ούτε από τη γνώση του περιεχομένου της εκ μέρους του παραλήπτη προς τον οποίον απευθύνεται, αλλά από την παραλαβή της. Για να παράξει τα αποτελέσματα της, είναι αναγκαία η περιέλευσή της στο νόμιμο παραλήπτη, απαιτείται δε να περιέχεται σε έγγραφο και μάλιστα συστημένο ή επί αποδείξει (ΑΠ 510/2009, ΑΠ 1951/2006 ΝοΒ 2007, 1154). Αν δεν γίνει η προσήκουσα γνωστοποίηση, δεν υφίσταται η καταγγελία, τυχόν δε αντίθετη συμφωνία, ότι με μόνο την υπερημερία του ασφαλισμένου ως προς την καταβολή των ασφαλίστρων επέρχεται αυτοδικαίως λύση της σύμβασης, είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του άνω Ν. 2496/1997, η οποία ορίζει ότι, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται, κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών (Ολ. ΑΠ 14/2013, ΑΠ 1276/2014, ΑΠ 1488/2008, ΑΠ 1519/2006, ΑΠ 964/2003).
Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει: Ότι με την εναγομένη συνήψε το αναφερόμενο στην αγωγή υπ’ αριθμόν .... ασφαλιστήριο συμβόλαιο και την πρόσθετη πράξη αυτού, με έναρξη ασφαλιστικής κάλυψης την 1-3-2004, λήξη την 1-3-2024 και καλυπτόμενους ασφαλιστικούς κινδύνους, μεταξύ άλλων, όπως επί λέξει αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο, τους κινδύνους μόνιμης ολικής ανικανότητας για εργασία, ζωής και υγείας καλύψεως των δαπανών του. Ότι δυνάμει της με αριθμό ..../8-12-2014 απόφασης της Περιφερειακής Διεύθυνσης Α' Τομέα Θεσσαλονίκης του Οργανισμού Ασφαλίσεως Ελευθέρων Επαγγελματιών κρίθηκε ανίκανος προς εργασία με ποσοστό 67% εφ’ όρου ζωής, ενώ είχαν προηγηθεί η έκδοση αποφάσεων του αυτού ασφαλιστικού φορέα με τις οποίες είχε κριθεί ανίκανος προς εργασία για το χρονικό διάστημα από 12-5-2009 έως 31-5-2013 και η υπ’ αριθμόν ..../2014 γνωμοδότηση της πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας με την οποία κρίθηκε ολικά ανίκανος προς εργασία με ποσοστό αναπηρίας 67% για την περίοδο από 1-6-2013 έως 30-5-2015. Ότι γνωστοποίησε στην εναγομένη τις ανωτέρω αποφάσεις και αυτή αναγνώρισε ότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση της μόνιμης ολικής ανικανότητάς του προς εργασία, καταβάλλοντάς του τις δύο δόσεις του συμφωνηθέντος ασφαλιστικού ποσού, ενώ απέμεινε προς καταβολή η τρίτη ’ δόση ποσού 13.950 ευρώ, την οποία δεν κατέβαλε και αρνείται να καταβάλει.
Ότι η εναγόμενη αρνούνταν την καταβολή της τρίτης δόσης του ασφαλίσματος, ισχυριζόμενη ότι για να προβεί στην καταβολή της, απαιτείτο περαιτέρω’ απόδειξη της ολικής του ανικανότητας, η οποία, όμως, προέκυπτε από τα ανωτέρω δημόσια έγγραφα και πιστοποιήσεις και επιπλέον είχε αναγνωρίσει η ίδια εγγράφως και εμπράκτως ότι υπείχε υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος για την ανωτέρω αιτία, προβαίνοντας στην καταβολή του μεγαλύτερου τμήματος του συμφωνηθέντος για την επέλευση του εν λόγω κινδύνου ασφαλιστικού ποσού. Ότι προς το σκοπό δε της κατ’ αυτήν «ενισχυμένης» αποδείξεως της ολικής του ανικανότητας τον υποχρέωσε να υποβληθεί σε μεγάλο αριθμό πρόσθετων ιατρικών εξετάσεων από ιατρούς της επιλογής της, τις οποίες και πραγματοποίησε, προσκόμισε δε σε αυτήν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και τις ιατρικές διαγνώσεις. Ότι η εναγομένη με την με αριθμό ... πρόσθετη πράξη της ακύρωσε την ασφαλιστική σύμβαση, για το λόγο ότι ο ενάγων δεν κατέβαλε ασφάλιστρα για το χρονικό διάστημα από 1-3-2012 και εφεξής, ενώ σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης είχε συμφωνηθεί η απαλλαγή του από την καταβολή των ασφαλίστρων σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλιστικού κινδύνου της ανικανότητας προς εργασία. Ότι επειδή είχε επέλθει ο κίνδυνος της ανικανότητας προς εργασία ήδη από 12-5-2009 δεν υποχρεούταν στην καταβολή ασφαλίστρων από 1-3-2012 και εφεξής και ότι συνεπώς η πρόσθετη πράξη ακύρωσης του ασφαλιστικού συμβολαίου είναι ανίσχυρη. Με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, κατόπιν παραδεκτού (άρθρα 223, 295, 297 ΚΠολΔ), με τις προτάσεις του, περιορισμού του αιτήματος του, με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και την κατ’ επέκταση παραίτησή του από το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, ο ενάγων ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 13.950 ευρώ, να αναγνωρισθεί η ισχύς του ως άνω υπ’ αριθμόν .... ασφαλιστηρίου συμβολαίου και να καταδικασθεί η αντίδικός του στα δικαστικά έξοδα. Με τα ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο παρόν Δικαστήριο (αρ. 8, 9, 10, 18 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, είναι ορισμένη, αφού διαλαμβάνει όλα τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία, απορρπττομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ, 1, 6 παρ. 1, 7 παρ. 7, 27 παρ. 1 του ν. 2496/1997 για τις συμβάσεις ασφάλισης, 70 και 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να ερευνηθεί, περαιτέρω, και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθώς επικράτησε, στο παρόν Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, η άποψη ότι δεν απαιτείται για την προκειμένη από 28-3-2017 αγωγή η καταβολή δικαστικού ενσήμου με τις ακόλουθες σκέψεις: Με το άρθρο 42 Ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α' 190/30.11.2019) ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α' 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 (Α' 165), το άρθρο 21 του Ν. 4055/2012 (Α' 51) και το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016 (Α' 240), αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού. 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές, πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία». Από τη διάταξη αυτή καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξαρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως (πριν ή μετά τη δημοσίευση του παραπάνω νόμου) σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς πρώτη συζήτηση μετά την 01/01/2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, κατ’ άρθρο 2 του Ν. ΓΠΟΗ/1912. Ωστόσο, η εν λόγω διάταξη, στην έκταση που επιβάλλει την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που είχαν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία, είναι, κατά την. κρίση του Δικαστηρίου, αντισυνταγματική και, άρα, ανεφάρμοστη, ως αντίθετη στα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, για τον λόγο ότι αιφνιδιάζει τους ενάγοντες, επιβάλλοντάς τους αναδρομικά, υπέρμετρα δυσανάλογη, για τον επιδιωκόμενο σκοπό, οικονομική επιβάρυνση, την οποία δεν είχαν υπολογίσει, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής ή τροπής του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κατά τον κρίσιμο εκείνο χρόνο τέτοια υποχρέωση (ΠΠρΘεσ 5352/2020 ΤΝΠ Νόμος). Κατά τη γνώμη, όμως, ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα της πρωτοδίκου ...., απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου για την υπό κρίση αγωγή, καθώς οι ως άνω διατάξεις ουδόλως παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και εντεύθεν δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α (ΠΠΑ 75/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΠΠΑ 1472/2016 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΠΠΑ 353/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).
Από την υπ' αριθμόν ..../21-6-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος, ...., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ...., που νομίμως προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη, με πρωτοβουλία της οποίας πραγματοποιήθηκε κατόπιν της νομότυπης και εμπρόθεσμης, δηλαδή πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλητεύσεως του αντιδίκου της (ά. 421 επ. ΚΠολΔ, βλ. τη νομίμως προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εναγόμενη με αριθμό ..../16-6-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με έδρα το Πρωτοδικείο Χαλκιδικής, ....), απ’ όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ά. 336 παρ. 3, 339, 340, 395 και 432 επ. ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ά. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ” αριθμόν ..../18-3-2004 ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, η εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να προσφέρει στον ενάγοντα, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες παροχές: «Αν κατά τη διάρκεια ισχύος της Βασικής Ασφάλισης και πριν από την επέτειο του συμβολαίου την πλησιέστερη στο 65° έτος της ηλικίας του, ο Ασφαλισμένος μείνει από οποιαδήποτε αιτία ολικά ανίκανος να εκτελεί τη δική του εργασία ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη με τις γνώσεις, την εκπαίδευση και την κοινωνική του θέση και α) έχει παραμείνει ανίκανος για εργασία για μία συνεχή χρονική περίοδο ενός έτους ή β) η Εταιρία αναγνώρισε ότι η ανικανότητά του έγινε διαρκής πριν από την παρέλευση του έτους, τότε η Εταιρία: 1) Θα απαλλάσσει το συμβαλλόμενο από την υποχρέωση να καταβάλει ασφάλιστρα για όλη τη διάρκεια αυτής της ολικής ανικανότητας συμπεριλαμβάνοντας και την περίοδο την προβλεπόμενη από τις παραπάνω (α) και (β) παραγράφους. Όταν ενεργοποιηθεί η Απαλλαγή Ασφαλίστρου, δεν θα γίνεται τιμαριθμική αναπροσαρμογή των καλύψεων. 2) Θα καταβάλει ένα ποσό ίσο προς το κεφάλαιο ανικανότητας που αναφέρεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (όπως αυτό θα έχει αναπροσαρμοσθεί βάσει του επιλεγμένου ποσοστού του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) σε δόσεις κατά τον ακόλουθο τρόπο: ι) Το 30% του κεφαλαίου ανικανότητας για κάθε ένα από τα δύο πρώτα έτη και 40% για το τρίτο έτος, αρχίζοντας από την ημερομηνία αναγνώρισης της ολικής ανικανότητας για εργασία σύμφωνα με τις παραπάνω (α) ή (β) περιπτώσεις. Η καταβολή του κεφαλαίου σε δόσεις δεν μπορεί να ξεπερνά τις 3 ετήσιες πληρωμές, ιι) Η απόδοση που προκύπτει από την επένδυση του υπολοίπου του κεφαλαίου, μετά την αφαίρεση κάθε ετήσιας δόσης που έχει πληρωθεί, θα καταβάλεται μαζί με την επόμενη δόση του κεφαλαίου, ιιι) Η πληρωμή οποιοσδήποτε δόσης του κεφαλαίου ανικανότητας καθώς και της απόδοσης προϋποθέτει ότι ο Ασφαλισμένος ζει, συνεχίζεται η ολική ανικανότητά του και δεν ασκεί κανένα επάγγελμα με αμοιβή ή κέρδος. Αν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, παύει η υποχρέωση της Εταιρίας να πληρώνει την αντίστοιχη δόση ή τις επόμενες δόσεις. Οποτεδήποτε μία δόση του ασφαλισμένου κεφαλαίου είναι πληρωτέα σύμφωνα με την ασφάλιση αυτή, ο Συμβαλλόμενος ή ο δικαιούμενος να εισπράξει, θα έχει το δικαίωμα να αφήσει ολόκληρο το ποσό της δόσης ή μέρος αυτού στην Εταιρία με τη μορφή λογαριασμού αποταμιεύσεως. Στην περίπτωση αυτή, η Εταιρία θα παρέχει απόδοση που θα αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 90% του καθαρού διανεμητέου εισοδήματος, που θα προκύπτει από τις επενδύσεις του τμήματος εκείνου του Ενεργητικού της Εταιρίας που αντιστοιχεί στους λογαριασμούς αποταμιεύσεως των συμβολαίων εκείνων που δεν είναι συνδεδεμένα με μερίδια αμοιβαίου ή εσωτερικού μεταβλητού κεφαλαίου. Ο λογαριασμός αποταμιεύσεως θα χρεώνεται με έξοδα διαχειρίσεως 0,75% ετησίως. Οι αποδόσεις που διανέμονται με αυτόν τον τρόπο μαζί με τα ποσά που έχουν αφεθεί στο λογαριασμό αποταμιεύσεως, θα πληρώνονται σύμφωνα με την επιθυμία αυτού που δικαιούται να τα εισπράξει. Η Εταιρία διατηρεί το δικαίωμα να απαιτεί κατά λογικά χρονικά διαστήματα την εξέταση του Ασφαλισμένου από γιατρό της εκλογής της για να εξακριβώνει κατά πόσο ο Ασφαλισμένος είναι ή παραμένει ολικά ανίκανος για εργασία.» (βλ. το Παράρτημα Μόνιμης Ολικής Ανικανότητας για Εργασία). Επίσης, στο ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο αναφερόταν ότι: «Β) Όταν διαπιστωθεί ανικανότητα του Ασφαλισμένου για εργασία, σύμφωνα με την παράγραφο (Γ) του παραρτήματος αυτού, πριν από την επέτειο του συμβολαίου την πλησιέστερη στην 65η επέτειο των γενεθλίων του ασφαλισμένου, το ποσό που αναφέρεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο σαν ασφαλισμένο κεφάλαιο της ασφάλισης ζωής (απλή) θα καταβάλλεται σε δόσεις με τον ακόλουθο τρόπο: 1. Το 30% του ασφαλισμένου κεφαλαίου για κάθε ένα από τα δύο πρώτα έτη και 40% για το τρίτο έτος αρχίζοντας από την ημερομηνία αναγνώρισης της ολικής ανικανότητας για εργασία. 2) Το υπόλοιπο του ασφαλισμένου κεφαλαίου, μετά την αφαίρεση κάθε ετήσιας δόσης, θα παραμένει στην Εταιρία με την μορφή λογαριασμού αποταμιεύσεως. [...]. 4) Η πληρωμή κάθε δόσης του ασφαλισμένου κεφαλαίου της Ασφάλισης Ζωής (Απλή) και της σχετικής απόδοσης θα εξαρτάται από τη συνέχιση της ολικής ανικανότητας του Ασφαλισμένου για εργασία. Αν ο Ασφαλισμένος ασκεί κάποιο επάγγελμα με αμοιβή ή κέρδος, παύει η υποχρέωση της εταιρείας να πληρώνει την αντίστοιχη δόση ή τις επόμενες δόσεις. 5. Στην περίπτωση που ο Ασφαλισμένος επανακτήσει την ικανότητά του για εργασία, τότε οι πληρωμές, σύμφωνα με την ασφάλιση αυτή, παύουν αυτόματα και η ασφάλιση ζωής (απλή) επανέρχεται σε ισχύ. Το ασφαλισμένο κεφάλαιο μειώνεται κατά το σύνολο των δόσεων που έχουν καταβληθεί, με ανάλογη μείωση και του ασφαλίστρου. Γ) Ο Ασφαλισμένος θεωρείται ανίκανος για εργασία όταν μείνει από οποιαδήποτε αιτία ολικά ανίκανος να εκτελεί τη δική του εργασία ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη με τις γνώσεις, την εκπαίδευση και την κοινωνική του θέση και: ι) έχει παραμείνει ανίκανος για εργασία για μία συνεχή χρονική περίοδο ενός έτους ή ιι) η Εταιρεία αναγνώρισε ότι η ανικανότητά του έγινε διαρκής πριν από την παρέλευση του έτους. [...] 2. Η εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να απαιτεί κατά λογικά χρονικά διαστήματα την εξέταση του ασφαλισμένου από γιατρό της εκλογής της για να εξακριβώνει κατά πόσο ο ασφαλισμένος είναι ή παραμένει ολικά ανίκανος για εργασία. [...]. » (βλ. το Παράρτημα Ασφάλισης Ζωής (Απλή) με κάλυψη ανικανότητας για εργασία). Με την υπ’ αριθμόν .../2009 γνωμάτευσή της, η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), αποφάνθηκε ότι ο ενάγων (που απασχολούνταν ως υδραυλικός), παρουσιάζει νεφρεκτομή (δεξιά) λόγω νεφροκυτταρικού καρκινώματος και κρίθηκε ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του από 12-5-2009 έως 31-5-2010 με ποσοστό αναπηρίας 67% (βλ. την υπ’ αρ. .../2009 γνωμάτευση της Πρωτοβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΟΑΕΕ σε συνδυασμό με το με αρ. πρωτ. .../1-6-2009 έγγραφο του ΟΑΕΕ). Κατόπιν τούτου στις 9-2-2010 εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν ....πρόσθετη πράξη ανικανότητας με ισχύ από 1-3-2010 και τέθηκε σε εφαρμογή το παράρτημα μόνιμης ολικής ανικανότητας του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση εξόφλησης των ασφαλίστρων της βασικής ασφάλισης και των συμπληρωματικών καλύψεων, για όλη την περίοδο ανικανότητας του ενάγοντα.
Έτσι, λόγω ενεργοποίησης του παραρτήματος απαλλαγής καταβολής ασφαλίστρων εξοφλήθηκαν από την εναγόμενη τα ασφάλιστρα της περιόδου 3°/2010 έως και τον 3°/2011 εκ ποσού 2.075,17 ευρώ και της περιόδου 3°/2011 έως και τον 3°/2012 oc ποσού 1.830,76 ευρώ. Εν συνεχεία, με την υπ’ αριθμόν ..../16-6-2011 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Α' Τομέα Θεσσαλονίκης του ΟΑΕΕ, ο εναγών κρίθηκε ανίκανος για την άσκηση επαγγέλματος για το χρονικό διάστημα από 1-6-2010 έως 31-5-2011 με ποσοστό αναπηρίας 67%. Ακολούθως, λόγω της ως άνω ανικανότητας προς εργασία του ενάγοντος κατά τα οριζόμενα στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο για την περίπτωση αυτή, η εναγόμενη κατέβαλε στον ενάγοντα τις δύο δόσεις του ασφαλίσματος για τα έτη 2010 και 2011, ήτοι την πρώτη δόση κεφαλαίου ανικανότητας για το έτος 2010 ποσού 9.985,79 ευρώ και την δεύτερη δόση κεφαλαίου ανικανότητας για το έτος 2011 ποσού 10.995,20 ευρώ. Για την καταβολή της τρίτης δόσης του ασφαλίσματος η εναγομένη ζήτησε από τον ενάγοντα νέα πιστοποίηση αναπηρίας από τον ασφαλιστικό του φορέα. Ο ενάγων προσκόμισε σε αυτήν την υπ’ αριθμόν ..../19-11-2013 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίηση αναπηρίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας & Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ ΕΤΑΜ/ΚΕΠΑ ΠΟΛΥΓΥΡΟΥ. Με την ανωτέρω γνωστοποίηση, κατόπιν αξιολόγησης από τη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή, διαπιστώθηκε ότι ) ο ενάγων πάσχει από αδενοκαρκίνωμα νεφρού δεξιά - νεφρεκτομή δεξιά, εκκολπωματεκτομή με διαρροϊκές κενώσεις, σακχαρώδη διαβήτη τύπου II και μέτριου βαθμού διαταραχές οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης με λειτουργικές επιπτώσεις και κρίθηκε ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανέρχεται σε 63% κατά ιατρική πρόβλεψη για το χρονικό διάστημα από 1-6-2011 έως 31-5-2013. Η εναγομένη, όταν, στις 31-3-2014, έλαβε γνώση της προαναφερθείσας υπ’ αριθμόν ..../2013 γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας με την οποία κρίθηκε ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανερχόταν σε 63%, δεν κατέβαλε την τρίτη δόση του ασφαλίσματος και ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι για να μπορέσει να εκτιμήσει την περίπτωση σχετικά με αναγνώριση μόνιμης ολικής ανικανότητας είναι απαραίτητο να εξεταστεί από τους ορισθέντες από αυτήν ιατρούς. Αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εξετάστηκε από ιατρούς συνεργάτες της εναγόμενης, ήτοι, στις 25-7-2014, από τον ορθοπεδικό .... και, στις 7-8-2014, από τον ουρολόγο ...., συνταχθέντων σχετικώς των αντίστοιχων ιατρικών εκθέσεων. Η δε εξέτασή του από τον ορισθέντα από την εναγομένη παθολόγο κ. .... δεν ολοκληρώθηκε, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω. Η εναγομένη απέστειλε προς τον ενάγοντα την από 26-8-2014 επιστολή της ενημερώνοντάς τον, σε συνέχεια σχετικής τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχαν, ότι για να μπορέσουν να εκτιμήσουν την περίπτωσή του σχετικά με αναγνώριση μόνιμης ολικής ανικανότητας είναι απαραίτητο να εξεταστεί από τον κ. ...., καθώς επίσης και να ακολουθήσει τις οδηγίες που θα του δοθούν. Ο ενάγων, ο οποίος κατοικεί στα .... Σιθωνίας, απαντώντας στην επιστολή αυτή, ενημέρωσε την εναγομένη ότι μετέβη στον εν λόγω ιατρό προς εξέταση στις 30-7-2014, ο οποίος, του ζήτησε να μεταβεί εκ νέου στη Θεσσαλονίκη μετά τις διακοπές του για νέα εξέταση, του τηλεφώνησε δε να μεταβεί στο ιατρείο του τις 14 Αυγούστου (παραμονή της 15nς Αυγούστου), πράγμα που ήταν αδύνατο για τον ενάγοντα, χωρίς να του δώσει έστω και μεταγενέστερα νέα ημερομηνία και λόγω των ανωτέρω, ο ενάγων ζητεί να του ορίσει η εναγομένη έτερο ιατρό της επιλογής της για να τον εξετάσει, πλην του ανωτέρω, κατά το δυνατόν γαστρεντερολόγου ή γενικού παθολόγου, ώστε να είναι γνώστης των παθήσεών του (βλ. ιδίως την από 3-9-2014 επιστολή του ενάγοντος προς την εναγομένη). Η εναγομένη, ωστόσο, απάντησε ότι ο ιατρός που έχει οριστεί για τον ενάγοντα είναι ο κ. ...., καλώντας τον, συγχρόνως, να μεταβεί στο ιατρείο του για εξέταση (βλ. τις από 5-9-2014 και 13-11-2014 επιστολές της εναγομένης προς τον ενάγοντα). Στη συνέχεια, η εναγομένη ενημέρωσε τον ενάγοντα ότι, με σκοπό την κατά το δυνατόν μικρότερη επιβάρυνσή του, η ιατρική εξέταση μπορούσε να πραγματοποιηθεί στο Κέντρο Αποκατάστασης Αρμονία στο Κάτω Σχολάρι επί της Εθνικής Οδού Θεσσαλονίκης Μουδανιών, αντί του ιατρείου του κ. .... στη Θεσσαλονίκη και ότι κατά την ημέρα της εξέτασής του πρέπει να προσκομίσει τις μνημονευομένες σε επιστολή της ιατρικές εξετάσεις (βλ. την από 1-7-2015 επιστολή με θέση «Ορισμό ιατρικές εξέτασης» του ....., ιατρικού διευθυντή της ενεργούσας κατ’ εντολή της εναγομένης, εταιρίας με την επωνυμία «Ιατρονομική Υπηρεσίες ΕΠΕ» προς τον ενάγοντα). Ο ενάγων, αφού προγραμμάτισε τη διενέργεια των αιτούμενων από την εναγομένη εξετάσεων ενημερώνοντάς την σχετικώς, ζήτησε εκ νέου από την εναγόμενη να οριστεί έτερος ιατρός για να τον εξετάσει, καθώς ο κ. ....ς ήταν ο ιατρός με τον οποίο είχε ήδη ανακύψει πρόβλημα ως προς τον προγραμματισμό της εξέτασής του και, λόγω και της κατάστασης της υγείας του, να οριστεί ιατρός πλησίον του τόπου κατοικίας του, ήτοι στα .... Σιθωνίας Χαλκιδικής (βλ. την από 22-7-2015 επιστολή του ενάγοντος προς την εναγομένη). Ακολούθως, ο ενάγων πραγματοποίησε τις ζητηθείσες από την εναγόμενη μικροβιολογικές εξετάσεις, πλην, όμως, επανυπέβαλε το αίτημά του να οριστεί παθολόγος, πλην του κου .... για να τον εξετάσει (βλ. το από 29-7-2015 ηλεκτρονικό μήνυμα του ενεργούντος κατ’ εντολή του ενάγοντος .... προς την εναγομένη). Η εναγομένη απάντησε ότι για να προχωρήσει στην αξιολόγηση της κατάστασης του ενάγοντος, ο τελευταίος έπρεπε να εξεταστεί από τον κ. .... που είναι ο ιατρός της περιοχής του (βλ. την από 20-10-2015 επιστολή του ...., Διευθυντή Ασφαλίσεων της εναγομένης προς τον ενάγοντα). Ο ενάγων επέμεινε στον ορισμό έτερου ιατρού για την αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του (βλ. το από 11-11-2015 ηλεκτρονικό μήνυμα προς την εναγόμενη), πλην, όμως, το αίτημά του δεν έγινε δεκτό από την εναγόμενη. Έτσι, με την από 12-9-2016 εξώδικη δήλωση n πρόσκληση, που επιδόθηκε στην εναγομένη στις 14-9-2016, ο ενάγων εξέθετε ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πληροφορήθηκε αορίστως από τους εκπροσώπους της εναγομένης ότι το ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο έχει ακυρωθεί μονομερώς από την εναγομένη ως προς τον τομέα της ασφαλιστικής καλύψεως και αποκατάστασης δαπανών νοσηλείας και ότι οφείλει ασφάλιστρα, ότι στον ίδιο ουδέποτε περιήλθε εκ μέρους της εναγομένης οιαδήποτε καταγγελία ή έγγραφη δήλωση δυνάμενη να επιφέρει τον τερματισμό της ασφαλιστικής τους σχέσεως, ενώ καλούσε την εναγομένη να προβεί αμελλητί στην καταβολή του υπολειπόμενου οφειλόμενου στον ενάγοντα ασφαλίσματος βάσει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου όσον αφορά στον καλυπτόμενο ασφαλιστικό κίνδυνο της μόνιμης ολικής ανικανότητάς του προς εργασία και να επιβεβαιώσει την πλήρη ισχύ του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ως προς τους υπόλοιπους τομείς ασφαλιστικής καλύψεως (βλ. την υπ’ αριθμόν .../14-9-2016 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφερείας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ...., που ο ενάγων νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει). Η εναγομένη απάντησε (βλ. την από 20-9-2016 εξώδικη δήλωση απάντηση της εναγόμενης προς τον ενάγοντα) ότι για την καταβολή της 3ης δόσης του ασφαλίσματος ανικανότητας ζήτησε να της προσκομίσει ανανέωση πιστοποίησης αναπηρίας από το ΚΕΠΑ και ότι στις 31-3-2014 παρέλαβαν απόφαση πιστοποίησης με ποσοστό αναπηρίας 63% και ως εκ τούτου ο ενάγων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να λάβει την υπολειπόμενη αποζημίωση. Επιπλέον, ανέφερε ότι την 18-32014 εκδόθηκε πρόσθετη πράξη με την οποία λόγω μη προσκομισθέντων εγγράφων για συνέχιση ανικανότητας έπαυε η υποχρέωση της εναγομένης να εξοφλεί ασφάλιστρα λόγω ανικανότητας και ότι από 1-3-2012 οφείλε ο ενάγων να τα εξοφλεί, ότι, τον Οκτώβριο του έτους 2014, έλαβε νέα πιστοποίηση από το ΚΕΠΑ για ποσοστό αναπηρίας 67% και ότι ο ενάγων είχε εξεταστεί από ορθοπεδικό και ουρολόγο και μία φορά από παθολόγο, πλην, όμως, δεν εξετάστηκε και δεύτερη φορά από παθολόγο όπως ζητήθηκε. Τέλος, η εναγομένη εξέθετε ότι το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ακυρώθηκε λόγω μη καταβολής ασφαλίστρων με ισχύ από 1-3-2012 και ότι η υπ' αριθμ. .... πρόσθετη πράξη ακύρωσης απεστάλη στον ενάγοντα με συστημένη επιστολή στις 16-6-2014 και παρελήφθη από αυτόν στις 18-6-2014, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2496/1997, αποδίδοντας συγχρόνως σε αυτόν την αξία εξαγοράς αυτών με αποτέλεσμα τη λύση της εν λόγω συμβάσεως και την εντεύθεν μη κάλυψη του ενάγοντας λόγω ανικανότητας προς εργασία. Όμως, η εναγόμενη δεν προσκομίζει κάποιο έγγραφο ή απόδειξη από το οποίο να προκύπτει ότι παρέδωσε στα ΕΑΤΑ, ως συστημένη, την άνω πρόσθετη πράξη προς τον ασφαλισμένο της, ενάγοντα και ποιο αριθμό αποστολής έλαβε αυτή, καθώς και ότι αυτή παραδόθηκε πράγματι και πότε στον παραλήπτη της ή σε πρόσωπο ειδικώς εξουσιοδοτημένο προς τούτο ή σε περίπτωση που κανένας από τους ανωτέρω δεν ανευρέθη στην αναγραφόμενη στη συστημένη επιστολή διεύθυνση, κατά την προσέλευση εκεί του ταχυδρομικού διανομέα, ότι ο τελευταίος εξέδωσε ειδοποιητήριο προς τον παραλήπτη της επιστολής, ενάγοντα, ώστε να την παραλάβει από το αρμόδιο ταχυδρομικό γραφείο και ότι αυτή δεν παραλήφθηκε αλλά της επεστράφη ως αζήτητη. Σημειωτέον ότι σε περίπτωση που κανένας από τους ανωτέρω (παραλήπτης ή πρόσωπο ειδικώς εξουσιοδοτημένο από αυτόν για την παραλαβή) δεν ανευρίσκεται στην αναγραφόμενη στη συστημένη επιστολή διεύθυνση, κατά την προσέλευση εκεί του ταχυδρομικού διανομέα τότε αυτός υποχρεούται να εκδώσει ειδοποιητήριο προς τον παραλήπτη της επιστολής, ώστε να την παραλάβει από το αρμόδιο ταχυδρομικό γραφείο και αν δεν προσέλθει κανείς τελικά να επιστραφεί ως αζήτητη. Κάποιο έγγραφο με το οποίο να βεβαιώνεται ή από το οποίο να προκύπτει ότι ακολουθήθηκε η άνω διαδικασία δεν προσκόμισε η εναγόμενη που έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης. Επομένως, εφόσον η εναγόμενη δεν ειδοποίησε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 6 του Ν. 2496/1997, κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη της παρούσας, με συστημένη επιστολή τον ασφαλισμένο της (ενάγοντα) περί της παύσης της ισχύος της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης όσον αφορά το σκέλος της που αφορά τις καλύψεις των προσαρτημάτων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου και ειδικότερα την κάλυψη ανικανότητας προς εργασία σε περίπτωση μη καταβολής από αυτόν της δόσης των ασφαλίστρων, η από μέρους της σχετική καταγγελία της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης δεν είναι νόμιμη και έγκυρη με αποτέλεσμα η ασφαλιστική σύμβαση καθώς και τα προαναφερθέντα προσαρτήματα της, να βρίσκονται σε ισχύ και αυτή να φέρει τον ασφαλιστικό κίνδυνο. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εναγομένη υπ’ αριθμόν ..../21-6-2017 ένορκη εξέταση της ...., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ...., καθόσον παρότι η μάρτυρας αυτή καταθέτει ότι εστάλη συστημένη επιστολή που παρελήφθη από τον ενάγοντα στις 18-6-2014, πλην, όμως, η ίδια η εναγόμενη, όπως προεκτέθηκε, δεν προσκόμισε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο ως άνω ισχυρισμός της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, με την υπ’ αριθμόν ..../23-5-2014 απόφαση της ανωτέρω Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΟΑΕΕ, έγινε δεκτή ένσταση του ενάγοντος και αποφασίσθηκε ομόφωνα η χορήγηση συντάξιμου ποσοστού αναπηρίας 67% για το χρονικό διάστημα από 1-6-2011 έως 31-5-2013 για το οποίο αρχικώς, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, είχε εκδοθεί η υπ’ αρ. ..../2013 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας με την οποία είχε κριθεί ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του , ανερχόταν σε 63%. Επιπλέον, με την υπ’ αριθμόν ..../14-10-2014 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της Διεύθυνσης Αναπηρίας & Ιατρικής της Εργασίας του ΙΚΑ ΕΤΑΜ/ΚΕΠΑ ..., κατόπιν αξιολόγησης από τη Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή, διαπιστώθηκε ότι ο εναγών πάσχει από αδενοκαρκίνωμα νεφρού δεξιά νεφρεκτομή δεξιά, εκκολπωματεκτομή με διαρροϊκές κενώσεις, σακχαρώδη διαβήτη τύπου II και μέτριου βαθμού διαταραχές οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης με λειτουργικές επιπτώσεις και κρίθηκε ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανέρχεται σε 67% κατά ιατρική πρόβλεψη για το χρονικό διάστημα από 1-6-2013 έως 31-5-2015. Η ως άνω δε απόφαση γνωστοποιήθηκε στην εναγομένη από τον ενάγοντα τον Οκτώβριο του έτους 2014. Ακολούθως, με την υπ’ αρ. ..../8-12-2014 απόφαση παράτασης της Περιφερειακής Διεύθυνσης Α' Τομέα Θεσσαλονίκης του ΟΑΕΕ, αποφασίσθηκε η παράταση εφ’ όρου ζωής της συνταξιοδότησης του ενάγοντας λόγω ανικανότητας από 1-6-2015 σε συνέχεια της προηγούμενης και μέχρι άρσεως των προϋποθέσεων χωρίς άλλες εξετάσεις από υγειονομικές επιτροπές για την διαπίστωση της ανικανότητάς του. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω δημοσίων εγγράφων, ήτοι των αποφάσεων των επιτροπών του ασφαλιστικού φορέα του ενάγοντος, αποδεικνύεται ότι από το έτος 2009 και εφεξής, ο ενάγων έχει κριθεί ολικά ανίκανος για άσκηση επαγγέλματος με αποτέλεσμα να έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση και να υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει σε αυτόν την τρίτη δόση του ασφαλίσματος, η οποία ανέρχεται, όμως, στο ποσό των 13.927 ευρώ, όπως εκθέτει η εναγομένη (βλ. σελ. 5 των προτάσεών της) και ο ενάγων δεν αμφισβητεί ειδικώς (ΚΠολΔ 261), και όχι στο αιτούμενο από αυτόν με την αγωγή ποσό των 13.950 ευρώ. Η εναγομένη προβάλλει τον ισχυρισμό περί απαλλαγής από την ευθύνη της για καταβολή του ασφαλίσματος λόγω παραβίασης της συμβατικής υποχρέωσης επιμέλειας εκ μέρους του ενάγοντος καθώς ο τελευταίος αρνούνταν να εξεταστεί από τον κ. ..... Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος, κατά την προσήκουσα εκτίμησή του, συνιστά ένσταση ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 5 του ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική Σύμβαση κλπ.» και 361 ΑΚ (βλ. ΑΠ 965/2009 ΝοΒ 2009.2165 και ΑΠ 1534/2008 ΕΕμπΔ 2008.824) και όχι και σε αυτή του άρθρου 300 ΑΚ, αφού η τελευταία αφορά αξιώσεις από αποζημίωση και όχι από συμβατική παροχή (όπως είναι το ασφάλισμα, βλ. και Εφπειρ 389/2008 ΠειρΝομ 2009.219, ΕφΙωαν 30/2004 ΕλΔ 2005.516) είναι απορριπττέος ως ουσιαστικά βάσιμος, επειδή ο ενάγων εξετάστηκε από τους ορισθέντες από αυτήν ουρολόγο, ορθοπεδικό και μία φορά από τον ορισθέντα από την εναγόμενη παθολόγο, πλην, όμως, αρνήθηκε να εξεταστεί για δεύτερη φορά από τον παθολόγο ζητώντας να εξεταστεί από έτερο ιατρό που, επίσης, θα όριζε η εναγόμενη πλησίον του τόπου κατοικίας του (Νέα Μουδανιά) λόγω και της επιβαρυμένης κατάστασης της υγείας του, καθώς αφενός μεν με τον συγκεκριμένο παθολόγο αντιμετώπισε προβλήματα συνεννόησης στον ορισμό του χρόνου εξέτασής του, αφετέρου δε ο εν λόγω ιατρός βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Ουδέποτε δε ο ενάγων αρνήθηκε να υποβληθεί σε εξετάσεις από οιονδήποτε άλλο ιατρό που θα όριζε η εναγομένη, η οποία, όμως, δεν έκανε δεκτό το αίτημά του αυτό (για ορισμό έτερου παθολόγου) παρά το γεγονός ότι η κατάσταση της. υγείας του ενάγοντας ήταν τέτοια που δεν του επέτρεπε ευχερώς τις μετακινήσεις από τον τόπο κατοικίας του στα ... προς την Θεσσαλονίκη όπου βρισκόταν το ιατρείο του ορισθέντος από την εναγομένη παθολόγου. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι ο ίδιος ο ενάγων δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και ο σχετικός ισχυρισμός της εναγομένης πρέπει ν' απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Συνεπώς, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά α ' βάσιμη, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 13.927 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να αναγνωριστεί ότι το με αριθμό .... ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο συνήψε ο ενάγων με την εναγομένη ασφαλιστική εταιρία εξακολουθεί να ευρίσκεται σε ισχύ. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της « εναγόμενης, ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας των διαδίκων (178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται κατωτέρω, στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των δεκατριών χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι επτά (13.927) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι εξακολουθεί να είναι έγκυρο και ισχυρό το υπ’ αριθμόν .... ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, σε μυστική διάσκεψη στις 2-12-2021.
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, στις 21-1-2022.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
[ ΠΗΓΗ : κος Ι. Ιωαννίδης , Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ]