ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 2165/2020

 

Πρόεδρος: Χαράλαμπος Σεβαστίδης (Πρόεδρος Πλημμελειοδικών)

Δικαστής: Χρυσούλα Γκούμα (Πλημμελειοδίκης)

Δικαστής: Ε. Αγγελίδης (Πλημμελειοδίκης)

Εισαγγελεύς: Στυλιανή Γιαϊλόγλου (Εισαγγελεύς Πλημμελειοδικών)

 

[…] Από τις διατάξεις των άρ. 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντ. προκύπτει η δέσμευση του νομοθέτη, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην προβαίνει σε ανόμοια αντιμετώπιση τους, εισάγοντας εξαιρέσεις, και διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (για την καθιέρωση και λειτουργία της αναλογικής ισότητας βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1/2012 Νόμος, ΑΕΔ 4/2007 Νόμος, ΑΕΔ 3/2007 Νόμος). Ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας συνιστά η ισότητα των διαδίκων, που επιβάλλει την ίση μεταχείρισή τους σε σχέση με τους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, που αναγνωρίζεται στο άρ. 20 παρ. 1 Συντ.

Έτσι, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας όταν ο κοινός νομοθέτης μεταχειρίζεται, αυθαίρετα και χωρίς τη συνδρομή σοβαρού λόγου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, ορισμένους πολίτες ή μία ορισμένη κατηγορία πολιτών ευνοϊκότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες (βλ. έτσι ενδεικτικά και ΣυμβΑΠ 315/1998 ΠοινΧρ 1996, 1669 = ΝοΒ 1997, 96). Αυτό για παράδειγμα συμβαίνει όταν εξαλείφεται το αξιόποινο (ιδίως σοβαρών κακουργηματικών πράξεων) μόνο για μία κατηγορία πολιτών ή όταν καθίσταται στην πράξη αδύνατη η δίωξη ή η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας μόνο για ορισμένη κατηγορία πολιτών. Παράλληλα, αντισυνταγματική, ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας, πρέπει να θεωρείται και η διάταξη που δυσχεραίνει τη δικονομική θέση του παθόντος από ορισμένο έγκλημα και συγκεκριμένα όταν στην πράξη για ορισμένη κατηγορία παθόντων σε αντίθεση με την εν γένει ισχύουσα ρύθμιση καθίσταται αδύνατη η κίνηση της ποινικής δίωξης ή η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας λόγω νομοθετικής πρόβλεψης προϋπόθεσης, η οποία στην πράξη είναι αδύνατον, ή πολύ δύσκολο, να συντρέξει, με αποτέλεσμα να μην μπορεί ο παθών από το έγκλημα να πετύχει αποτελεσματική δικαστική προστασία.

Σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ισότητας και του δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας, πρέπει να παραμερίσει την αντισυνταγματική διάταξη, που εισάγει αδικαιολόγητα ευνοϊκότερη μεταχείριση για μία μόνο κατηγορία πολιτών ή που καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή τη δικονομική θέση του παθόντος από το έγκλημα και στη συνέχεια να αντιμετωπίσει την υπόθεση με βάση τις ισχύουσες για κάθε άλλη περίπτωση και κάθε άλλο πολίτη διατάξεις. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση του πιο πάνω ζητήματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσκρούσει στις διατάξεις των άρ. 7 παρ. 1 Συντ. και 15 ΔΣΑΠΔ, που αφενός απαγορεύουν την αναδρομική εφαρμογή αυστηρότερου ουσιαστικού ποινικού νόμου αφετέρου επιβάλλουν την εφαρμογή του ευμενέστερου για τον κατηγορούμενο νόμου, καθώς οι διατάξεις αυτές προϋποθέτουν αυτονόητα το ισχυρό και σύμφωνο με το Σύνταγμα δύο ή περισσότερων νόμων· όταν η ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο διάταξη είναι ανεφάρμοστη (π.χ. λόγω αντισυνταγματικότητάς της) τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να μην την παραμερίσουν.

II. Με τις διατάξεις του άρ. 26 του Συντ. εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών και ορίζεται ότι: «1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Περαιτέρω, κατά το άρ. 47 παρ. 3 και 4 του Συντ. «3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο». Με τις διατάξεις αυτές καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνηστίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης, την οποία αφορά και ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέστηκε. Με την αμνηστία ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γι’ αυτό η αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ένα από τα αποτελέσματα της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση. Με την αμνηστία παρέχεται νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών. Συνεπώς, με βάση τα προαναφερόμενα μπορεί να λεχθεί ότι αμνηστία αποτελεί η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της δίωξής τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την εξαφάνιση τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων, χωρίς να επηρεάζεται, η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθεαυτών (βλ. έτσι ενδεικτικά ΟλΑΠ 3/2016 ΠοινΧρ 2016, 734, Αρμ. 2016, 1930, ΟλΑΠ 11/2001 ΠοινΧρ 2001, 792, ΕλλΔνη 2001, 1451, ΝοΒ 2002, 168.

Από τα προαναφερόμενα γίνεται σαφές ότι η αμνηστία αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο είτε ατομικό είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματα τους, αφαιρώντας, την επ’ αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Για τους λόγους αυτούς η αμνηστία είναι ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών και απαγορεύεται για τα κοινά εγκλήματα, ενώ η κατ’ άρ. 47 παρ. 3 του Συντάγματος επιτρεπόμενη αμνηστία περιορίζεται μόνο στα πολιτικά εγκλήματα. Εξάλλου, κατά την απολύτως κρατούσα στη νομολογία αντικειμενική θεωρία, πολιτικό έγκλημα είναι εκείνο που απευθύνεται αμέσως κατά της πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της νόμιμης κατά το πολίτευμα της κοινωνικοοικονομικής τάξης, ενώ κάθε άλλο έγκλημα που δεν έχει τον χαρακτήρα αυτόν δεν υπάγεται στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος, έστω και αν τελέστηκε από τον δράστη με αφορμή τα πολιτικά του φρονήματα ή αρχές ή προς τον σκοπό τέτοιων επιδιώξεων (βλ. ενδεικτικά ΣυμβΑΠ 140/2017 Νόμος, ΣυμβΑΠ 1289/2016 Νόμος, ΣυμβΑΠ 920/2016 Νόμος, ΣυμβΑΠ 1593/2007 ΕλλΔνη 2007, 1580, ΣυμβΑΠ 1137/1998, ΠοινΧρ 1999, 655, ΣυμβΑΠ 1576/1995 ΠοινΧρ 1996, 914, ΑΠ 362/1995 ΠοινΧρ 1995, 736, Υπερ. 1996, 487, ΝοΒ 1996, 83, ΣυμβΑΠ 820/1989, ΠοινΧρ 1990, 183, ΑΠ 1260/1987 ΠοινΧρ 1988, 73, ΕλλΔνη 1988, 804, ΝοΒ 1987, 1452, ΑΠ 890/1976 ΠοινΧρ 1977, 319, ΑΠ 424/1965 ΠοινΧρ 1966, 92, ΤριμΕφΑθ 699,780,809,3244/2003 ΠοινΧρ 2004, 993, Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό δίκαιο – Επιτομή Γενικού Μέρους, ζ΄ έκδ. 2005, παρ. 534, σελ. 313-314).

Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης ή τον τρόπο που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης για τη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου (βλ. ενδεικτικά ΟλΑΠ 3/2016, ό.π.).

Είναι προφανές από τα προαναφερόμενα ότι η πραγματική νομική φύση του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου μπορεί να προκύψει από περισσότερες διατάξεις και γι’ αυτό ο δικαστικός έλεγχος για τυχόν υποκρυπτόμενη («συγκεκαλυμμένη») αμνηστία πρέπει να επεκτείνεται στο σύνολο της νομοθεσίας, αφού ο απαγορευμένος σκοπός αμνήστευσης κοινού εγκλήματος μπορεί να επιτυγχάνεται με τον συνδυασμό περισσότερων νομοθετικών διατάξεων.

III. Το έγκλημα της απιστίας προβλέπεται σήμερα στο άρ. 390 του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) και ειδικότερα στην παρ. 1 αυτού προβλέπεται τόσο η πλημμεληματική μορφή απιστίας (εδ. α΄) όσο και η κακουργηματική της μορφή (εδ. β΄), ενώ στην παρ. 2 ρυθμίζεται ειδικότερα η απιστία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, όταν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. Για το έγκλημα αυτό η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή Σύνταξης του νέου ΠΚ πρότεινε στο Σχέδιο που δόθηκε σε διαβούλευση στις 6.3.2019, την κατ’ έγκληση δίωξή του, «λόγω του ατομικού χαρακτήρα των πληττομένων εννόμων αγαθών» (κατά τις παραδοχές της Αιτιολογικής Έκθεσης του νέου ΠΚ). Ωστόσο, μετά από τις έντονες επιφυλάξεις, που διατυπώθηκαν κατά τη διαβούλευση του Σχεδίου νέου Ποινικού Κώδικα, «σε σχέση με το ενδεχόμενο καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως για την πράξη αυτή, ιδίως σε επιχειρηματικούς φορείς μεγάλου μεγέθους εκ μέρους των οργάνων της διοίκησης των ιδίων» (βλ. έτσι επί λέξει και την Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ), η Νομοπαρασκευαστική αυτή Επιτροπή στο τελικό Σχέδιο, που κατέθεσε και το οποίο τελικά ψηφίστηκε ως νέος Ποινικός Κώδικας με τον Ν. 4619/2019, προέβη σε διορθωτικές αλλαγές και ειδικότερα επέλεξε να καθιερώσει την κατ’ έγκληση δίωξη του εγκλήματος αυτού μόνο στην πλημμεληματική του μορφή, ήτοι μόνο στην περίπτωση του άρ. 390 παρ. 1 εδ. α΄ ΠΚ (βλ. έτσι την πρόβλεψη του άρ. 405 παρ. 1 νέου ΠΚ, πριν την τροποποίηση του με το άρ. 12 παρ. 3 Ν. 4637/2019).

Ακολούθως, στις 14.10.2019 το Υπουργείο Δικαιοσύνης έθεσε σε δημόσια διαβούλευση Σχέδιο Νόμου για την τροποποίηση διατάξεων των νέων ποινικών κωδίκων (ΠΚ και ΚΠΔ). Μεταξύ των προτεινόμενων τροποποιήσεων ήταν (με το άρ. 5 παρ. 2 του Σχεδίου Νόμου) η προσθήκη νέου εδ. γ΄ στην παρ. 1 του άρ. 390 ΠΚ, που θα προέβλεπε ότι «αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος η δίωξη ασκείται μόνο κατ’ έγκληση». Η Αιτιολογική Έκθεση του Σχεδίου Νόμου για την δικαιολόγηση της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας διατύπωσε τη θέση ότι με την προτεινόμενη αυτή διάταξη «ενισχύεται ουσιωδώς το νομικό πλαίσιο, ώστε να προστατεύεται η ελευθερία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα της δημοκρατικής λειτουργίας της εκτελεστικής εξουσίας στην άμεση και καθημερινή οικονομική δραστηριότητα του». Τελικά, το Σχέδιο αυτό Νόμου ψηφίστηκε από την Βουλή και έτσι ο νέος Ν. 4637/2019, τροποποίησε την παρ. 1 του άρ. 405 ΠΚ ορίζοντας πλέον στο εδ. β΄ ότι «για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση». Παρατηρείται εδώ μόνο ότι τελικά ο Ν. 4637/2019 επέλεξε, προφανώς για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας, να ρυθμίσει το ζήτημα της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζών στο άρ. 405 ΠΚ και όχι στο άρ. 390 ΠΚ· κατά τα λοιπά η διάταξη που τελικά ψηφίστηκε ήταν ίδια (κατά το ρυθμιστικό της πεδίο και κατά τα αποτελέσματα της) με εκείνη που προτάθηκε στο προαναφερόμενο Σχέδιο Νόμου και συνεπώς ισχύουν και γι’ αυτήν την νομοθετική επιλογή οι ίδιοι λόγοι που μνημονεύτηκαν στην Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω Σχεδίου Νόμου (εφεξής η αναφορά σε έγκλημα που στρέφεται κατά τράπεζας ή πιστωτικού ιδρύματος αφορά και τα στρεφόμενα κατά χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα εγκλήματα).

Η Αιτιολογική Έκθεση του ως άνω Σχεδίου Νόμου (που αποτέλεσε στη συνέχεια το κείμενο του Ν. 4637/2019), αν και δεν χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, φαίνεται να επικαλείται ως δικαιολογητικό λόγο της πιο πάνω νομοθετικής μεταβολής την διευκόλυνση των τραπεζικών στελεχών στη ρύθμιση και στη διαγραφή των λεγόμενων «κόκκινων δανείων», κατ’ εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας και των σχετικών αποφάσεων και κανονιστικών πράξεων των αρμόδιων αρχών και συγκεκριμένα φαίνεται να έχει στόχο την αποδέσμευση των τραπεζικών στελεχών από τον κίνδυνο ποινικής ευθύνης για ρύθμιση και διαγραφή των δανείων αυτών, εφόσον τηρούν την προβλεπόμενη νομοθεσία. Αυτό, εξάλλου, προκύπτει και από τις διευκρινίσεις που έδωσε ο Υπουργός της Δικαιοσύνης στις 6.11.2019 στη Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, πριν την ψήφιση του νόμου αυτού, αναφέροντας ότι στόχος της καθιέρωσης της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας στις Τράπεζες είναι «οι τραπεζίτες να καταφέρνουν να διαγράψουν δάνεια και να διαχειριστούν κόκκινα δάνεια…, διότι πρέπει να μην επικρέμεται η δαμόκλειος σπάθη της ποινικοποίησης της όποιας απόφασης του τραπεζικού συστήματος» και τις οποίες επανέλαβε και στην Ολομέλεια της Βουλής κατά την ημέρα ψήφισης του Νομοσχεδίου εκείνου.

Ωστόσο, η επιλογή της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζών δεν φαίνεται να συνιστά αναγκαίο, αλλά ούτε και αποτελεσματικό μέτρο προς επίτευξη του σκοπού αυτού. Ειδικότερα, το άρ. 78 Ν. 4146/2013 ορίζει ότι «δεν συνιστά απιστία, κατά την έννοια των άρθρων 256 και 390 του Ποινικού Κώδικα, για τον Πρόεδρο, τα μέλη του ΔΣ και τα στελέχη των Τραπεζών, η σύναψη δανείων πάσης φύσεως με νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, του ευρύτερου δημοσίου τομέα, όπως αυτό οριοθετείται κατά νόμο, καθώς και η εν γένει παροχή πιστώσεων σε αυτά, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) υφίστανται αποφάσεις των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων κάθε τράπεζας και β) τηρήθηκαν, κατά τη χορήγησή τους, οι σχετικές κανονιστικές πράξεις της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔΤΕ)», ενώ το άρ. 65 παρ. 3 Ν. 4472/2017 ορίζει ότι «3. όσοι από το νόμο ή από δικαιοπραξία έχουν την επιμέλεια ή τη με οποιονδήποτε τρόπο διαχείριση περιουσίας πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) δεν υπέχουν ποινική και αστική ευθύνη για πράξεις ή παραλείψεις τις οποίες τελούν για την εξυπηρέτηση της αναδιάρθρωσης ή διαγραφής δανείων, οφειλών ή χρεών, κατά τα οριζόμενα στον Πτωχευτικό Κώδικα ή στο ν. 4469/2017 ή στο ν. 3869/2010 ή στο πλαίσιο της ειδικής εκκαθάρισης των άρθρων 145 επ. του ν. 4261/2014 ή στα άρθρα 2 και 3 του ν. 4354/2015, εφόσον αυτές είναι σύμφωνες με τους προβλεπόμενους στους ανωτέρω νόμους, και τις σχετικές εγκυκλίους, κανόνες και διαδικασίες, τα οριζόμενα στους εσωτερικούς κανονισμούς και τα καταστατικά των νομικών προσώπων που εκπροσωπούν και τη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία τους και συντρέχουν σωρευτικά, όπου προσήκει, οι ακόλουθες προϋποθέσεις: …», διατάξεις από τις οποίες προκύπτει ότι η τήρηση από τα τραπεζικά στελέχη των νομίμων διαδικασιών και των εγκυκλίων και κανόνων, αλλά και των εσωτερικών κανονισμών των πιστωτικών ιδρυμάτων απαλλάσσει αυτούς από κάθε (ποινική και αστική) ευθύνη, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε πρακτική σημασία και αξία γι’ αυτούς ο τρόπος δίωξης, αφού με ρητή διάταξη νόμου αποκλείεται η τέλεση απ’ αυτούς οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η πρόβλεψη της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων στο άρ. 405 ΠΚ με βάση τα προαναφερόμενα έγινε με προσθήκη-τροπολογία του Υπουργού Δικαιοσύνης, στην αιτιολογική έκθεση της οποίας αναφέρεται ότι με τη ρύθμιση αυτή «η ποινική δίωξη του εγκλήματος της απιστίας, όταν ζημιωθέν είναι πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, εναρμονίζεται με την αρχή της κατ’ έγκληση δίωξης όλων των περιουσιακών αδικημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει ως δικαιολογητικό λόγο τον ατομικό χαρακτήρα αυτών των έννομων αγαθών». Ωστόσο, και αυτός ο δικαιολογητικός λόγος δεν φαίνεται πειστικός και αρκετός για να εξηγήσει για ποιο λόγο περιορίστηκε η σχετική πρόβλεψη μόνο στα πιστωτικά ιδρύματα, η λειτουργία των οποίων μάλιστα τελεί υπό την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, κάτι που συνεπάγεται δυνητικά τον κίνδυνο επιβάρυνσης της δημόσιας περιουσίας, με ζημία των πιστωτικών ιδρυμάτων που προέρχεται από την τέλεση της απιστίας.

Σε σχέση με την καθιέρωση της κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να αναφερθεί ότι το άρ. 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019 χορήγησε τετράμηνη προθεσμία από την έναρξη ισχύος του Ν. 4637/2019 για υποβολή από τον δικαιούχο έγκλησης δήλωσης συνέχισης της δίωξης που είχε ασκηθεί αυτεπάγγελτα.

IV. Με το άρ. 11 της από 11.3.2020 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α΄ 55/11.3.2020), που κυρώθηκε στη συνέχεια εμπρόθεσμα με το άρ. 2 Ν. 4682/2020 (ΦΕΚ Α΄ 76/3.4.2020), προς αντιμετώπιση του κινδύνου εμφάνισης ή διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19, παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό της Δικαιοσύνης να αναστείλει προσωρινά τη λειτουργία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, ενώ παράλληλα προβλέφθηκε η δυνατότητα αναστολής με υπουργική απόφαση δικονομικών προθεσμιών.

Στη συνέχεια, βάσει της πιο πάνω νομοθετικής εξουσιοδότησης εκδόθηκαν: α) η με αριθμό Δ1α/ΓΠ.οικ.17734/12.3.2020 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης ΦΕΚ Β΄ 833/12.3.2020), με την οποία ανεστάλη προσωρινά η λειτουργία των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως και 27.3.2020, ενώ ρητά ορίστηκε ότι αναστέλλονται για το χρονικό αυτό διάστημα και οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, β) η με αριθμό Δ1α/ΓΠ.οικ.18176/15.3.2020 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 864/15.3.2020) το άρθρο τρίτο της οποίας ανέστειλε προσωρινά τη λειτουργία των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 16.3.2020 έως και 27.3.2020, ενώ ρητά ορίστηκε ότι αναστέλλονται για το χρονικό αυτό διάστημα και οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, γ) η με αριθμό Δ1α/ΓΠ.οικ.21159/27.3.2020 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 1.074/27.3.2020), με την οποία ανεστάλη προσωρινά τη λειτουργία των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 28.3.2020 έως και 10.4.2020, ενώ ρητά ορίστηκε ότι αναστέλλονται για το χρονικό αυτό διάστημα και οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών και δ) η με αριθμό Δ1α/ΓΠ.οικ.24403/10.4.2020 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 1.301/11.4.2020), το άρθρο τέταρτο της οποίας ανέστειλε προσωρινά τη λειτουργία των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων της χώρας για το χρονικό διάστημα από 11.4.2020 έως και 27.4.2020, ενώ ρητά ορίστηκε ότι αναστέλλονται για το χρονικό αυτό διάστημα και οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών.

Περαιτέρω, το άρθρο τεσσαρακοστό έκτο της από 13.4.2020 ΠΝΠ (ΦΕΚ Α΄ 84/13.4.2020), που κυρώθηκε στη συνέχεια εμπρόθεσμα με το άρ. 1 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α΄ 104/30.5.2020), όρισε ρητά ότι η αναστολή των προθεσμιών που προβλέφθηκε με την προαναφερόμενη Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν καταλαμβάνει την προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών ποινικών διαδικασιών, που είχαν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως, με αντικείμενο πράξεις που διώκονταν αυτεπαγγέλτως, για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η κατά τη διάρκεια ισχύος των περιοριστικών μέτρων συμπλήρωση της προθεσμίας δήλωσης συνέχισης της ποινικής διαδικασίας, στην οποία αναφέρεται η διάταξη αυτή, αφορά αποκλειστικά την 4μηνη προθεσμία που χορήγησε το άρ. 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019 για τη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας επί υποθέσεων κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων και η οποία έληγε την 18.3.2020, δεδομένου ότι οι αντίστοιχες προθεσμίες που είχαν προβλεφθεί από τον νέο ΠΚ (Ν. 4619/2019) είχαν ήδη συμπληρωθεί την 1.11.2019. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι η εξαίρεση υπό την αναστολή αυτή δεν αφορά την προθεσμία έγκλησης, δηλαδή τα αδικήματα που τελούνται μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4637/2019 ή όσα είχαν ήδη τελεστεί, αλλά δεν είχε ξεκινήσει γι’ αυτές η ποινική διαδικασία, αλλά μόνο τις εκκρεμείς κατά την ψήφιση του Ν. 4637/2019 ποινικές διαδικασίες.

Σε σχέση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες επισημάνσεις: πρώτον, η αναστολή των προθεσμιών, στις οποίες αναφέρονται οι πιο πάνω ΚΥΑ, καταλαμβάνει αναμφίβολα και την δήλωση συνέχισης διαδικασίας κατ’ άρ. 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019, αφού πρόκειται για διαδικαστική πράξη ενώπιον δικαστηρίων και εισαγγελιών, χωρίς να εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις που προέβλεπαν οι ΚΥΑ. Εξάλλου, το συμπέρασμα αυτό μπορεί ευχερώς να συναχθεί τόσο από τη διατύπωση των πιο πάνω ΚΥΑ όσο και από τον νομοθετικό σκοπό που επέβαλε την αναστολή των πιο πάνω προθεσμιών. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι με τον ίδιο αυτό τρόπο είχε αντιμετωπιστεί κατά το παρελθόν από την απολύτως κρατούσα στη νομολογία του Αρείου Πάγου θέση το αντίστοιχο ζήτημα της αναστολής της προθεσμίας υποβολής δήλωσης για τη δίωξη του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατά τη διάρκεια αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων της Αθήνας λόγω των σεισμών της 7.9.1999 (για την 6μηνη προθεσμία υποβολής δήλωσης συνέχισης της ποινικής διαδικασίας του άρ. 22 παρ. 1 Ν. 2721/1999, η οποία ανεστάλη με το άρ. 18 Ν. 2743/1999, βλ. ΟλΑΠ 5/2006 Νόμος, ΑΠ 2504/2003 ΠΛογ 2003, 2663, ΑΠ 2341/2003 ΠΛογ 2003, 2519, ΑΠ 1795/2002 ΠΛογ 2002, 2040, ΑΠ 1242/2002 ΠΛογ 2002, 1359)· και δεύτερον, οι διατάξεις για την αναστολή της προθεσμίας υποβολής έγκλησης και δήλωσης συνέχισης ποινικής διαδικασίας είναι σύμφωνες με τη γενική αρχή ότι «κανείς δεν υποχρεώνεται στα αδύνατα» χωρίς να τίθεται ζήτημα εφαρμογής των άρ. 7 παρ. 1 Συντ., 2 ΠΚ και 15 ΔΣΑΠΔ (που κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997), δεδομένου ότι η αναστολή αυτή δεν συνιστά δυσμενέστερο για τον κατηγορούμενο ουσιαστικό νόμο, αφού η προθεσμία υποβολής της έγκλησης ή της δήλωσης κατά τις πιο πάνω διακρίσεις παραμένει η ίδια και εμποδίζεται η συμπλήρωση της για σοβαρούς λόγους που καθιστούν αδύνατη την άσκηση του σχετικού δικαιώματος του δικαιούχου (βλ. ενδεικτικά από την πάγια νομολογία ΑΠ 555/2016 ΠοινΧρ 2017, 513, ΑΠ 1852/1988 ΝοΒ 1989, 625. Βλ. έτσι και την αμέσως πιο πάνω νομολογία του Αρείου Πάγου για το ισχυρό και συνταγματικά επιτρεπτό της αναστολής της αντίστοιχης προθεσμίας λόγω των σεισμών της 7.9.1999 στην Αθήνα), με δεδομένο μάλιστα ότι κατά την θέσπιση της αναστολής της προθεσμίας αυτής δεν είχε συμπληρωθεί η προθεσμία αυτή, που θα επέφερε εξάλειψη του αξιοποίνου.

V. Από τον συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων και με βάση τις σκέψεις που ακολουθούν, προκύπτει ξεκάθαρα ότι η πρόβλεψη κατ’ έγκληση δίωξης της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων έχει ως αποτέλεσμα αναδρομικά την εξάλειψη αξιοποίνου των σοβαρών εκκρεμών εγκλημάτων μιας ειδικής κατηγορίας προσώπων (διαχειριστών, μελών διοίκησης και λοιπών εκπροσώπων πιστωτικών ιδρυμάτων), παραβιάζοντας ευθέως την αρχή της ισότητας και υποκρύπτοντας συγκεκαλυμμένη αμνηστία, ενώ η αιτιολόγηση της νομοθετικής αυτής επιλογής δεν αντέχει στη λογική. Συγκεκριμένα, το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τις ακόλουθες σκέψεις:

Πρώτον, η ιδιομορφία της μετοχικής σύνθεσης και της λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι μετοχές των οποίων συγκεντρώνονται στα χέρια των μεγαλομετόχων, που είτε οι ίδιοι είτε μέσω άλλων προσώπων της εμπιστοσύνης τους ασκούν τη διοίκηση, ενώ οι λοιπές μετοχές, εισηγμένες στο χρηματιστήριο, κατέχονται από μικρομετόχους χωρίς δικαίωμα διοίκησης, αλλά και γνώσης των εταιρικών υποθέσεων, φανερώνει ότι η αναγνώριση δικαιώματος υποβολής έγκλησης στο παθόν νομικό πρόσωπο (πιστωτικό ίδρυμα) οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα σε ασυλία των τραπεζικών στελεχών, που δρουν κατ’ εντολή της διοίκησής του. Οι λοιποί μικρομέτοχοι δεν έχουν πρακτικά τη δυνατότητα να ζητήσουν τον ορισμό προσωρινής διοίκησης για την υποβολή έγκλησης, αφού δεν μπορούν να γνωρίζουν την άδικη συμπεριφορά, που συνιστά την απιστία και περαιτέρω δεν μπορούν να έχουν στη διάθεση τους αποδεικτικά στοιχεία για να τη θεμελιώσουν. Το αποτέλεσμα αυτό είναι προφανές ότι ισχύει πολύ περισσότερο για αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ενώ φαινομενικά, αναγνωρίζεται δικαίωμα υποβολής έγκλησης, στην πραγματικότητα τέτοιο δικαίωμα δεν μπορεί ποτέ να ασκηθεί. Συνεπώς, ενόψει του ότι η πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει την πραγματική και αποτελεσματική άσκηση των παρεχόμενων δικαιωμάτων, διατάξεις που καθιστούν για ορισμένη κατηγορία προσώπων και για συγκεκριμένα εγκλήματα αδύνατη την υποβολή έγκλησης προσβάλλουν την αρχή της ισότητας και το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ενώ όταν αφορούν εκκρεμείς υποθέσεις είναι προφανές ότι υποκρύπτουν αμνηστία, απαγορευμένη από το Σύνταγμα, καθώς οδηγούν τις εκκρεμείς υποθέσεις σε βέβαιη εξάλειψη του αξιοποίνου αφαιρώντας με τον τρόπο αυτό την κρίση για τις υποθέσεις αυτές από τα δικαστήρια.

Δεύτερον, η προϋπόθεση της προηγούμενης υποβολής έγκλησης για την κίνηση ποινικής δίωξης για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων, ενώ η ποινική δίωξη για κακουργηματική απιστία σε βάρος των λοιπών φυσικών και νομικών προσώπων εξακολουθεί να προβλέπεται ως αυτεπάγγελτη, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε από την ανάγκη ρύθμισης των λεγόμενων «κόκκινων δανείων», αλλά ούτε από τον ατομικό χαρακτήρα του προστατευόμενου έννομου αγαθού. Ειδικότερα, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ουσιαστική προστασία των τραπεζικών στελεχών, που ενεργούν σύμφωνα με τους νόμους, το καταστατικό, τις εγκυκλίους και τους εσωτερικούς κανονισμούς των τραπεζικών ιδρυμάτων, παρέχεται με βάση ειδικές νομοθετικές διατάξεις, που ορίζουν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν τελείται το έγκλημα της απιστίας. Επομένως, η απαίτηση για υποβολή έγκλησης αφορά τις υποθέσεις εκείνες, στις οποίες τα τραπεζικά στελέχη προκαλούν ζημία στο πιστωτικό ίδρυμα, παραβιάζοντας τους κανόνες αυτούς. Συνεπώς, με την κρίσιμη εν προκειμένω νομοθετική ρύθμιση (άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρ. 12 παρ. 3 Ν. 4637/2019) τίθεται ένα επιπλέον εμπόδιο στη δίωξη και τιμωρία τραπεζικών στελεχών, που παραβίασαν τους πιο πάνω κανόνες, το οποίο ισοδυναμεί στην πράξη με βέβαιη εξάλειψη του αξιοποίνου, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Περαιτέρω, ο ατομικός χαρακτήρας του εννόμου αγαθού που πλήττεται με το έγκλημα της απιστίας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την εξαιρετική μεταχείριση των τραπεζικών στελεχών σε σχέση με την κακουργηματική απιστία σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος, σε αντίθεση με την κακουργηματική απιστία που τελεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο σε βάρος άλλων (φυσικών ή νομικών) προσώπων. Και τούτο διότι η λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων τελεί υπό την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, π.χ. με την εγγύηση τραπεζικών καταθέσεων σε περίπτωση πτώχευσης του πιστωτικού ιδρύματος. Επομένως, εφόσον η κακουργηματική απιστία σε βάρος τραπεζικού ιδρύματος μπορεί να οδηγήσει δυνητικά σε πτώχευσή του, που με τη σειρά της θα οδηγήσει στην επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου, γίνεται φανερό ότι ο ατομικός χαρακτήρας του εννόμου αγαθού που προστατεύεται με την κακουργηματική απιστία σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος γίνεται πιο «χαλαρός» σε σχέση με την απιστία που τελείται σε βάρος οποιουδήποτε άλλου προσώπου και μπορεί τελικά να επιβαρύνει τη δημόσια περιουσία. Έτσι, όμως, δεν δικαιολογείται η εξαιρετική ρύθμιση υπέρ των τραπεζικών στελεχών, αλλά τίθενται ζητήματα, πέρα από την απαγορευμένη συγκεκαλυμμένη αμνηστία, αντίθεσης της διάταξης αυτής στη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, αφού μεγαλύτερης βαρύτητας κακουργήματα, με αντίκτυπο στο σύνολο της κοινωνίας, αντιμετωπίζονται κατά τρόπο προνομιακό, παρέχοντας χωρίς καμία δικαιολόγηση κάλυψη σε ορισμένη μόνο κατηγορία προσώπων (διαχειριστές, μέλη διοίκησης και λοιποί εκπρόσωποι πιστωτικών ιδρυμάτων), ενώ παράλληλα αποδυναμώνεται η δικονομική θέση και το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος να ζητήσει δικαστική προστασία, μέσω της δίωξης των υπαιτίων για τη σε βάρος του τέλεση της απιστίας. Εξάλλου, από τις αναλύσεις αυτές προκύπτει ξεκάθαρα ότι η αιτιολόγηση αυτή της πιο πάνω νομοθετικής ρύθμισης δεν αντέχει στη λογική, αλλά υποκρύπτεται, όπως θα φανεί και από τις σκέψεις που ακολουθούν, συγκεκαλυμμένη αμνηστία.

Τρίτον, με τη ρύθμιση του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρ. 12 παρ. 3 Ν. 4637/2019, τέθηκαν σοβαρά και ανυπέρβλητα εμπόδια στη συνέχιση της ποινικής διαδικασίας και έτσι στην πράξη επήλθε η άρση της ποινικής ευθύνης των τραπεζικών στελεχών, για τα οποία εκκρεμούσαν ποινικές διαδικασίες για κακουργηματική απιστία κατά τον χρόνο ψήφισης του Ν. 4637/2019. Τούτο επιβεβαιώθηκε και από τη διάταξη του τεσσαρακοστού έκτου άρθρου της από 13.4.2020 ΠΝΠ, που κυρώθηκε κατά τα προαναφερόμενα με τον Ν. 4690/2020, κατά την οποία εξαιρέθηκε από την νομοθετική αναστολή των προθεσμιών εκείνη της δήλωσης συνέχισης της ποινικής διαδικασίας επί υποθέσεων κακουργηματικής απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι ο νομοθέτης προέβη σε ρύθμιση εκκρεμών ποινικών υποθέσεων απιστίας σε βάρος πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τρόπο που οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου για σοβαρές κακουργηματικές πράξεις. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η κατ’ εξαίρεση συμπλήρωση της πιο πάνω προθεσμίας, αφορά αποκλειστικά και μόνο εκκρεμείς υποθέσεις, ενόψει του ότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση δεν αφορούσε την προθεσμία για υποβολή έγκλησης τόσο του αδικήματος της απιστίας σε βάρος πιστωτικού ιδρύματος όσο και οποιουδήποτε άλλου αδικήματος. Σε σχέση με την νομοθετική επιλογή η Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4690/2020 αναφέρει ότι «κρίνεται σκόπιμο να μην διατηρείται η αβεβαιότητα σχετικά με τις ανωτέρω διαδικασίες, άλλα να επιτευχθεί η αποσυμφόρηση της δικαστικής ύλης». Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην άρση της ποινικής ευθύνης τραπεζικών στελεχών για υποθέσεις κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων, οι οποίες ήταν ήδη εκκρεμείς στη δικαιοσύνη.

Από την προαναφερόμενη ανάλυση προκύπτει ότι η διάταξη του άρ. 405 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ τόσο αυτοτελώς κρινόμενη όσο και σε συνδυασμό με το τεσσαρακοστό έκτο άρθρο της από 13.4.2020 ΠΝΠ, που κυρώθηκε κατά τα προαναφερόμενα με τον Ν. 4690/2020, είναι αντισυνταγματική (ως παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας, ως περιορίζουσα αδικαιολόγητα το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, αλλά και ως υποκρύπτουσα συγκεκαλυμμένη αμνηστία) και για τον λόγο αυτό ανεφάρμοστη, με περαιτέρω αποτέλεσμα να μην εξαλείφεται το αξιόποινο για το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων από μόνη την μη υποβολή έγκλησης ή δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας κατ’ άρ. 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019.

VI. Σύμφωνα με τα άρ. 30 παρ. 2 και 4 ΚΠΔ το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορεί να αποφανθεί επί της ουσίας, αν προηγουμένως δεν έχει υποβληθεί πρόταση από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Εξάλλου, όπως παγίως γίνεται δεκτό στη νομολογία και τη θεωρία, αν ή πρόταση του εισαγγελέα προς το δικαστικό συμβούλιο είναι να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη (π.χ. λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου ή λόγω παραγραφής) και το δικαστικό συμβούλιο κρίνει ότι δεν συντρέχει τέτοιος λόγος, το τελευταίο οφείλει να μην αποφανθεί επί της ουσίας, αν δηλαδή πρέπει να μην γίνει κατηγορία ή να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, αλλά να απόσχει από την έκδοση βουλεύματος μέχρι ο εισαγγελέας να υποβάλει πρόταση επί της ουσίας της υπόθεσης (βλ. ενδεικτικά ΣυμβΑΠ 1416/1981 ΝοΒ 1982, 308, Σ. Παύλου, Παρατηρήσεις στη ΣυμβΠλημΚατερ 84/1991, Υπερ. 1992, 123-124).

Στην προκειμένη περίπτωση ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των 18 πρώτων από τους προαναφερόμενους κατηγορούμενους για απιστία από κοινού κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία άνω των 30.000,00 ευρώ και κατά της 19ης κατηγορουμένης για άμεση συνεργεία σε απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία άνω των 30.000,00 ευρώ, με βάση το νομοθετικό καθεστώς του προϊσχύσαντος ΠΚ (1950), ενώ ήδη μετά την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019) η κατηγορία που απαγγέλθηκε από την Ανακρίτρια του Ν. 4022/2011 του Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των πιο πάνω κατηγορουμένων αφορά την πράξη της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος τράπεζας (και συγκεκριμένα κατά της […] Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ») από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000,00 ευρώ, πράξεις που φέρεται να τελέστηκαν στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από Νοέμβριο 2005 έως Σεπτέμβριο 2007. Η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών υπέβαλε προς το Συμβούλιο τούτο τη με αριθμό 1.810/2020 πρότασή της για κήρυξη της ποινικής δίωξης απαράδεκτης λόγω μη υποβολής δήλωσης για συνέχιση της ποινικής διαδικασίας, μέχρι την 19.3.2020. Πλην, όμως, ενόψει του ότι με βάση τα λεπτομερώς αναγραφόμενα πιο πάνω η διάταξη του άρ. 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019 είναι αντισυνταγματική και συνεπώς ανεφάρμοστη, δεν συντρέχει λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου από τη μη υποβολή της ως άνω δήλωσης συνέχισης της ποινικής δίωξης και συνεπώς το Συμβούλιο τούτο θα πρέπει να απόσχει από την έκδοση βουλεύματος επί της ουσίας μέχρι την υποβολή επί της ουσίας πρότασης από την αρμόδια Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών. […]

Η αντίθετη πρόταση της Εισαγγελέως Στυλιανής Γιαϊλόγλου έχει, κατά το ενδιαφέρον μέρος της, ως εξής:

[…] Ήδη δε, το άρ. 390 ΠΚ ως ισχύει κατόπιν κύρωσής του με άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 ορίζει τα ακόλουθα: Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. 2. Αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά των ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 405 παρ. 1 εδ. α΄, β΄ ΠΚ, ως το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 προστέθηκε με το άρ. 12 παρ. 3 Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α΄ 180/18.11.2019): Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρ. 386 παρ. 1, 386Α παρ. 1, 2, 387, 389, 390 παρ. 1 εδ. α΄, 394, 397, 404 απαιτείται έγκληση. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρ. 390 παρ. 1 εδ. β΄ αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση.

Σύμφωνα δε με το άρ. 6 παρ. 2 Ν. 4637/2019: Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως, με αντικείμενο πράξεις απιστίας για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα νόμο ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ότι επιθυμεί την πρόοδό τους.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρ. 46 της ΠΝΠ ΦΕΚ Α΄/84/13.4.2020: Η αναστολή των προθεσμιών που προβλέπεται στις κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκαν κατόπιν εξουσιοδότησης του άρ. 11 της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 55), όπως αυτή κυρώθηκε με το άρ. 2 του Ν. 4682/2020 (Α΄ 76), δεν καταλαμβάνει την προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου εκκρεμών ποινικών διαδικασιών, που είχαν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως, με αντικείμενο πράξεις που διώκονταν αυτεπαγγέλτως, για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση.

[…] Εκ των ανωτέρω, σαφώς συνάγεται ότι οι αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους πράξεις, διώκονται πλέον κατ' έγκληση, δεδομένου ότι στρέφονται άμεσα κατά πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία “...”, ενώ δεν έχει υποβληθεί δήλωση επιθυμίας συνέχισης της διαδικασίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 308 παρ. 1, 310 και 311 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠΔ ως κυρώθηκε με άρθρο πρώτο Ν. 4620/2019, να γίνει ορθός νομικός χαρακτηρισμός των πράξεων της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και άμεσης συνέργειας σε απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ σε απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και άμεσης συνέργειας σε απιστία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (παράβαση άρ. 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 47 εδ. β΄, 51, 52, 79, 98, άρ. 390 παρ. 1 εδ. β΄-α΄ ΠΚ, ως κυρώθηκε με άρθρο πρώτο Ν. 4619/2019 και τροποπ.-συμπλ. με Ν. 4637/2019 και να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη.