ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ

ΑΡΙΘΜΟΣ 2/2021

 

Συγκροτήθηκε από την Γεωργία Μπουντουβή, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου με την υπ’ αριθμ. 64/2020 πράξη της, και τη Γραμματέα Δέσποινα Μπαλτζάκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 7η Δεκεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Κ. Π. του Γ., κατοίκου Αθηνών, επί της οδού .... αρ...., με ΑΦΜ ....., ΔΟΥ IB’ Αθηνών, ο οποίος κατέθεσε τις προτάσεις του που υπογράφονται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καλληδώνη (AM ΔΣΑ .....) στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου την 6-9-2019, ήτοι εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, και δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Γ. Π. του Η., κατοίκου ... Αττικής, επί της οδού ...., αρ. ...., και επαγγελματική έδρα στον Πειραιά, επί της οδού .... αρ. ..., με ΑΦΜ ...., θ οποίος κατέθεσε τις προτάσεις του που υπογράφονται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Δούλφη (AM ΔΣΑ ....) στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου την 22-7-2019 ήτοι εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, και δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 13-2-2019 και με αριθμό κατάθεσης .../.../2019 αγωγή του που προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης με πράξη της Διευθύνουσας το παρόν Δικαστήριο και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ζ’ ΚΠολΔ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 ΑΚ και 216 § 1 ΚΠολΔ, ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης δανείου, τα οποία πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής απόδοσής του, για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό τη χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωσή τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί απόδοσης άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας. Για το ορισμένο της αγωγής απόδοσης του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτή εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ενώ άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του, δεν είναι αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής αυτής (ΑΠ 663/2010, ΑΠ 889/2010, ΕφΘες 2264/2019 ΤΝΠ Νόμος). Ο γενικότερος σκοπός της χρησιμοποίησης του δανείσματος από το δανειολήπτη δεν πρέπει να συγχέεται με τον ειδικότερο τρόπο χρησιμοποίησής του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση , ο οποίος δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης δανείου (ΣΕρμΑΚ Απ. Γεωργιάδη τομ I Αθήνα 2010 υπό άρθρο 806 αρ.9)· Άλλωστε, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Ειδική περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος αποτελεί η αποδυνάμωση του δικαιώματος. Απαιτείται η συνδρομή αδράνειας του δικαιούχου, εξακολούθηση αυτής για μακρό χρόνο και άλλων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων όπως γνώση του δικαιούχου της νέας κατάστασης, σύμπραξης στην κατάσταση αυτή και απραξία όχι από εύλογη αιτία. Η ανωτέρω κατάσταση εξετάζεται σε συνδυασμό με την υποκειμενική θέση του υποχρέου απέναντι σε αυτή, όπως η δημιουργία, ευλόγως, πεποίθησης για την ανυπαρξία δικαιώματος άλλου ή την παραίτησή του από αυτό, και τις επαχθείς συνέπειες που συνεπάγεται η ανατροπή της κατάστασης γι’ αυτό. Στη περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου δεν αρκεί, κατ' αρχήν, μόνο η για μακρό χρόνο μη άσκηση του δικαιώματος, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει συμπεριφορά, η οποία να δημιουργεί εύλογη την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει πλέον ο δικαιούχος το δικαίωμά του (ΑΠ 156/2007 ΕλλΔνη 38.1547, Βαθρακοκοίλης, ΕρΝομΑΚ, 2001, άρθρο 281, αριθ. 8, 13 α). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ., με την οποία θεσπίζεται η ελευθερία κατάρτισης οποιοσδήποτε περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη, σαφώς προκύπτει ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζεται κάποιο χρέος από ορισμένη αιτία. Ακολούθως από τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1α του κώδικα Τελών χαρτοσήμου (Π.δ/μα 28.7.1931) εις το κατά την παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου 12 τέλους (3% επί της αξίας της σύμβασης) υπόκειται κάθε σύμβαση οιουδήποτε αντικειμένου ή κάθε εξόφληση συμβάσεως η σχετική προς την σύμβαση απόδειξη, εφόσον καταρτίζονται είτε δια δημοσίου εγγράφου είτε δι' ιδιωτικού. Κατά το εδάφιο γ' της ιδίας ως άνω παραγράφου του αυτού άρθρου, επί οιασδήποτε σχέσεως από την οποία απορρέει απαίτηση για την οποία δεν κατεβλήθη το κατά το άρθρο 12 τέλος, αν εκδοθεί απόφαση επιδικάζουσα ποσό το τέλος αυτό καταβάλλεται υποχρεωτικώς προ της εκδόσεως του εκτελεστού απογράφου και υπολογίζεται επί του κεφαλαίου και των τόκων μέχρι της ημέρας της εκδόσεως του απογράφου. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι κατά την έκδοση του απογράφου καταβάλλονται τέλη τα οποία είναι αναλογικά, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το απόγραφο αφορά απαίτηση υποκείμενη κατά την ισχύουσα νομοθεσία σε αναλογικό τέλος και υπό την προϋπόθεση ότι κατά την κατάρτιση της εν λόγω εννόμου σχέσεως δεν κατεβλήθησαν τα σχετικά τέλη. Σε καμία δε περίπτωση δεν δύναται να καταστεί άκυρη η σύμβαση η οποία υπόκειται κατά τα ανωτέρω σε αναλογικό τέλος, για μόνο το λόγο ότι δεν κατεβλήθη το αναλογικό τέλος κατά την κατάρτιση της (ΕφΠατρ 894/2004 ΤΝΠ Νόμος).

Με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει του από 5-12-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού χορήγησε στον εναγόμενο σε μετρητά έντοκο δάνειο ποσού 10.000,00 ευρώ με επιτόκιο 3% και τη συμφωνία να αποπληρωθεί σταδιακά από τον εναγόμενο σε τρεις δόσεις και ειδικότερα ποσό 3.633,33 ευρώ το Δεκέμβριο του 2013, ποσό 3.533,33 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2014 και ποσό 3.433,33 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2015, ήτοι συνολικά ποσό 10.600,00 ευρώ, το οποίο ωστόσο παραμένει ανεξόφλητο παρά τις παρέλευση των ανωτέρω ταχθεισών ημερομηνιών καταβολής και το οποίο ζητεί ο ενάγων να του καταβάλει ο εναγόμενος με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε συμφωνημένη δόση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως με το νόμιμο τόκο επιδικίας άλλως υπερημερίας από την επομένη της κοινοποίησης της ένδικης αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 1 εδ. α' και 22 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ο εναγόμενος κατοικεί επί της οδού .... αρ. ....στη .... Αττικής που εμπίπτει στη δωσιδικία του παρόντος Δικαστηρίου, όπως άλλωστε προκύπτει από την υπ’αριθμ. ...../2019 έκθεση επίδοσης της ένδικης αγωγής του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Π. Κ. όπου διαπιστώνεται ότι ευρέθη ο εναγόμενος στην ως άνω οικία του, ενώ οι δωσιδικίες της επαγγελματικής έδρας του εναγομένου (άρθρο 23 παρ.2 ΚΠολΔ, ή του τόπου σύναψης του επίδικου δανείου (άρθρο 33 ΚΠολΔ) είναι συντρέχουσες, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 806 επ., 341, 345, 346 ΑΚ σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθόσον στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ότι ο ενάγων παρέδωσε χρηματικό ποσό ως προσωπικό δάνειο στον εναγόμενο που υπέγραψε ότι παρέλαβε με τη συμφωνία για αποπληρωμή του σε τρεις ορισθείσες δόσεις, γεγονός που ομολογεί στις προτάσεις του ο εναγόμενος (σελ. 8), επομένως, δεδομένου ότι καταβλήθηκε και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. ..... ηλεκτρονικό παράβολο), η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από τα έγγραφα που οι διάδικοι μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 5-12-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού ο ενάγων χορήγησε στον εναγόμενο έντοκο δάνειο ποσού 10.000,00 ευρώ με επιτόκιο 3% και τη συμφωνία να αποπληρωθεί σταδιακά από τον εναγόμενο σε τρεις δόσεις και ειδικότερα ποσό 3.633,33 ευρώ το Δεκέμβριο του 2013, ποσό 3-533,33 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2014 και ποσό 3.433,33 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2015, ήτοι συνολικά ποσό 10.600,00 ευρώ. Όπως συνομολογούν οι διάδικοι το δάνεισμα παραδόθηκε στον εναγόμενο με την εγχείριση της υπ’αριθ. ..... επιταγής της τράπεζας... A.Ε., με ημερομηνία έκδοσης την 5-12-2012, τόπο έκδοσης την Αθήνα, ποσού 10.000,00 ευρώ συρομένου από τον υπ’αριθμ. ..... λογαριασμό του ενάγοντος στην ως άνω τράπεζα και εις διαταγήν «εμού του ίδιου», η οποία οπισθογραφήθηκε από τον τελευταίο και εμφανίστηκε από τον εναγόμενο κομιστή τα στοιχεία του οποίου αποτυπώνονται όπισθεν της επίδικης επιταγής. Πλην όμως ο εναγόμενος ουδέποτε επέστρεψε το ως άνω ποσό στον ενάγοντα, ο οποίος αφού παρήλθαν άπρακτες οι ταχθείσες ημερομηνίες αποπληρωμής του που αναγράφονταν στο ανωτέρω συμφωνητικό και κατόπιν εύλογης αναμονής για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αντιδίκου, άσκησε την ένδικη αγωγή αξιώνοντας την επιστροφή του αφού προηγουμένως τον είχε οχλήσει προφορικά αλλά και με ηλεκτρονικά μηνύματα για το σκοπό αυτό, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τα όσα αναφέρει ο εναγόμενος περί αδράνειας του ενάγοντος που έθεσε ζήτημα επιστροφής του εν λόγω δανείου περί τα τέλη του έτους 2018, ενόψει και της ανοχής που επέδειξε δικαιολογημένα ο ενάγων λόγω της συγγενικής του σχέσης με τον εναγόμενο (θείος ανηψιός), δεν συνιστούν περιστατικά που σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας καθιστούν την άσκηση του δικαιώματος του καταχρηστική. Και τούτο διότι εκτός του ότι δεν παρήλθε μακρό χρονικό διάστημα αδράνειας εκ μέρους του ενάγοντος, δεδομένου ότι όπως αμφότεροι οι διάδικοι συνομολογούν ότι οι συναλλαγές μεταξύ τους έπαυσαν τα τέλη του 2018 οπότε διεκόπη η επαγγελματική τους συνεργασία και ανέκυψε ανάγκη εκκαθάρισης των οικονομικών εκκρεμοτήτων τους, ο ενάγων ουδέποτε παραιτήθηκε ρητά ή σιωπηρά από την άσκηση του ένδικου δικαιώματος του να ασκήσει τη νόμιμη αξίωσή του να του επιστραφεί το δάνεισμα που είχε χορηγήσει, ούτε η συμπεριφορά του δημιούργησε στον εναγόμενο την εντύπωση ότι το εν λόγω δικαίωμα αποδυναμώθηκε ώστε η άσκησή του να συνιστά ανατροπή μίας παγιωμένης κατάστασης και να αντιβαίνει στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του. Ως εκ τούτου η προβληθείσα από τον εναγόμενο ένταση περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος του ενάγοντος κρίνεται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Ομοίως ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η επίδικη αξίωση του ενάγοντος έχει αποσβεσθεί λόγω συμψηφισμού της με αξιώσεις που διατηρεί ο εναγόμενος ως αμοιβή από παροχή λογιστικών-συμβουλευτικών υπηρεσιών στον ενάγοντα από την αρχή του έτους 2012 έως την 31-12-2013 στις εταιρείες με την επωνυμία «......» και «...... CO» ουδόλως αποδείχθηκε, καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει η σχετική συμφωνία συμψηφισμού μεταξύ των διαδίκων, με συνέπεια να τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ ούτε η αμοιβή που ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι δικαιούται για τις υπηρεσίες του αποδείχθηκε από σχετικά παραστατικά ή αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε, οι οποίες δεν προσκομίστηκαν. Περαιτέρω το αίτημα του εναγομένου περί αναβολής της παρούσας δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπ’αρθμ. κατάθεσης ..../..../2019 αγωγής του εναγομένου κατά του ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) προβάλλεται αλυσιτελώς, καθόσον ο εναγόμενος δυνάμει της από 23-9-2019 και με αριθμό κατάθεσης ..../.../2019 δήλωσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα αυθημερόν (βλ. επισημείωση έμπροσθεν του επιδοθέντος αντιγράφου της δικαστικής επιμελήτριας κ. Κ.) παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ως άνω αγωγής, η οποία πλέον δεν εκκρεμεί προς εκδίκαση. Το γεγονός δε αυτό νομίμως και παραδεκτός κατ’ άρθρο 232 παρ.1 ΚΠολΔ γνωστοποιήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας κατάθεσης των προτάσεων και της προσθήκης και το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας της υπό κρίση υπόθεσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 237 παρ.2 ΚΠολΔ κατόπιν του από 25-11-2020 αιτήματος του ενάγοντος προς τον Ειρηνοδίκη υπηρεσίας του παρόντος Δικαστηρίου να διατάξει κατ’ άρθρο 232 παρ. 1 γ) ΚΠολΔ την προσαγωγή του σχετικού επιδοθέντος αντιγράφου της δήλωσης παραίτησης από το εν λόγω δικόγραφο που έγινε δεκτό και περιέχεται στο φάκελο της υπό κρίση δικογραφίας. Τέλος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω νομική σκέψη της παρούσας το γεγονός ότι κατά την κατάρτιση του επίδικου δανείου δεν προβλέφθηκε η καταβολή χαρτοσήμου 3% δεν καθιστά τη συναφθείσα σύμβαση άκυρη, απορριπτομένου επομένως και του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου ως νόμω αβασίμου. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.000,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο (υπερημερίας) από τότε που κάθε συμφωνημένη δόση από όσες αναφέρονται στο από 5-12-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ήτοι από την 1-1-2014 για την πρώτη δόση ύψους 3.633,33 ευρώ, από την 1-1-2015 για τη δεύτερη δόση ύψους 3.533,33 ευρώ και από την 1-1-2016 για την τρίτη δόση ύψους 3.433,33 ευρώ μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου που ηττήθηκε (άρθρα 176 και 191 αριθ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την κρινόμενη αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο για τις αναφερόμενες στο ως άνω σκεπτικό της παρούσας αιτίες να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (10.000,00 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε συμφωνημένη δόση από όσες αναφέρονται στο από 5-12-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, ήτοι από την 1-1-20-14 για την πρώτη δόση ύψους 3.633,33 ευρώ, από την 1-12015 για τη δεύτερη δόση ύψους 3.533,33 ευρώ και από την 1-1-2016 για την τρίτη δόση ύψους 3.433,33 ευρώ και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (35°) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Μαρούσι, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων, την 11η Ιανουαρίου του έτους 2021.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

[ ΠΗΓΗ : κος Ν. Καλληδώνης , Δικηγόρος Αθηνών ]