ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 

Τμήμα 3ο Μονομελές 

Αριθμός απόφασης : 1816/2024

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5.2.2024, με δικαστή την Αθηνά Κουνινιώτη, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Αγγελική Κακουροπούλου, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την έφεση με χρονολογία κατάθεσης ……

τ ω ν 1) Μ……, και 17) Α…., απάντων κατοίκων ……., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, πλην της 15ης Σ…, η οποία παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Λαμπρόπουλου.

κ α τ ά του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Γενικό Νοσοκομείο …….», νομίμως εκπροσωπούμενου από το Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Χρυσανθόπουλου.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, η οποία νομίμως εισάγεται προς ανασυζήτηση μετά την από 16.5.2023 πράξη της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε παράβολο ποσού 100 ευρώ από την 15η των εκκαλούντων, Σ…… (βλ. το ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής ………….), οι εκκαλούντες, υπάλληλοι του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ………….», ζητούν την εξαφάνιση της 20684/2018 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 13ο). Με την απόφαση αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως προς αυτούς η από …………. αγωγή τους, την οποία είχαν ασκήσει από κοινού με άλλους υπαλλήλους του ίδιου Νοσοκομείου και με την οποία ζήτησαν α) να υποχρεωθεί το εφεσίβλητο Νοσοκομείο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, επικουρικά, δε, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών, νομιμοτόκως και με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, το ποσό των 4.528,20 ευρώ, ως αποζημίωση, λόγω μη τήρησης από το εφεσίβλητο των ελάχιστων προδιαγραφών ασφαλείας υγείας για την εργασία, ενώπιον οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπως προβλέπονται στο π.δ. 398/1994 (άρθρα 3 έως 11) και, ειδικότερα, της παράνομης μη χορήγησης σε αυτούς λειτουργικού διαλείμματος ανά δίωρο εργασίας τους, εφόσον δεν απασχολήθηκαν σε αλλότρια καθήκοντα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 30.11.2012 και β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου να καταβάλει σε καθέναν τους, ομοίως, νομιμοτόκως και με την κήρυξη της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, το ποσό των 3.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη που, όπως υποστηρίζουν, υπέστησαν από την ίδια ως άνω παράνομη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, με την οποία εθίγη συμπληρωματικά το προστατευόμενο δικαίωμά τους στη διασφάλιση συνθηκών ασφάλειας και υγιεινής στο χώρο εργασίας τους, κατ’ άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3528/2007 και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εφεσίβλητου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, νομιμοτόκως, το ποσό των 500 ευρώ.

2. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας ορίζει στο άρθρο 26 ότι : «Τα στοιχεία νομιμοποίησης των νόμιμων αντιπροσώπων και των εκπροσώπων των διαδίκων υποβάλλονται στο δικαστήριο ως την πρώτη συζήτηση. Οι διατάξεις των παρ. 2, 3 και 4 του άρθρου 28 εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς τους νόμιμους αντιπροσώπους και τους εκπροσώπους των διαδίκων», στο άρθρο 27 παρ. 1 ότι : «1. Οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και παρίστανται κατά τη συζήτηση με δικαστικούς πληρεξουσίους», στο άρθρο 28 ότι : «1. Για τις πράξεις της προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, εφόσον, είτε επακολουθήσει η νομιμοποίηση δικαστικού πληρεξουσίου, είτε εμφανιστεί στο ακροατήριο ο διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπός του και δηλώσει ότι εγκρίνει τη διενέργειά τους. 2. Αν, ως την πρώτη συζήτηση, δεν έχουν υποβληθεί τα στοιχεία της νομιμοποίησης ή αυτά που έχουν υποβληθεί δεν είναι πλήρη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του εμφανιζομένου ως δικαστικού πληρεξουσίου του, είτε αναβάλλει τη συζήτηση είτε προχωρεί σε αυτή χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους. 3. Αν, κατά τη διάσκεψη, διαπιστωθεί ότι τα κατά νόμο στοιχεία της νομιμοποίησης έχουν μεν υποβληθεί όλα, είτε εξαρχής είτε ύστερα από τη χορήγηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο προθεσμίας, πλην αυτά παρουσιάζουν ελλείψεις, ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον εμφανιζόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει, μέσα σε τασσόμενη από αυτόν ανατρεπτική προθεσμία. 4. … 5. Αν ο δικαστικός πληρεξούσιος του διαδίκου τελικώς δεν νομιμοποιηθεί, οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν είναι αυτοδικαίως άκυρες και το σχετικό ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται. 6. …», στο άρθρο 30 ότι : «1. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών, πλην του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, διαδίκων ορίζονται δικηγόροι, σύμφωνα με το Δικηγορικό Κώδικα. … 2. Η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται : α) με προφορική δήλωση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, στο ακροατήριο, η οποία και καταχωρείται στα πρακτικά, ή β) με συμβολαιογραφική πράξη ή με ιδιωτικό έγγραφο, οπότε όμως απαιτείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή. … 3. Η δικαστική πληρεξουσιότητα προς τους κατά την πρώτη περίοδο της παραγράφου 1 δικαστικούς πληρεξουσίους θεωρείται ότι έχει παρασχεθεί με μόνη τη συνυπογραφή, από το διάδικο, ή το νόμιμο αντιπρόσωπο ή τον εκπρόσωπό του, κατά περίπτωση, του δικογράφου του ένδικου βοηθήματος ή μέσου. Στην περίπτωση αυτή η συνυπογραφή του δικηγόρου θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής των πιο πάνω προσώπων. … 4. …», στο άρθρο 35 ότι : «Το δικαστήριο ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων».

3. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Το δικόγραφο της έφεσης υπογράφεται μόνον από τον φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο των εκκαλούντων Δημήτρη Λαμπρόπουλο. Με την από ….. πράξη ορισμού δικασίμου της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου ορίστηκε δικάσιμος για την ανασυζήτηση της εν λόγω έφεσης η παρούσα (5.2.2024), ενώ η σχετική κλήση επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον υπογράφοντα το δικόγραφο της έφεσης δικηγόρο των εκκαλούντων, προκειμένου οι τελευταίοι να παραστούν κατά την συζήτηση της υπόθεσης (σχ. το από 10.7.2023 αποδεικτικό επίδοσης του Γραμματέα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών Γ.). Κατά την τελευταία τούτη δικάσιμο, οι ήδη εκκαλούντες, πλην της 15ης Σ…, δεν παρέστησαν με δικηγόρο, δεν εμφανίστηκαν οι ίδιοι προκειμένου να χορηγήσουν δικαστική πληρεξουσιότητα με προφορική τους δήλωση, δεν προσκομίστηκε δε στο δικαστήριο κάποιο άλλο έγγραφο, δημόσιο ή ιδιωτικό, περί παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας, ούτε τέτοιο έγγραφο περιλαμβάνεται στα στοιχεία της δικογραφίας. Κατόπιν αυτών η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ελλείψει νομιμοποίησης του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, κατά το μέρος που αφορά τους 1ο έως 14ο και την 16η και 17η των εκκαλούντων. Κατά τα λοιπά, η έφεση έχει ασκηθεί παραδεκτώς από την 15η εκκαλούσα και θα εξετασθεί ως προς αυτήν περαιτέρω στην ουσία της.

4. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. […]», στο δε άρθρο 106 του ίδιου Νόμου, ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του προηγούμενου άρθρου «εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων τους, απαιτείται, μεταξύ άλλων, να παραβιάζεται με αυτή κανόνας δικαίου με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο δικαίωμα ή συμφέρον, ανεξάρτητα από τη φύση της παρανομίας ως τυπικής ή ουσιαστικής (βλ. ΣτΕ 479-481/2018 Ολομ., 2423/2017, 410/2016, 3713/2010 κ.ά.). Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξης αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και όχι με την οικεία ιδιωτική διαχείριση, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων (βλ. ΑΕΔ 5/1995 και ΑΠ 707/2019). Επίσης, ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, υπάρχει όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων παραβιάζεται συγκεκριμένος κανόνας δικαίου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία και τους οικείους κανονισμούς, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης (ΣτΕ 1210/2019, 3292/2017, 1085/2016 επτ., 3539/2015, 877/2013 επτ., 4133/2011 επτ. κ.ά.). Εξάλλου, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης, πέραν της παρανομίας κατά τα άνω, είναι και η επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης του οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αστικής ευθύνης κατά τις ανωτέρω διατάξεις, το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται σε αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας (βλ. ΣτΕ 1382/2018, 2526/2017, 410/2016, 2645, 895/2014 κ.ά), η ευθύνη δε αυτή προς αποζημίωση είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από την υπαιτιότητα των οργάνων που προκάλεσαν τη ζημία (βλ. ΣτΕ 410/2016, 1826/2014, 1970/2009).

5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. [...]». Όπως γίνεται δεκτό, από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των ως άνω άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι επί αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. κατά τις διατάξεις αυτές, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να επιδικάσει στο ζημιωθέντα, μετά από αίτησή του, εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένη (βλ. ΣτΕ 3292/2017, 3539/2015, 4133/2011 επτ. κ.ά.). Ομοίως, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να επιδικασθεί και σε εκείνον του οποίου έχει προσβληθεί η προσωπικότητα, κατά το άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα, από παράνομη πράξη ή παράλειψη, κατά τ' ανωτέρω, οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (βλ. ΣτΕ 3292/2017, 410/2016, 1970/2009, 2536/2008), απαιτείται δε, στην περίπτωση αυτή, πέραν του παράνομου χαρακτήρα της σχετικής πράξης ή παράλειψης, να είναι αυτή αντικειμενικώς ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσει την προσβολή της προσωπικότητας που επικαλείται ο ενάγων, κατά την αιτιολογημένη κρίση του δικαστηρίου (ΣτΕ 4279/2013, 3772/2010). Για τη θεμελίωση εξ άλλου της προσβολής της προσωπικότητας και της απορρέουσας από αυτήν ηθικής βλάβης αρκεί και η απειλούμενη βλάβη της υγείας από την έκθεση σε κίνδυνο, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω και η συντέλεση της βλάβης στην υγεία για τη γέννηση της σχετικής αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης (βλ. ΑΠ 1574/2014). Όπως δε γίνεται παγίως δεκτό, με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ παρέχεται στο δικαστήριο της ουσίας η εξουσία, αφού εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση και να καθορίσει το εύλογο ποσό αυτής, αν κρίνει ότι από παρανομία της Διοικήσεως επήλθε ηθική βλάβη (ΣτΕ 3292/2017, 983, 410/2016, 2202/2014, 877/2013 επτ. κ.ά.).

6. Επειδή, στην Οδηγία 90/270/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 1990 σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης [πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ] (EE L 156) προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1: «Η παρούσα οδηγία, που αποτελεί την πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2. 2. Οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ εφαρμόζονται πλήρως σ’ ολόκληρο τον τομέα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, με την επιφύλαξη των δεσμευτικότερων ή και/πιο ειδικών διατάξεων που περιέχει η παρούσα οδηγία. 3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται: [...].». Άρθρο 2: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως: α) οθόνη οπτικής απεικόνισης, κάθε αλφαριθμητική ή γραφική οθόνη οποιαδήποτε και αν είναι η χρησιμοποιούμενη μέθοδος οπτικής παρουσίασης· β) θέση εργασίας, το σύνολο που περιλαμβάνει εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης, εφοδιασμένο ενδεχομένως με πληκτρολόγιο ή άλλη διάταξη εισόδου δεδομένων, ή/και με λογισμικό που καθορίζει το σημείο διασύνδεσης ανθρώπου/συσκευής, με προαιρετικά εξαρτήματα, με παραρτήματα, περιλαμβανομένων και μονάδας δισκετών, τηλεφώνου, ταλαντωτή/ αποταλαντωτή, εκτυπωτή, αναλογίου για έγγραφα, καθίσματος και τραπεζιού εργασίας ή άλλης επιφάνειας εργασίας, καθώς και το άμεσο περιβάλλον εργασίας· γ) εργαζόμενος, κάθε εργαζόμενος κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο α) της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, ο οποίος χρησιμοποιεί τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας, εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης.». Άρθρο 3: «1. Οι εργοδότες υποχρεούνται να προβαίνουν σε ανάλυση των θέσεων εργασίας με σκοπό την αξιολόγηση των συνθηκών ασφάλειας και υγείας που παρουσιάζουν για τους εργαζομένους των, ιδίως όσον αφορά τους ενδεχόμενους κινδύνους για την όραση, τα σωματικά προβλήματα και την πνευματική καταπόνηση. 2. Οι εργοδότες οφείλουν να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για τη θεραπεία των κινδύνων που διαπιστώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, βάσει της αξιολόγησης της παραγράφου 1, λαμβάνοντας υπόψη τις σωρευτικές ιδιότητες ή/και το συνδυασμό των διαπιστουμένων κινδύνων.». Άρθρο 6 παρ. 1: «[...] οι εργαζόμενοι ή οι εκπρόσωποί τους ενημερώνονται για όλα τα μέτρα σχετικά με την ασφάλεια και την υγεία που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογήν της παρούσας οδηγίας.». Άρθρο 7: «Ο εργοδότης υποχρεούται να σχεδιάζει τη δραστηριότητα του εργαζομένου κατά τρόπον ώστε η καθημερινή εργασία σε οθόνη να διακόπτεται περιοδικά με διαλείμματα ή αλλαγές δραστηριότητας που θα περιορίζουν το φόρτο εργασίας στην οθόνη.». Άρθρο 8: «Η διαβούλευση με τους εργαζομένους ή/και τους εκπροσώπους τους και η συμμετοχή αυτών γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ στα πλαίσια των ζητημάτων που καλύπτει η παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένου του παραρτήματός της.». [Στο άρθρο 11 παρ. 1 της Οδηγίας 89/391/ΕΟΚ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «Οι εργοδότες ζητούν τη γνώμη των εργαζομένων ή/και εκπροσώπων τους και επιτρέπουν τη συμμετοχή τους στα πλαίσια όλων των ζητημάτων που άπτονται της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία»]. Άρθρο 9: «1. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται να υποβάλλονται σε κατάλληλη εξέταση των ματιών και της όρασης που διενεργείται από άτομο που έχει τα αναγκαία προσόντα: πριν αρχίσουν την εργασία σε οθόνη οπτικής απεικόνισης, κατά κανονικά χρονικά διαστήματα μετέπειτα και στην περίπτωση που αισθάνονται ενοχλήσεις στην όραση που μπορεί να οφείλονται στην εργασία σε οθόνη οπτικής απεικόνισης. 2. Οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να περνούν από οφθαλμολογική εξέταση εάν τα αποτελέσματα της εξέτασης της παραγράφου 1 το καθιστούν αναγκαίο. 3. Στον εργαζόμενο πρέπει να παρέχονται ειδικά γυαλιά ανάλογα με την εκάστοτε εργασία, εφόσον τα αποτελέσματα των εξετάσεων της παραγράφου 1 ή 2 το καθιστούν αναγκαίο και εφόσον δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν κοινά γυαλιά. 4. Τα κατ’ εφαρμογήν του παρόντος άρθρου λαμβανόμενα μέτρα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συνεπάγονται πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση για τους εργαζομένους. 5. [...]». Άρθρο 11. «1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1992. [...]». ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ (άρθρα 4 και 5): «Εισαγωγική παρατήρηση Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα εφαρμόζονται για την υλοποίηση των στόχων της παρούσας οδηγίας και στο μέτρο που, αφενός, υπάρχουν τα εξεταζόμενα στοιχεία στη θέση εργασίας και, αφετέρου, οι ιδιάζουσες απαιτήσεις και χαρακτηριστικά της εργασίας δεν αντιτίθενται προς αυτές. 1. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ [...] 2. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ [...] 3. ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ/ΑΝΘΡΩΠΟΥ [...].». Σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της ανωτέρω Οδηγίας, «η τήρηση των ελάχιστων προδιαγραφών που προορίζονται να κατοχυρώσουν ένα καλύτερο επίπεδο ασφάλειας των θέσεων εργασίας που διαθέτουν οθόνη οπτικής απεικόνισης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων·».

7. Επειδή, σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω οδηγία εκδόθηκε το π.δ. 398/1994 “Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 90/270/ΕΟΚ” (Α΄ 221), στο οποίο ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Άρθρο 1: «1. Το παρόν προεδρικό διάταγμα καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2. Οι διατάξεις του εφαρμόζονται επιπλέον των γενικών διατάξεων για την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας που ισχύουν κάθε φορά. 2. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας στον οποίο κατατάσσονται. 3. Για την εφαρμογή του παρόντος στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και ΟΤΑ ισχύουν και οι ιδιαίτερες ρυθμίσεις της ΚΥΑ 88555/3293/88 (721/Β) “Υγιεινή και ασφάλεια του προσωπικού του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ που κυρώθηκε με το άρθρο 39 του ν. 1836/89 (79/Α) “Προώθηση της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες διατάξεις“. [...]». Άρθρο 2. «Για τους σκοπούς του παρόντος νοείται ως: 1. Οθόνη οπτικής απεικόνισης: Κάθε αλφαριθμητική ή γραφική οθόνη που αποτελεί τμήμα εξοπλισμού επεξεργασίας, αναπαραγωγής ή οπτικής παρουσίασης στοιχείων ανεξάρτητα από την χρησιμοποιούμενη μέθοδο. 2. Θέση εργασίας: Το σύνολο του εξοπλισμού που περιλαμβάνει οθόνη οπτικής απεικόνισης, εφοδιασμένο ενδεχομένως με πληκτρολόγιο ή άλλη διάταξη εισόδου δεδομένων, ή/και με λογισμικό που καθορίζει τη διασύνδεση χρήστη συσκευής, με προαιρετικά εξαρτήματα, με περιφερειακά, περιλαμβανομένων και μονάδας δισκετών, τηλεφώνου, ταλαντωτή/αποταλαντωτή, εκτυπωτή, αναλογίου για έγγραφα, καθίσματος και τραπεζιού εργασίας ή άλλης επιφάνειας εργασίας, καθώς και το άμεσο περιβάλλον εργασίας. 3. Εργαζόμενος: Κάθε πρόσωπο που απασχολείται από έναν εργοδότη με σχέση εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ασκούμενων και των μαθητευόμενων, ο οποίος χρησιμοποιεί τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας, οθόνη οπτικής απεικόνισης.». Άρθρο 3: «1. Στα πλαίσια της υποχρέωσης του εργοδότη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, να έχει στη διάθεσή του μία γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, ο εργοδότης προβαίνει σε ανάλυση των θέσεων εργασίας με σκοπό την αξιολόγηση των συνθηκών ασφάλειας και υγείας που παρουσιάζουν για τους εργαζομένους του, ιδίως σε ό,τι αφορά τους ενδεχόμενους κινδύνους για την όραση, τα σωματικά προβλήματα και την πνευματική καταπόνηση των εργαζομένων λαμβάνοντας υπόψη και τα ενδεικτικώς αναφερόμενα στο παράρτημα II του άρθρου 11. Κατά την ανάλυση αυτή λαμβάνονται επίσης υπόψη τα προβλήματα των ιδιαίτερα ευαίσθητων ομάδων κινδύνου. 2. Οι εργοδότες οφείλουν να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την θεραπεία των κινδύνων που διαπιστώνονται με βάση την εκτίμηση της παραγράφου 1, λαμβάνοντας υπόψη τις σωρευτικές επιπτώσεις και το συνδυασμό των διαπιστουμένων κινδύνων. 3. Οι εργοδότες ζητούν από τους κατασκευαστές, εισαγωγείς και κάθε είδους προμηθευτές οθονών οπτικής απεικόνισης, κάθε αναγκαία πληροφορία για την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.». Άρθρο 6: «Οι εργοδότες οφείλουν να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε οι θέσεις εργασίας που έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία μέχρι και τη δημοσίευση του παρόντος, να προσαρμοστούν έτσι ώστε να πληρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος Ι του άρθρου 11 το αργότερο μέχρι 31.12.1996.». Άρθρο 8: «1. Ο εργοδότης υποχρεούται να σχεδιάζει την δραστηριότητα του εργαζόμενου κατά τρόπον ώστε η καθημερινή εργασία σε οθόνες οπτικής απεικόνισης να διακόπτεται περιοδικά με διαλείμματα ή αλλαγές δραστηριότητας, που θα περιορίζουν το φόρτο εργασίας στην οθόνη οπτικής απεικόνισης σύμφωνα με το παράρτημα Ι του άρθρου 11. 2. Ο εργοδότης διαβουλεύεται με τους εργαζομένους ή/και τους εκπροσώπους τους για τον σχεδιασμό και την οργάνωση της εργασίας με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων της παραγράφου 1 σύμφωνα και με το παράρτημα Ι του άρθρου 11.». Άρθρο 9: «Στα πλαίσια της διαβούλευσης και της συμμετοχής των εργαζομένων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, οι εργοδότες ζητούν τη γνώμη των εργαζομένων ή/και των εκπροσώπων τους και διευκολύνουν τη συμμετοχή τους, αναφορικά με τα θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος.». Άρθρο 10: «1. Στα πλαίσια της επίβλεψης της υγείας των εργαζομένων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να εξασφαλίζει ότι, κάθε εργαζόμενος υπόκειται σε ιατρικές εξετάσεις της όρασης και του μυοσκελετικού συστήματος κατά την πρόσληψη και στη συνέχεια μια φορά τον χρόνο καθώς και όταν οι εργαζόμενοι αισθάνονται ενοχλήσεις που μπορεί να οφείλονται στην εργασία τους. 2. Ο εργοδότης παρέχει στους εργαζόμενους ειδικά γυαλιά εφόσον τα αποτελέσματα της παραγράφου 1 τα καθιστούν αναγκαία και εφόσον τα συνήθη γυαλιά δεν είναι κατάλληλα ή αποτελεσματικά για την συγκεκριμένη εργασία. 3. Για τις ιδιαίτερα ευαίσθητες ομάδες κινδύνου θα πρέπει να υπάρχει συμπληρωματική ενημέρωση και μέριμνα για την καλύτερη αντιμετώπιση προβλημάτων, που προκαλούνται από την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης. 4. [...]». Άρθρο 11: «Προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος το παράρτημα Ι που αναφέρεται στα άρθρα 5, 6 και 8 και το παράρτημα II που αναφέρεται στα άρθρα 3 και 5 του παρόντος και έχουν ως ακολούθως: ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ [άρθρα 5 , 6 και 8] 1. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ [...] 2. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ [...] 3. ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ/ΑΝΘΡΩΠΟΥ [...] 4. ΑΛΛΑΓΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 4. 1. Εφόσον δεν είναι εφικτό να οργανώνεται η εργασία με τέτοιο τρόπο ώστε φυσιολογικά να μπορεί ο εργαζόμενος να την εναλλάσσει με άλλες μορφές εργασίας, είναι χρήσιμο να εξασφαλίζονται στον εργαζόμενο διαλείμματα εργασίας ανά δίωρο, ανάλογα με το είδος της εργασίας. Σε καμμιά περίπτωση τα διαλείμματα αυτά δεν πρέπει να συσσωρεύονται. 4 2. Ο χρόνος απομάκρυνσης του εργαζόμενου από τη θέση εργασίας με οθόνες οπτικής απεικόνισης (είτε για διάλειμμα εργασίας είτε για αλλαγή δραστηριότητας) μπορεί να είναι έως 15 λεπτά ανά δίωρο. Παρατήρηση Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται για την υλοποίηση των στόχων του παρόντος εφόσον υπάρχουν τα εξεταζόμενα στοιχεία στη θέση εργασίας. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ [...].». Άρθρο 14: «Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».

8. Επειδή, όπως κρίθηκε με την 540/2021 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του ΣΤ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας [που εκδόθηκε κατόπιν της 8/2019 πράξης της Επιτροπής του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213)], από τον συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων της Οδηγίας 90/270/ΕΟΚ και του εκδοθέντος σε εφαρμογή της π.δ. 398/1994, οι οποίες (διατάξεις) είναι εφαρμοστέες και για την υγιεινή και ασφάλεια εργασίας του εν γένει προσωπικού του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου, συνάγονται τα εξής: Αντικείμενο των ανωτέρω διατάξεων, τόσο της Οδηγίας, σύμφωνα και με τον τίτλο της καθώς και με το άρθρο 1 αυτής, όσο και του π.δ. 398/1994, ερμηνευομένου υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 12.12.1996 επί υποθέσεων C 74/95 και C 129/95), είναι η θέσπιση των ελάχιστων προδιαγραφών που πρέπει να τηρούνται από τον εργοδότη για να προστατευθεί η υγεία κάθε εργαζομένου ο οποίος χρησιμοποιεί «τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας» εξοπλισμό με «οθόνη οπτικής απεικόνισης» (άρθρα 2 στοιχ. γ της Οδηγίας και 2 παρ. 3 του π.δ. 398/1994). Προκειμένου να υπηρετηθεί αποτελεσματικά ο σκοπός των διατάξεων αυτών, συνιστάμενος κατά τ’ ανωτέρω στην προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, πρέπει στην έννοια της «οθόνης οπτικής απεικόνισης» να προσδοθεί ευρύ περιεχόμενο και, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων εμπίπτουν όλες οι μορφές παρατεταμένης εργασίας σε οθόνη, ενώ εξαιρούνται οι θέσεις με εξοπλισμό οθόνης είτε δευτερεύουσας σημασίας είτε μικρής λειτουργικής διάρκειας (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 6.7.2000 υπόθεση C 11/99). Ειδικότερα δε, σε σχέση με τον χρόνο εργασίας ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης, με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12.12.1996 (επί των υποθέσεων C 74/95 και C 129/95) κρίθηκε ότι, εφόσον η Οδηγία δεν παρέχει διευκρίνιση ως προς το τί νοείται ως χρησιμοποίηση, «τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής [...] εργασίας», εξοπλισμού με οθόνη οπτικής απεικόνισης, κατά την έννοια του άρθρου 2 στοιχ. γ αυτής, το μη αμελητέον του χρόνου του εργαζομένου ενώπιον της οθόνης εργασίας εκτιμάται σε συνάρτηση με την κανονική εργασία του συγκεκριμένου εργαζομένου, και ότι, δεδομένης της ασάφειας της Οδηγίας ως προς τον ορισμό αυτόν, στα κράτη μέλη εναπόκειται να διευκρινίσουν το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης κατά τη θέσπιση των εθνικών μέτρων μεταφοράς της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Εφόσον, όμως, ούτε και στο ως άνω π.δ. 398/1994 περιέχεται διευκρίνιση ως προς τον αναφερόμενο στο άρθρο 2 αυτού αντίστοιχο ορισμό (χρησιμοποίηση, από κάθε εργαζόμενο, «τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας» της οθόνης), το εάν ο χρόνος που περνά ο εργαζόμενος ενώπιον της εν λόγω συσκευής είναι «μη αμελητέος» ή σημαντικός εναπόκειται στην εκτίμηση του εθνικού δικαστή (βλ. και προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα της 18.6.1996), σε συνάρτηση με τις γενικότερες συνθήκες απασχόλησης του συγκεκριμένου εργαζομένου. Εξάλλου, στο πλαίσιο της επιβεβλημένης τήρησης των ελάχιστων προδιαγραφών προστασίας της υγείας των εργαζομένων σε οθόνες οπτικής απεικόνισης, καθιερώνεται από τις ανωτέρω διατάξεις αφενός η υποχρέωση του εργοδότη να προβαίνει σε ανάλυση των θέσεων εργασίας, αξιολογώντας τις συνθήκες ασφάλειας και υγείας που παρουσιάζουν για τους εργαζομένους του, ιδίως σε σχέση με το ενδεχόμενο κινδύνων για την όραση και για πνευματική καταπόνηση ή σωματικά (μυοσκελετικά) προβλήματα (άρθρα 3 της Οδηγίας και 3 του π.δ. 398/1994) και αφετέρου το δικαίωμα των εργαζομένων να υποβάλλονται σε κατάλληλη εξέταση των ματιών και της όρασης τόσο κατά την πρόσληψη όσο και κατά κανονικά χρονικά διαστήματα κατόπιν αλλά και στην περίπτωση ενοχλήσεων στην όρασή τους ή το μυοσκελετικό σύστημα, καθώς και το δικαίωμά τους να λαμβάνουν και ειδικά γυαλιά ανάλογα με την εκάστοτε εργασία και εφόσον τα αποτελέσματα των σχετικών εξετάσεων το καθιστούν αναγκαίο (άρθρα 9 της Οδηγίας και 10 του ως άνω προεδρικού διατάγματος). Περαιτέρω, ως ειδικότερη προδιαγραφή προστασίας της υγείας των εργαζομένων σε οθόνες οπτικής απεικόνισης καθιερώνεται από τις ανωτέρω διατάξεις της Οδηγίας και του προεδρικού διατάγματος και η υποχρέωση και όχι ευχέρεια του εργοδότη να σχεδιάζει τη δραστηριότητα του εργαζομένου με τέτοιο τρόπο, ώστε η καθημερινή εργασία σε οθόνες οπτικής απεικόνισης να διακόπτεται είτε με αλλαγή δραστηριότητας του εργαζομένου, και μάλιστα κατά κύριο λόγο και πρωταρχικά (βλ. Παράρτημα Ι, άρθρο 4 παρ. 1 π.δ. 398/1994), είτε, εναλλακτικά, εφόσον δηλαδή δεν είναι εφικτή η αλλαγή αυτή, με διαλείμματα, σε κάθε δε περίπτωση ο χρόνος απομάκρυνσης του εργαζομένου από τη θέση του εργασίας με οθόνη οπτικής απεικόνισης, οριοθετούμενος από το εν λόγω προεδρικό διάταγμα ως προς το μέγιστο όριό του, πρέπει να είναι διάρκειας έως 15 λεπτών ανά δίωρο απασχόλησης ενώπιον της οθόνης (βλ. ΑΠ 1598/2012, 85/2013). Προς το σκοπό δε του σχεδιασμού και της οργάνωσης της δραστηριότητας των εργαζομένων, ώστε να παρεμβάλλονται περιοδικές διακοπές του καθημερινού φόρτου καθενός από αυτούς ενώπιον της οθόνης εργασίας, ο εργοδότης διαβουλεύεται με τους εργαζομένους ή τους εκπροσώπους τους, λαμβάνοντας υπόψη τα ειδικότερα καθήκοντα των επιμέρους θέσεων εργασίας και τους ενδεχόμενους κινδύνους κάθε θέσης (ως προς την όραση, τα λοιπά σωματικά προβλήματα και την πνευματική καταπόνηση) καθώς και τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας συνολικά. Η προβλεπόμενη διαβούλευση, πραγματοποιούμενη στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, έχει την έννοια της συνεννόησης του τελευταίου με τους εργαζομένους, ώστε ο σχεδιασμός του τρόπου εργασίας και τα λαμβανόμενα μέτρα διακοπής της συνεχούς απασχόλησης ενώπιον της οθόνης (εναλλαγή δραστηριότητας ή διαλείμματα) να είναι πράγματι τα ενδεικνυόμενα από την άποψη της αποτελεσματικής εκπλήρωσης, μέσω αυτών, του προαναφερόμενου σκοπού της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων. Η εν λόγω διαβούλευση δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη, αλλά είναι υποχρεωτική γι’ αυτόν και, συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν προϋποθέτει, προς ενεργοποίησή της, αντίστοιχη πρωτοβουλία από μέρους των εργαζομένων. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η τήρηση των προπαρατεθεισών διατάξεων και η λήψη από τον εργοδότη όλων των προβλεπόμενων ως άνω προστατευτικών μέτρων είναι υποχρεωτική. Συνεπώς, είναι παράνομη, κατά τις διατάξεις αυτές της Οδηγίας και του προεδρικού διατάγματος, η παράλειψη του εργοδότη να προβεί, μετά από διαβουλεύσεις, στην αξιολόγηση και την οργάνωση της δραστηριότητας των εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούνται τακτικά και κατά μη αμελητέο τμήμα της κανονικής τους εργασίας ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης, με τέτοιο τρόπο ώστε η καθημερινή εργασία καθενός από αυτούς να διακόπτεται περιοδικά, και συγκεκριμένα ανά δίωρο, πάντως, απασχόλησης, είτε, πρωτίστως και προεχόντως, με αλλαγές δραστηριότητας είτε, αν τούτο δεν είναι εφικτό, με διαλείμματα, που να περιορίζουν τον φόρτο ενώπιον της οθόνης για χρονικό διάστημα, κάθε φορά, μέχρι 15 λεπτών. Η ανωτέρω δε παρανομία δεν αίρεται από την τυχόν παράλειψη και των εργαζομένων ή των εκπροσώπων τους να λάβουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία, ειδικώς για τη διενέργεια των ως άνω διαβουλεύσεων. Εξάλλου, η παράνομη αυτή παράλειψη του εργοδότη προς λήψη όλων των κατά το π.δ. 398/1994 προστατευτικών μέτρων, και ειδικότερα η παράλειψή του να προβλέψει είτε εναλλακτικούς τρόπους εργασίας είτε διαλείμματα, ανά δίωρο απασχόλησης ενώπιον οθόνης, συνεπάγεται υποχρέωση προς αποζημίωση του εργαζομένου, κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, εφόσον αυτός ισχυρισθεί και αποδείξει ότι, εξαιτίας της παράλειψης λήψης των προστατευτικών αυτών μέτρων, υπέστη συγκεκριμένη βλάβη της σωματικής του υγείας. Για τη στοιχειοθετούμενη δε, καταρχήν, μη νόμιμη παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου ή νπδδ προς συμμόρφωση με τις ανωτέρω νομοθετικές επιταγές δεν ασκεί επιρροή εάν ούτε και ο ίδιος ο υπάλληλος δεν έθεσε υπόψη της υπηρεσίας του τις επικίνδυνες για την υγεία ως άνω συνθήκες απασχόλησής του, ούτε εάν η μη τήρηση ειδικώς της εργοδοτικής υποχρέωσης προς διενέργεια των σχετικών διαβουλεύσεων με τους εργαζομένους ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικώς της αδράνειας των αρμόδιων οργάνων του, ή αν ούτε και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ή οι εκπρόσωποί τους δεν προέβησαν σε ενεργοποίηση της υποχρέωσης αυτής με την υποβολή σχετικού αιτήματος. Εξάλλου, εκ του γεγονότος ότι, κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 398/1994, ο εργοδότης υποχρεούται να οργανώνει ολιγόλεπτες διακοπές της ημερήσιας εργασίας ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης, οι οποίες μπορούν να συνίστανται, πρωτίστως, σε ενδιάμεσες αλλαγές της δραστηριότητας του εργαζομένου και, δευτερευόντως, σε διαλείμματα εργασίας, προκύπτει ότι ο χρόνος αυτός ολιγόλεπτων διακοπών αποτελεί χρόνο εργασίας, εντός του νόμιμου ωραρίου του εργαζομένου, και όχι χρόνο ανάπαυσης αυτού, επιπλέον του ωραρίου απασχόλησής του, για τον οποίο ο εργαζόμενος, εφόσον μη νομίμως δεν του έχει χορηγηθεί ολιγόλεπτο διάλειμμα εργασίας, θα εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής. Αλλά και ανεξάρτητα από την απόδειξη της επέλευσης συγκεκριμένης βλάβης της υγείας του, ο εργαζόμενος που απασχολείται υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης, εφόσον, κατά παράβαση του νόμου, δεν έχουν ληφθεί από τη Διοίκηση τα επιβαλλόμενα, κατά τ’ ανωτέρω, προστατευτικά μέτρα (ανάλυση θέσεων, αξιολόγηση και εκτίμηση των επιπτώσεων από την αδιάλειπτη χρήση οθόνης, ρύθμιση του τρόπου διακοπής της συνεχούς εργασίας ενώπιον αυτής, ενημέρωση για ενδεχόμενες βλάβες στην υγεία, εξασφάλιση της διενέργειας προληπτικών εξετάσεων για τη διερεύνηση πιθανών επιπτώσεων στην υγεία από τις συγκεκριμένες συνθήκες εργασίας), δικαιούται, πάντως, αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, συνισταμένη στην εξαιτίας της παράλειψης έκθεση της υγείας του στους αντίστοιχους κινδύνους. 

9. Επειδή, περαιτέρω, στην υπ’ αριθμ. 130558/12.6.1989 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εθνικής Άμυνας, Εσωτερικών, Οικονομικών, Εργασίας και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων “Υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. & Ο.Τ.Α.” (Β’ 471/16.6.1989), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990 (Α΄ 27), προβλέφθηκε για πρώτη φορά η λήψη μέτρων για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και του εργασιακού χώρου γενικότερα των εργαζομένων στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ. Ειδικότερα ορίσθηκαν τα εξής: «1. Χορηγείται στους εργαζόμενους μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής μία ημέρα αδείας μετ’ αποδοχών ανά δίμηνο πέραν της κανονικής, ύστερα από αίτηση του εργαζόμενου. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να ασκηθεί εντός του συγκεκριμένου διμήνου άλλως χάνεται. 2. [...]. 3. Καθιερώνονται 15 λεπτα διαλείμματα κάθε δύο ώρες κατά τη διάρκεια του ωραρίου για όσους εργαζόμενους απασχολούνται μπροστά σε οθόνες πάνω από 4 ώρες την ημέρα συνολικά ή κάνουν διορθωτική εργασία ασχέτως αριθμού ωρών. Τα διαλείμματα αυτά δεν συσσωρεύονται. Για όσους παίρνουν ήδη διάλειμμα μισής ώρας, το διάλειμμα αυτό συμψηφίζεται με το παραπάνω χωρίς σώρευση. Δεν δικαιολογείται διάλειμμα για άλλες κατηγορίες εργαζομένων πλην των αναφερομένων στην παράγραφο 1.  

4. Βελτιώνονται οι συνθήκες εργασίας σε όλα τα μηχανογραφικά κέντρα με τα εξής τεχνικά μέτρα: [...] 5. [...] 6. [...] 7. [...].».

10. Επειδή, στη συνέχεια, στην παράγραφο 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (Α΄ 26), όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ορίσθηκε ότι: «Υπάλληλος ο οποίος χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολείται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας δικαιούται μηχανογραφική άδεια, μετά πλήρων αποδοχών, μίας (1) ημέρας ανά δίμηνο. Η άδεια χορηγείται υποχρεωτικά μέσα στο δίμηνο το οποίο αφορά. Εφόσον η άδεια αυτή δεν εξαντληθεί στο διάστημα αυτό, δεν μεταφέρεται ούτε καταβάλλεται αποζημίωση στον υπάλληλο.». Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού αναφερόταν ότι η συγκεκριμένη άδεια περιλαμβανόταν σε δέσμη μέτρων τιτλοφορούμενων ως “κίνητρα για την εξοικείωση των υπαλλήλων με τις νέες τεχνολογίες”. Επακολούθησε, όμως, ο ν. 4210/2013 «Ρυθμίσεις Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης» (Α΄ 254), στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του οποίου ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007) καταργούνται. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα με τις ως άνω καταργούμενες διατάξεις και αφορά υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού παύει να ισχύει.». Στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω ν. 4210/2013 αναφέρεται ότι: «Καταργείται η «ειδική» άδεια για χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. [...]. Πέραν του στρεβλού τρόπου χορήγησής της, η συγκεκριμένη άδεια, αποτελεί και μία αναχρονιστική πρόβλεψη του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα η οποία δεν συνάδει με το σύγχρονο προφίλ της Δημόσιας Διοίκησης όπου οι χρήστες υπολογιστή αποτελούν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων και δεν αποτελεί ουσιαστικά κίνητρο γνώσης και χρήσης υπολογιστών. Παράλληλα με την εν λόγω πρόβλεψη εξοικονομείται σημαντικός αριθμός ανθρωποωρών και ενισχύεται η παραγωγικότητα στο δημόσιο τομέα.».

11. Επειδή, όπως περαιτέρω κρίθηκε με την ίδια ανωτέρω 540/2021 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως συνάγεται από τις παρατιθέμενες στην προηγούμενη σκέψη διατάξεις, σε συνδυασμό και με τις οικείες ως άνω αιτιολογικές εκθέσεις, πέραν της προβλεφθείσης από τον κυρωτικό ν. 1876/1990 αδείας ειδικώς για τους εργαζομένους στα Μηχανογραφικά Κέντρα, η κατά τον ανωτέρω δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα ειδική άδεια μιάς ημέρας ανά δίμηνο για χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή χορηγήθηκε μεν στους υπαλλήλους εν γένει του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ως κίνητρο γνώσης και χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, κατά το χρόνο, όμως, δημοσίευσης του ως άνω καταργητικού ν. 4210/2013, και μετά τη γενικευμένη, ήδη κατά το χρόνο εκείνο, χρήση υπολογιστή στα πλαίσια λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης, ο δικαιολογητικός λόγος της αδείας αυτής είχε πλέον εκλείψει. Αντιθέτως, η θεσπιζόμενη με τις ανωτέρω διατάξεις της Οδηγίας 90/270/ΕΟΚ και του π.δ. 398/1994 οργάνωση της δραστηριότητας των εργαζομένων κατά τρόπο ώστε να προβλέπεται υποχρεωτικά χρόνος απομάκρυνσης κάθε εργαζομένου από τη θέση του εργασίας με οθόνη οπτικής απεικόνισης, ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφάλειας και υγείας όλων αδιακρίτως των εργαζομένων, διαφέρει ως προς τη φύση και το σκοπό της από την προαναφερόμενη ανά δίμηνο άδεια (πρβλ. ΑΠ 1598/2012, πρβλ. και 31/2009 Ολομ.). Η διαφοροποίηση προκύπτει και από το γεγονός ότι, κατά το εν λόγω π.δ. 398/1994 (Παράρτημα I, άρθρο 4 παρ. 1), η συσσώρευση διαλειμμάτων, ως τρόπου διακοπής του φόρτου εργασίας ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης, αποκλείεται ρητώς, δηλαδή απαγορεύεται ο συνυπολογισμός τους, ώστε να αποτελέσουν χρονικά ημερήσια άδεια (πρβλ. ΑΠ 1598/2012). Κατ’ ακολουθία, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, με τις οποίες καταργήθηκε αφενός, ρητώς, η ειδική άδεια που χορηγείτο σε όλους τους υπαλλήλους που χειρίζονταν ηλεκτρονικό υπολογιστή και αφετέρου, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, και η προβλεφθείσα από τον κυρωτικό ν. 1876/1990 ως άνω άδεια, ουδόλως επηρεάζονται οι ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 398/1994, οι οποίες, ως εκ του σκοπού και του περιεχομένου τους, δεν ρυθμίζουν το ίδιο ζήτημα με αυτό των καταργηθεισών διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του Υπαλληλικού Κώδικα.

12. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η εκκαλούσα είναι μόνιμη υπάλληλος του εφεσίβλητου Νοσοκομείου και υπηρετούσε, καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, ενώπιον οθόνης ηλεκτρονικής καταγραφής και απεικόνισης (ηλεκτρονικού υπολογιστή), χωρίς να έχει μεριμνήσει το εφεσίβλητο να τηρεί τις προβλεπόμενες στο π.δ. 398/1994 διατάξεις περί ασφαλείας στην εργασία και προστασίας της υγείας των εργαζομένων, είτε χορηγώντας της το προβλεπόμενο διάλειμμα ανά δίωρο απασχόλησης, είτε απασχολώντας την σε καθήκοντα άνευ χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή ανά δίωρο απασχόλησης ενώπιον οθόνης. Με την από …… αγωγή, την οποία άσκησε από κοινού με άλλους συναδέλφους της, υποστήριξε ότι εξαιτίας της παράνομης μη χορήγησης διαλείμματος ανά δίωρο απασχόλησης από το εφεσίβλητο, εφόσον δεν απασχολήθηκε σε αλλότρια καθήκοντα, αλλά και της μη τήρησης των ελάχιστων προδιαγραφών ασφαλείας και υγείας που καθορίζονται στα άρθρα 3 έως και 10 του π.δ. 398/1994 (όπως υποβολή σε ιατρικές εξετάσεις, γραπτή εκτίμηση των κινδύνων από την απασχόληση αυτή, εκπαίδευση προς τους υπαλλήλους κλπ), υπέστη βλάβη η υγεία της, λόγω της συνεχούς έκθεσής της, ενώπιον της οθόνης του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ, εθίγη και το προστατευόμενο δικαίωμά της στη διασφάλιση συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας της, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3528/2007. Ειδικότερα, δε, προέβαλε ότι εξαιτίας της αποστέρησης των παραπάνω λειτουργικών διαλειμμάτων (συνολικά διάλειμμα 45 λεπτών ημερησίως, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 15.6.2011, ανερχομένου του νομίμου ωραρίου σε 7½ ώρες ημερησίως και 60 λεπτών ημερησίως, κατά το επόμενο χρονικό διάστημα από 16.6.2011 έως 30.11.2012, που ίσχυε πλέον ωράριο 8 ωρών ημερησίως), το εφεσίβλητο της οφείλει, για την υπηρεσία που προσέφερε σε χρόνο που έπρεπε να αναπαύεται, το αντίστοιχο ποσό κατώτατων αποδοχών που θα κατέβαλλε σε υπάλληλο της ίδιας κατηγορίας (ΠΕ) χωρίς προϋπηρεσία και άγαμο, για να απασχοληθεί κατά το χρόνο αυτό, ως αποζημίωση, κατά τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, επικουρικώς δε κατά τις διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ενόψει της κατά τα προεκτεθέντα επ’ ωφελεία του εφεσίβλητου συνεχούς, άνευ διαλειμμάτων, εργασίας της, ενώπιον οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, συνεπεία της παροχής της εργασίας της υπό συνθήκες έκθεσης της υγείας της σε κίνδυνο. Κατόπιν αυτών, ζήτησε να υποχρεωθεί το εφεσίβλητο να της καταβάλει το ποσό των 4.528,20 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται στο δικόγραφο της αγωγής, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 30.11.2012, ως αποζημίωση, καθώς και να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει το ποσό των 3.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προαναφερόμενη αιτία. Με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού ελήφθη υπόψιν ότι α) με τις διατάξεις του άρθρου 8 του π.δ. 398/1994, προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων, προς περιορισμό του φόρτου εργασίας τους ενώπιον των οθονών οπτικής απεικόνισης, η ανά δύο ώρες διακοπή της εργασίας αυτής, είτε με ανάθεση άλλης δραστηριότητας, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είτε με τη χορήγηση ολιγόλεπτου διαλείμματος, μέγιστης διάρκειας έως και 15 λεπτών ανά δίωρο, ενώ, ταυτόχρονα καθιερώθηκε και η υποχρέωση του εκάστοτε εργοδότη, αφού προβεί σε διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους ή/και τους εκπροσώπους τους, να σχεδιάσει τη δραστηριότητα τους, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται ο ως άνω νομοθετικός σκοπός και β) η εκκαλούσα εργαζόταν, καθ’ όλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, αποκλειστικά στο ωράριό της, ενώπιον οθόνης οπτικής καταγραφής και απεικόνισης, χωρίς να της χορηγείται ενδιαμέσως λειτουργικό διάλειμμα, εφόσον δεν απασχολείτο σε αλλότρια καθήκοντα, όπως τούτο συνομολογείται από το εφεσίβλητο, κρίθηκε ότι, καταρχάς, τα αρμόδια όργανα του εφεσίβλητου μη νομίμως παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τις ως άνω νομοθετικές επιταγές. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψιν ότι ανεξάρτητα από το εάν η ένδικη παροχή, λόγω της φύσης της, ήτοι η πρόβλεψη της ανά δίωρο διακοπής της ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης εργασίας, είτε με εναλλαγή δραστηριότητας, είτε με την παροχή ολιγόλεπτων διαλειμμάτων, είναι αποτιμητή σε χρήμα, πάντως, η επικαλούμενη ζημία, ήτοι η διακινδύνευση της υγείας της εκκαλούσας από την ως άνω παράνομη παράλειψη των οργάνων του εφεσίβλητου να συμμορφωθούν με την απορρέουσα εκ του νόμου εργοδοτική τους υποχρέωση, ως μη περιουσιακή ζημία, δεν συνδέεται συναφώς με την αιτούμενη αποζημίωση, υπολογιζόμενη στις κατώτατες αποδοχές που θα κατέβαλε το εφεσίβλητο σε υπάλληλο κατηγορίας της εκκαλούσας για την απασχόλησή του κατά το χρόνο της ανάπαυσής της, έκρινε ότι η αγωγή, κατ’ άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ, είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη, καθ’ ό μέρος ζητείται η επιδίκαση του ποσού των 4.528,20 ευρώ, για την προαναφερόμενη αιτία, ούτε δε μπορεί η αξίωση της εκκαλούσας να θεμελιωθεί, στην επικουρική βάση των άρθρων 904 επ. του ΑΚ. Τέλος, αφού διαπίστωσε ότι εξαιτίας της παράνομης παράλειψης των οργάνων του εφεσίβλητου να προβούν στη ρύθμιση του τρόπου διακοπής της αδιάλειπτης εργασίας της εκκαλούσας ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης και καταγραφής, κατά το αιτούμενο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 του π.δ. 398/1994, αυτή υπέστη ηθική βλάβη συνιστάμενη στην έκθεση της υγείας της σε κίνδυνο, εφόσον αναγκαζόταν να εργάζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του νομίμου ωραρίου της, υπό καθεστώς πίεσης, πνευματικής και σωματικής, με διαρκώς τεταμένη την προσοχή της ενώπιον ηλεκτρονικού υπολογιστή, ήτοι κατά κοινή πείρα υπό μη προσήκουσες συνθήκες υγείας στο χώρο της εργασίας της, κατά παραβίαση του προστατευόμενου και κατ’ άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3528/2007 συναφούς δικαιώματός της, προς αποκατάσταση της οποίας αναγνώρισε την υποχρέωση του εφεσίβλητου να της καταβάλει, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 500 ευρώ.

13. Επειδή, ήδη, με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα ζητά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης, ως εσφαλμένης, προβάλλοντας ότι το εφεσίβλητο ωφελήθηκε εκ της παροχής εργασίας από αυτήν για εκάστη ώρα μη χορηγηθέντος διαλείμματος και κατά το ποσό της ωφέλειάς του εζημιώθη η ίδια, καθώς απασχολήθηκε σε χρόνο διαλειμμάτων από την εργασία της, εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων του. Συνεπώς, κατά τον ίδιο ισχυρισμό η παράνομη μη χορήγηση των προβλεπόμενων διαλειμμάτων είναι ευθέως αποτιμητή σε χρήμα, συνιστάμενη στις κατώτατες αποδοχές που θα κατέβαλε η υπηρεσία της σε υπάλληλο της κατηγορίας της χωρίς προϋπηρεσία και άγαμο για να απασχοληθεί κατά το χρόνο των διαλειμμάτων αυτών. 

14. Επειδή, όπως δεν αμφισβητείται από το εφεσίβλητο νοσοκομείο, τα όργανα αυτού, ως εργοδότη, παρέλειψαν παντελώς, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, να συμμορφωθούν προς τις προβλεπόμενες από τις ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 398/1994 προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων. Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι τήρησαν την τασσόμενη υποχρέωση του εργοδότη να προβεί σε ανάλυση και να αξιολογήσει τις θέσεις εργασίας και, μετά από διαβουλεύσεις με τους εργαζομένους ή και τους εκπροσώπους τους, να προβεί στο σχεδιασμό της δραστηριότητας των εργαζομένων της κατηγορίας της εκκαλούσας, η οποία χρησιμοποιούσε επί καθημερινής βάσης πλήρως και αποκλειστικά οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή, με τρόπο ώστε να εναλλάσσεται ανά δίωρο και για διάστημα μέχρι 15 λεπτών η εργασία αυτής ενώπιον της οθόνης, ανάλογα με τις ειδικότερες συνθήκες απασχόλησής της, είτε με ανάθεση σε αυτή άλλης δραστηριότητας είτε με τη χορήγηση διαλείμματος. Επιπλέον, δεν προκύπτει ότι το εφεσίβλητο ενημέρωσε την εκκαλούσα για ενδεχόμενες βλάβες στην υγεία της, ούτε ότι μερίμνησε για τη διενέργεια προληπτικών εξετάσεων για τη διερεύνηση πιθανών επιπτώσεων των συγκεκριμένων συνθηκών εργασίας στην υγεία της. Για τη στοιχειοθετούμενη δε, καταρχήν, μη νόμιμη παράλειψη των οργάνων του εφεσίβλητου νοσοκομείου προς συμμόρφωση με τις ανωτέρω νομοθετικές επιταγές δεν ασκεί επιρροή εάν ούτε και η ίδια η εκκαλούσα δεν έθεσε υπόψη του εφεσιβλήτου τις επικίνδυνες για την υγεία ως άνω συνθήκες απασχόλησής της, ούτε εάν η μη τήρηση ειδικώς της εργοδοτικής υποχρέωσης προς διενέργεια των σχετικών διαβουλεύσεων με τους εργαζομένους ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικώς της αδράνειας των αρμόδιων οργάνων του εφεσιβλήτου, ή αν ούτε και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ή οι εκπρόσωποί τους δεν προέβησαν σε ενεργοποίηση της υποχρέωσης αυτής με την υποβολή σχετικού αιτήματος προς το εφεσίβλητο. Εξάλλου, εκ του γεγονότος ότι, κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις του π.δ. 398/1994, ο εργοδότης υποχρεούται να οργανώνει ολιγόλεπτες διακοπές της ημερήσιας εργασίας ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης, οι οποίες μπορούν να συνίστανται, πρωτίστως, σε ενδιάμεσες αλλαγές της δραστηριότητας του εργαζομένου και, δευτερευόντως, σε διαλείμματα εργασίας, προκύπτει ότι ο χρόνος αυτός ολιγόλεπτων διακοπών αποτελεί χρόνο εργασίας, εντός του νόμιμου ωραρίου του εργαζομένου, και όχι χρόνο ανάπαυσης αυτού, επιπλέον του ωραρίου απασχόλησής του, για τον οποίο ο εργαζόμενος, εφόσον μη νομίμως δεν του έχει χορηγηθεί ολιγόλεπτο διάλειμμα εργασίας, θα εδικαιούτο πρόσθετης αμοιβής. Με τα δεδομένα αυτά, η προβαλλόμενη διακινδύνευση της υγείας της εκκαλούσας από την ως άνω παράνομη παράλειψη των οργάνων του εφεσιβλήτου να συμμορφωθούν προς τις απορρέουσες από το π.δ. 398/1994 εργοδοτικές υποχρεώσεις τους, δεν συνδέεται, πάντως, αιτιωδώς με τη διεκδικούμενη αποζημίωση, συνιστάμενη, κατά την εκκαλούσα, στις κατώτατες αποδοχές που θα κατέβαλλε το εφεσίβλητο σε υπάλληλο της αυτής κατηγορίας για την απασχόλησή του ενώπιον της οθόνης εργασίας κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων της εκκαλούσας (ΣτΕ 540/2021). Συνεπώς, ορθώς κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση ότι η ανωτέρω αγωγή, καθό μέρος ζητείτο με αυτή η αναγνώριση της υποχρέωσης καταβολής, ως αποζημίωσης, με το ανωτέρω σκεπτικό, αποδοχών ποσού 4.528,20 ευρώ για την προαναφερόμενη αιτία, ήταν σε κάθε περίπτωση απορριπτέα ως αβάσιμη και κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ και κατά την επικουρική βάση της, του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Πρέπει δε, κατόπιν αυτού, ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου λόγος της εκκαλούσας.

15. Επειδή, περαιτέρω, η εκκαλούσα προβάλλει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να προσδιορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης αυτής στο αιτηθέν με την αγωγή ποσό (3.000 ευρώ) και όχι στο επιδικασθέν ποσό των 500 ευρώ. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των διατάξεων που παρατέθηκαν και ερμηνεύτηκαν το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη : 1) ότι η προκύπτουσα, κατά τα ανωτέρω, παράνομη παράλειψη των οργάνων του εφεσιβλήτου αφενός να προβούν στη ρύθμιση του τρόπου διακοπής της αδιάλειπτης εργασίας ενώπιον οθόνης οπτικής απεικόνισης και αφετέρου να λάβουν το σύνολο των λοιπών προβλεπόμενων στο π.δ. 398/1994 προστατευτικών μέτρων, συνεπάγεται, καταρχάς, την ηθική βλάβη της εκκαλούσας, η οποία κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα εργαζόταν πλήρως και αποκλειστικά ενώπιον οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή, συνισταμένη στην έκθεση της υγείας της σε κίνδυνο και 2) το είδος της προσβολής και την αποκλειστική υπαιτιότητα των οργάνων του εφεσίβλητου νοσοκομείου, κρίνει ότι η εκκαλούσα δικαιούται να λάβει από το εφεσίβλητο νοσοκομείο το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της παράνομης μη τήρησης εκ μέρους του εφεσίβλητου νοσοκομείου των προβλεπόμενων στο π.δ. 398/1994 ελάχιστων προδιαγραφών ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης, και, ειδικότερα, για την παράνομη παράλειψη χορήγησης του προβλεπόμενου στο εν λόγω προεδρικό διάταγμα (άρθρα 8 και 11) ολιγόλεπτου διαλείμματος ανά δίωρο απασχόλησης ενώπιον οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επομένως, ορθά με την εκκαλούμενη απόφαση αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εφεσίβλητου νοσοκομείου να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των 500 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο, πρέπει δε ν' απορριφθεί ως αβάσιμος ο αντίθετος λόγος έφεσης.

16. Επειδή, τέλος, με το από ….. υπόμνημα η εκκαλούσα προβάλλει ότι, όσον αφορά στο ύψος του επιβαλλόμενου επιτοκίου, έχει εφαρμογή το άρθρο 7 παρ.2 του ν.δ/τος 496/1974 που ορίζει επιτόκιο 6%. Ο λόγος, όμως, αυτός, ανεξαρτήτως εάν προβάλλεται παραδεκτώς το πρώτον με το υπόμνημα, είναι απορριπτέος προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου νοσοκομείου να καταβάλει στην εκκαλούσα ποσό 500 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στις ….., η απόφαση αυτή δεν περιλαμβάνει σκέψη όσον αφορά στο ύψος του επιβαλλόμενου επιτοκίου.

17. Επειδή, κατόπιν αυτών, πρέπει η κρινόμενη έφεση ν' απορριφθεί, να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.) και εκτιμώντας τις περιστάσεις ν' απαλλαγεί η εκκαλούσα από τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 275 παρ.1 εδαφ.ε' του Κ.Δ.Δ.).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την έφεση.

Διατάζει την κατάπτωση του παραβόλου.

Απαλλάσσει την εκκαλούσα από τα δικαστικά έξοδα.

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 17-6-2024.

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ 

ΑΘΗΝΑ ΚΟΥΝΙΝΙΩΤΗ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΚΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ