ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 248/2021

 

Δικαστής : Κωνσταντίνο Καραμπογιά, Πρωτόδικης

Δικηγόροι : Κωνσταντίνος Βερβεσός - Ελισάβετ Τρύφωνος

 

I. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία». Με τον τρόπο αυτό, κατοχυρώνονται οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ως μέσο για την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων, υπό την έννοια ότι οι όροι αυτοί, εκτός από τους γενικούς, δεν επιτρέπεται, κατ αρχήν, να ρυθμιστούν δια νόμου με αποκλειστικό τρόπο, δηλαδή να αφαιρεθούν από την ύλη των συλλογικών συμβάσεων, εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας (βλ. Ολ.Α.Π. 9/2012 ΧρΙΔ 2012, 685, Ολ.Α.Π. 2/1996 ΔΕΝ 1996,1090, Α.Π. 1243/2019 και Α.Π. 1330/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από τη συστηματική ερμηνεία της ως άνω συνταγματικής διάταξης, σε συνδυασμό με εκείνη ιδίως του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος, που εγγυάται και προστατεύει τη συνδικαλιστική ελευθερία, προκύπτει ότι το Κράτος δικαιούται να θεσπίζει κατώτατα όρια προστασίας υπέρ των εργαζομένων (αρχή επικουρικότητας κρατικής ρύθμισης), τα οποία μπορούν, κατ αρχήν, να βελτιώνονται με ευνοϊκότερες ρυθμίσεις κατά τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας (εφεξής ως σ.σ.ε.). Στο πλαίσιο αυτό, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990, σε περίπτωση συρροής όρων οποιοσδήποτε κατηγορίας σ.σ.ε. με κανόνες κρατικής προέλευσης, δηλαδή όταν σε ατομική σχέση εργασίας διεκδικούν την εφαρμογή τους τόσο όροι σ.σ.ε. όσο και όροι που διαλαμβάνονται σε νομοθετικές διατάξεις, το ζήτημα επιλύεται, κατ αρχήν, με βάση την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, η εφαρμογή της οποίας, όμως, υπόκειται σε εξαιρέσεις.

Ειδικότερα, από το συνδυασμό των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και των άρθρων 3 παρ. 1, 7, 8 παρ. 2, 9 παρ. 1,10 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι κατά τη σύναψη των σ.σ.ε. οι κοινωνικοί εταίροι ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία, κατά παραχώρηση του Κράτους, και, ως εκ τούτου, οι κανονιστικοί όροι των σ.σ.ε. (ή των εξομοιουμένων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων) έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ ουσιαστικού νόμου (βλ. Α.Π. 43/2017, Α.Π. 51/2017, Α.Π. 251/2012, Α.Π. 127/2012 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κανονιστικοί δε όροι σ.σ.ε. είναι εκείνοι που ρυθμίζουν ζητήματα σχετικά με τη σύναψη, τη λειτουργία και τη λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Η κανονιστική αυτή αρμοδιότητα που παρέχεται, κατά τα ανωτέρω, υπόκειται σε περιορισμούς, υπό την έννοια ότι δεν δύναται κανονιστικοί όροι σ.σ.ε. να αντιβαίνουν στο Σύνταγμα, σε θεμελιώδεις αρχές και σε νομοθετικές διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, σε συμφωνία με τα προαναφερόμενα, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990, η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης υποχωρεί σε περίπτωση συρροής όρων οποιασδήποτε κατηγορίας σ.σ.ε. με νομοθετικές διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, που αποσκοπούν στην προστασία του γενικότερου δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι δεν επιδέχονται απόκλισης, ούτε προς το ευνοϊκότερο για τον εργαζόμενο (βλ. Ολ.Α.Π. 20/2006 ΔΕΝ 2006, 1205, Α.Π. 127/2012 ΔΕΝ 2012, 655, Α.Π. 323/2010, Εφ.Αθ. 377/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ. 284/2015 Αρμ 2015, 632,1. Ληξουριώτης / Α. Σωτηροπούλου, Εφαρμογές Εργατικού Δικαίου, Έκδοση 2017).

II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 669, 672 και 673 του Α.Κ., προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό κατάστασης προσωπικού ή τον οργανισμό λειτουργίας των υπηρεσιών του εργοδότη προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του λόγω της συμπλήρωσης του καθοριζομένου σε αυτόν ορίου ηλικίας (βλ. Α.Π. 1164/2019, Α.Π. 57/2015, Α.Π. 1601/2011, Α.Π. 1424/2004, Α.Π. 1665/2002 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως ορισμένου χρόνου, η σύμβαση εργασίας με όριο ηλικίας εξαιρείται από τον κανόνα της αναιτιώδους καταγγελίας (κατά τους ν. 2112/1920 και ν. 3198/1955), το δε δικαίωμα τακτικής καταγγελίας κατά βάση αποκλείεται, καθώς η καταγγελία της ίδιας σύμβασης, πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, καθίσταται εφικτή μόνο εάν συντρέξει σπουδαίος λόγος (κατ άρθρο 672 του Α.Κ.) ή κάποιος από τους τυχόν οριζόμενους στον κανονισμό εργασίας λόγος. Εξαιτίας της, με τον τρόπο αυτό, διασφάλισης της εξακολούθησης της εργασιακής σχέσης, η σχετική ρύθμιση περί ορίου ηλικίας, όπως και οποιοσδήποτε άλλος ισοδύναμος περιορισμός του εργοδοτικού δικαιώματος καταγγελίας, αποκαλείται ρήτρα μονιμότητας. Το καθεστώς αυτό «οιονεί μονιμότητας» (Κ. Μπακόπουλος, Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, Έκδοση 2017) ανατράπηκε με το ν. 4046/2012, ο οποίος ενσωμάτωσε τους όρους του Μνημονίου Συνεννόησης της 9.2.2012 και κατ εξουσιοδότηση του οποίου εκδόθηκε η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6/2012 (εφεξής ως Π.Υ.Σ. 6/2012).

Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4046/2012 εγκρίθηκε το Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από τα εξής, επιμέρους, Μνημόνια: α) Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, β) Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης. Τα παραπάνω μνημόνια επισυνάφθηκαν στο ν. 4046/2012 ως παραρτήματά του. Με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 ορίσθηκε ότι «Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Ε Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις, παράγραφο/ /car/ του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης παράγραφος 4.1: "Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας" του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου». Οι δε παράγραφοι 28 και 29 του Κεφαλαίου Ε υπό τον τίτλο «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις» του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής αναφέρονται στην επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την οικονομική ανάπτυξη (παρ. 28), καθώς και στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η αφαίρεση της μονιμότητας σε όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες, κατά τρόπο ώστε η νέα νομική διάταξη θα μεταμορφώσει αυτομάτως τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου (οι οποίες ορίζονται ως έχουσες λήξη κατά το όριο ηλικίας ή τη σύνταξη) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης (παρ. 29). Η παρ. 4.1 του Κεφαλαίου 4 του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και υπό τον τίτλο «Δεσμεύσεις από το παρελθόν και ειδικοί εργασιακοί όροι» προβλέπει ότι: «Πριν την εκταμίευση καταργούνται οι όροι μονιμότητας (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που ορίζουν ότι λήγουν σε κάποιο όριο ηλικίας ή στη συνταξιοδότηση), που περιλαμβάνονται σε νόμο ή σε συμβάσεις εργασίας».

Στη συνέχεια, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012, εκδόθηκε η Π.Υ.Σ. 6/2012, στο άρθρο 5 της οποίας ορίζεται: «1. Από 14.2.2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις, που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρείες ή οργανισμούς που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990. 2. Από την 14.2.2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι Συλλογικών Συμβάσεων και Διαιτητικών Αποφάσεων, Κανονισμών Εργασίας, Οργανισμών Προσωπικού και αποφάσεων Διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται».

Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι, με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και του άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012: α) από 14.2.2012 οι συμβάσεις εργασίας εργαζομένων οι οποίες προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, και οι οποίες μέχρι τότε θεωρούνταν ορισμένου χρόνου, θα θεωρούνται στο εξής, κατά νομοθετικό ορισμό, ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, οπότε, σε περίπτωση λύσης αυτών, θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920 και β) ομοίως από 14.2.2012, καταργούνται οι ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία (βλ. Ολ.Α.Π. 11/2017, Α.Π. 228/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 761/2018 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1184/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Οι ίδιες δε ως άνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012 συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου (βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Έκδοση 2019, παρ. 29,, Κ. Μπακόπουλος, Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, Έκδοση 2017), καθώς αποσκοπούν στην προστασία του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος. Τούτο διότι (και) οι εισαγόμενες με αυτές ρυθμίσεις εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σύστημα ρυθμίσεων και μέτρων τα οποία εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα τομέων της δημόσιας πολιτικής και περιγράφονται αναλυτικά στο ως άνω Μνημόνιο, του οποίου το σχέδιο εγκρίθηκε με το ν. 4046/2012, και αποσκοπούν, όπως αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του τελευταίου, στην αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της διόγκωσης του δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μέσω, μεταξύ άλλων, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, μείωσης του κόστους εργασίας και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται δηλαδή για μέτρα τα οποία, κατά νομοθετική επιλογή, ελήφθησαν υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις, προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας με απρόβλεπτες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες [βλ. ΟλΣτΕ 2307/2014 (σκέψη αρ. 23) Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ και περί της συνταγματικότητας, μεταξύ άλλων, της συγκεκριμένης διάταξης]. Υπό τη φύση τους αυτή, ως αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, οι ίδιες ως άνω διατάξεις παρεμβαίνουν στη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων τόσο σε εταιρίες του δημοσίου ή του ευρύτερου δημοσίου όσο του ιδιωτικού τομέα.

Εξάλλου, στο πεδίο εφαρμογής των ίδιων διατάξεων εντάσσεται, κατά τα προεκτιθέμενα, το σύνολο των εταιριών, όπως σαφώς αναφέρεται στο κείμενο του προαναφερόμενου «Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής» (και δη στο μέρος αυτού που τιτλοφορείται στο Κεφάλαιο Ε ως «Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις», στην παράγραφο 29 «[...] Το πακέτο των μέτρων για την αγορά εργασίας το οποίο θα εφαρμοσθεί συμπεριλαμβάνει: Διαρθρωτικά μέτρα για το επίπεδο των συλλογικών συμβάσεων [...] Αφαίρεση της "μονιμότητας" σε όλες τις παραδοσιακές συμβάσεις σε όλες τις εταιρείες [...]»), αλλά και σαφώς συνάγεται από το σκοπό που ρητά αναφέρεται ότι εξυπηρετεί, ήτοι, κατά τα ήδη εκτιθέμενα, την επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας εν γένει της αγοράς εργασίας. Εξαιτίας δε του γεγονότος ότι οι ίδιες ως άνω διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012, συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, που αποβλέπουν στη διασφάλιση του ρυθμιστικού προνομίου του κρατικού νομοθέτη έναντι των κοινωνικών εταίρων, δεν επιτρέπεται για το μέλλον, μετά την έναρξη ισχύος τους (μετά την 14η.2.2012), η επαναδιαπραγμάτευση των καταργηθεισών ρητρών μονιμότητας, ήτοι δεν επιτρέπεται η εκ νέου θέσπιση τέτοιων ρητρών, που εισάγουν περιορισμούς του εργοδοτικού δικαιώματος καταγγελίας, τουλάχιστον με κανονισμό εργασίας ή σ.σ.ε. στις επιχειρήσεις που, κατά τα ανωτέρω, υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της (βλ. Δ. Ζερδελή, ό.π., Κ. Μπακόπουλο, ό.π.).

III. Με την από 3.6.2002 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας (με αριθμό πράξης κατάθεσης .../4.6.2002, εφεξής ως 3.6.2002 ε.σ.σ.ε.), με ισχύ, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη της παρούσας, ουσιαστικού νόμου, κατά το κανονιστικό της μέρος, θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, κανόνες οι οποίοι ρύθμιζαν την υπηρεσιακή κατάσταση και τους όρους εργασίας του προσωπικού της ήδη εναγόμενης εταιρίας με την επωνυμία «...» (γενικός κανονισμός προσωπικού, εφεξής ως Γ.Κ.Π.-...). Μεταξύ των κανονιστικών όρων της ως άνω ε.σ.σ.ε., διαλαμβανόταν ο υπό στοιχεία ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α όρος, υπό τον τίτλο «Απόλυση», σύμφωνα με τον οποίο: «1. Το Προσωπικό απολύεται: λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας. Η απόλυση για το λόγο αυτό χωρεί αυτοδίκαια και υποχρεωτικά χωρίς ανάγκη καταγγελίας ή άλλης πράξης μόλις το Προσωπικό συμπληρώσει την κατωτέρω οριζόμενη ηλικία: Προσωπικό με βαθμό Διευθυντή 62 ετών, Προσωπικό με βαθμό Τομεάρχη 58 ετών, Όλο το άλλο Προσωπικό 57 ετών. Για την εφαρμογή αυτών ως ημερομηνία γέννησης λογίζεται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης [...]».

Ο εν λόγω όρος συνιστούσε ρήτρα μονιμότητας, υπό την έννοια που έχει εκτεθεί στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας και, ως εκ τούτου, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και των διατάξεων του άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012, ομοίως σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην ίδια ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, καταργήθηκε από την 141.2.2012.

Παρά το γεγονός αυτό, οι εξουσιοδοτημένοι προς τούτο εκπρόσωποι της «...» και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων της προέβησαν στη σύναψη της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε. (αρ. πράξης κατάθεσης .../13.6.2013), με την οποία, και δη με το ακροτελεύτιο άρθρο αυτής, ορίστηκε ότι «α) Οι όροι προηγούμενων ε.σ.σ.ε. προσωπικού ... και Κοινών Συμφωνιών εξακολουθούν να ισχύουν, όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί ή συμπληρωθεί και ενσωματώνονται στην παρούσα, εφόσον δεν είναι αντίθετοι προς τους όρους της. β) Η παρούσα ισχύει μέχρι 31.12.2014».

Την ως άνω ε.σ.σ.ε. ακολούθησε η από 31.3.2015 συλλογική συμφωνία (αρ. πράξης ΕΣ./1.4.2015, με την οποία διατηρήθηκαν για το έτος 2014 οι όροι της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε., μεταξύ των οποίων ο προαναφερόμενος περί αυτοδίκαιης λύσης των ατομικών συμβάσεων εργασίας με το προβλεπόμενο όριο ηλικίας), η από 14.4.2016 συλλογική συμφωνία (αρ. πράξης κατάθεσης ΕΣ .../15.4.2016, ίδιου περιεχομένου με την αμέσως ως άνω από 31.3.2015 συλλογική συμφωνία), η από 7.4.2017 (άρ. πράξης κατάθεσης ΕΣ .../10.4.2017 συλλογική συμφωνία, με τον όρο ομοίως περί εξακολούθησης ισχύος των όρων της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε.) και τέλος η από 20.7.2017 τιτλοφορούμενη ως «Κοινή Συμφωνία Πλαίσιο» (άρ. πράξης κατάθεσης ΕΣ .../20.7.2017), ο 9ος όρος της οποίας, υπό τον τίτλο «ισχύς όρων», προβλέπει: «α. Οι όροι προηγούμενων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, Κοινών Συμφωνιών, Προσωπικού ... εξακολουθούν να ισχύουν, όπως αυτοί έχουν τροποποιηθεί ή συμπληρωθεί και εφόσον δεν είναι αντίθετοι προς τους όρους της παρούσας, β. Η παρούσα Κοινή Συμφωνία Πλαίσιο ισχύει για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, από την ημερομηνία υπογραφής της [...]».

Ήτοι, με την από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε. και τις συλλογικές συμφωνίες που έπονται αυτής, επιχειρήθηκε να επαναφερθεί και να διατηρηθεί σε ισχύ ο, κατά τον προπεριγραφόμενο τρόπο, καταργηθείς όρος υπό στοιχείο ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α του Γ.Κ.Π.-..., όπως θεσπίστηκε με την από 3.6.2002 ε.σ.σ.ε. Όμως, την κατάργηση του συγκεκριμένου όρου, που συνιστούσε ρήτρα μονιμότητας, επέβαλαν διατάξεις (άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012) αναγκαστικού δικαίου, με αμφιμερή ενέργεια, που αποβλέπουν στη διασφάλιση του ρυθμιστικού προνομίου του κρατικού νομοθέτη έναντι των κοινωνικών εταίρων, για λόγους γενικού συμφέροντος, συνδεόμενους με την εθνική οικονομία. Εξαιτίας τούτου, άλλωστε, τα ζητήματα στα οποία αφορά ο ίδιος ως άνω όρος και τα οποία επιχειρήθηκε να επαναρρυθμιστούν με την από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε. και με τις συλλογικές συμφωνίες που έπονται αυτής, αφαιρέθηκαν από το νομοθέτη από την ύλη των συλλογικών συμβάσεων (περί συνταγματικότητας τούτου, βλ. Ολ.ΣτΕ 2307/2014 ό.π., Ολ.Α.Π. 11/2017 ό.π.), όπως έχει ήδη εκτεθεί στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας. Συνεπώς, δεν επιτρέπεται, ούτε για την εναγομένη και το προσωπικό της, για το μέλλον (μετά την 1412.2012), η επαναδιαπραγμάτευση της καταργηθείσας ανωτέρω ρήτρας μονιμότητας, ήτοι δεν επιτρέπεται η εκ νέου θέσπιση ίδιου ή ισοδύναμου όρου που θέτει ή υποκρύπτει ρήτρα μονιμότητας και δη με σ.σ.ε.

Σημειώνεται ότι το γεγονός ότι οι κρίσιμες για την ένδικη υπόθεση διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και των διατάξεων του άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012 δεν διαλαμβάνουν στο περιεχόμενο τους ρητή απαγόρευση προς τους κοινωνικούς εταίρους να επαναφέρουν στο μέλλον σε ισχύ τα καταργηθέντα και ρυθμισθέντα με αυτές ζητήματα, ήτοι δεν καταγράφεται στις ίδιες αυτές διατάξεις απαγόρευση αντίθετης ρύθμισης για το μέλλον των ίδιων ζητημάτων με συλλογικές διαπραγματεύσεις, δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η απαγόρευση αυτή υφίσταται, ως αυτόθροη συνέπεια των λόγων γενικότερου συμφέροντος, συνδεόμενων με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας, που επιβάλλουν την εν λόγω απαγόρευση, και της προαναφερόμενης φύσης των εν λόγω διατάξεων, ως αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, που δεν επιτρέπουν απόκλιση (άρθρο 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990), ούτε προς το ευνοϊκότερο για τους εργαζομένους.

Κατ αποτέλεσμα, επανερχόμενα τα μέρη, με την από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε., και επαναφέροντας με συλλογικές διαπραγματεύσεις την ανωτέρω καταργηθείσα ρύθμιση του προαναφερόμενου όρου ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α του Γ.Κ.Π.-..., που είχε θεσπιστεί με την από 3.6.2002 ε.σ.σ.ε., κινήθηκαν εκτός της κανονιστικής τους αρμοδιότητας, όπως αυτή διαγράφεται και ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο I νομική σκέψη της παρούσας, εισάγοντας ρύθμιση ουσιαστικού μεν νόμου, αντικείμενη όμως σε υπέρτερης νομοθετικής ισχύος διατάξεις και σε διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου και, για το λόγο αυτό, εισάγοντας ρύθμιση ανίσχυρη, μη εφαρμοστέα και μη υπερισχύουσα των τελευταίων. Οι δε μεταγενέστερες (της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε.) προαναφερόμενες συλλογικές συμφωνίες (από 31.3.2015 συλλογική συμφωνία, από 14.4.2016 συλλογική συμφωνία, από 7.4.2017 και τέλος από 20.7.2017 κοινή συμφωνία-πλαίσιο), ενοχικού χαρακτήρα, ανάμεσα στην ήδη εναγομένη και τη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του προσωπικού της, περί διατήρησης της ισχύος της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε., κατά το μέρος που αφορά τη διατήρηση της ισχύος του ίδιου ως άνω όρου ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α της από 3.6.2002 ε.σ.σ.ε., αντίκεινται ομοίως στις ανωτέρω διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου και, συνεπώς, είναι άκυρες ως προς τούτο, μη παράγουσες έννομα αποτελέσματα.

Ακόμα και εάν ήθελε κριθεί ο κανονιστικός και όχι ο ενοχικός χαρακτήρας των εν λόγω συλλογικών συμφωνιών, ομοίως, η κρίσιμη ρύθμιση είναι ανίσχυρη, για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν, αναφορικά με το ανίσχυρο, ως προς τούτο, της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε.

Συμπερασματικά, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και των διατάξεων του άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012, μη εφαρμοζόμενων, των ρυθμίσεων των προαναφερόμενων ε.σ.σ.ε. και των συλλογικών συμφωνιών, ως προς τον όρο περί αυτοδίκαιης απόλυσης, με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας, οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της ήδη εναγομένης συνιστούν, από 14.2.2012 και εφεξής, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου,

στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920.

IV. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5, 6, 7 και 10 του ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας: α) των μελών της διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 92 του Α.Κ., της συνδικαλιστικής οργάνωσης, β) των μελών της προσωρινής, σύμφωνα με το άρθρο 79 του Α.Κ., διοίκησης της συνδικαλιστικής οργάνωσης, που διορίζει το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Α.Κ., και γ) των μελών της διοίκησης, που εκλέγονται προσωρινά κατά την ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η απαγόρευση ισχύει κατά τη διάρκεια της θητείας και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους της παρ. 10 και διαπιστωθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 15. Η παραπάνω προστασία παρέχεται στην ακόλουθη έκταση: α) Εάν η οργάνωση έχει ως 200 μέλη προστατεύονται επτά μέλη της Διοίκησης, β) εάν η οργάνωση έχει έως 1.000 μέλη προστατεύονται εννέα μέλη και γ) εάν η οργάνωση έχει περισσότερα από 1.000 μέλη προστατεύονται έντεκα. Τη σειρά των μελών που προστατεύονται ορίζει το καταστατικό. Εάν το καταστατικό δεν προβλέπει, προστατεύονται κατά σειρά ο Πρόεδρος, Αναπλ. Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος, Γενικός Γραμματέας, Αναπλ. Γενικός Γραμματέας, Ταμίας και οι λοιποί κατά την τάξη της εκλογής. Η καταγγελία της σχέσης εργασίας των προσώπων που προστατεύονται, σύμφωνα με όσα αναγράφονται στο άρθρο αυτό, επιτρέπεται μόνον: α) Όταν κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας με τον εργοδότη ο εργαζόμενος τον εξαπάτησε παρουσιάζοντας ψεύτικα πιστοποιητικά ή βιβλιάρια για να προσληφθεί ή να λάβει μεγαλύτερη αμοιβή, β) όταν ο εργαζόμενος απεκάλυψε βιομηχανικά ή εμπορικά μυστικά ή ζήτησε ή δέχτηκε αθέμιτα πλεονεκτήματα, κυρίως προμήθειες από τρίτους, γ) όταν ο εργαζόμενος προκάλεσε σωματικές βλάβες ή εξύβρισε σοβαρά ή απείλησε τον εργοδότη ή τον εκπρόσωπο του, δ) όταν ο εργαζόμενος επίμονα και αδικαιολόγητα αρνήθηκε να εκτελέσει την εργασία για την οποία έχει προσληφθεί, ε) όταν ο εργαζόμενος τέλεσε κλοπή ή υπεξαίρεση σε βάρος του εργοδότη ή του εκπροσώπου του, στ) όταν ο εργαζόμενος δεν προσέρχεται αδικαιολόγητα στην εργασία του για διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ημερών [όπως το άρθρο 14 παρ. 10 του ν. 1264/1982 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 18 του ν. 4472/2017 (Φ.Ε.Κ. Α 74/19.5.2017)]. Η συνδρομή κάποιου από τους παραπάνω σπουδαίους λόγους δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από τις υποχρεώσεις που έχει σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με την καταγγελία της σχέσεως εργασίας. Επίσης, το άρθρο 15 του αυτού Νόμου ορίζει «Για την ύπαρξη ενός από τους λόγους του άρθρου 14 παρ. 10 πριν από την καταγγελία της σχέσης εργασίας αποφασίζει, κατά πλειοψηφία, επιτροπή, της οποίας η απόφαση υπόκειται σε έφεση».

Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες θεσπίσθηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι, κατ αρχήν, απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία, που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί, κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 του Α.Κ.), ο δε εργοδότης, αρνούμενος μετά την άκυρη αυτή καταγγελία να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού (συνδικαλιστικού στελέχους), περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας.

Για την προστασία αυτή απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις, οι οποίες αποτελούν και ουσιώδη στοιχεία της αγωγής, που πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της: α) Έγκυρη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου (μισθωτοί), στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο ή στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ή στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (άρθρο 1 του ν. 1264/1982). β) Ο μισθωτός να είναι νόμιμα εκλεγμένο μέλος της διοικήσεως νομίμως συσταθέντος συνδικαλιστικού σωματείου, ή νόμιμα διορισμένο μέλος της προσωρινής διοικήσεώς του ή μέλος της προσωρινώς εκλεγείσας διοικήσεως υπό ίδρυση σωματείου, γ) Ο εργοδότης να τελεί σε γνώση της ιδιότητας αυτής του μισθωτού του και δ) Δυνατότητα απασχολήσεως του συνδικαλιστικού στελέχους στην επιχείρηση του εργοδότη (Α.Π. 182/2019, Α.Π. 424/2016, Α.Π. 84/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η διεύρυνση των λόγων για τους οποίους είναι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 10 του ν. 1264/1982, επιτρεπτή η καταγγελία της εργασιακής σχέσης απαγορεύεται, γιατί η πιο πάνω διάταξη δημόσιας τάξης αποτελεί εξαίρεση του απαγορευτικού κανόνα και η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι περιοριστική (Α.Π. 90/2018, Α.Π. 424/2016, Α.Π. 443/2016, Α.Π. 363/2015, Α.Π. 860/2015, Εφ.Θεσ. 2482/2017, Εφ.Θράκ. 98/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η πιο πάνω γνώση του εργοδότη ως προς την συνδικαλιστική ιδιότητα του απολυομένου εργαζομένου, η οποία μπορεί να λάβει χώρα με οποιονδήποτε τρόπο, πρέπει, προκειμένου περί νομικού προσώπου, να υπάρχει στο νόμιμο εκπρόσωπο του, δηλαδή από εκείνον που έχει ορισθεί από το νόμο ή το καταστατικό να το εκπροσωπεί, καθώς και από εκείνον ο οποίος έχει ορισθεί κατά τους κανόνες της προστήσεως για να το εκπροσωπεί στον τομέα εργασίας ή τις διοικητικές υπηρεσίες του, με δικαίωμα προσλήψεως και απολύσεως του προσωπικού, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό του (Α.Π. 84/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Πάντως, ο μισθωτός-συνδικαλιστικό στέλεχος δεν παύει, ως εκ της ιδιότητάς του αυτής, να υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις του μισθωτού (άρθρα 648 και 652 του Α.Κ.). Οι σχετικές διατάξεις δε προστατευτικές του μισθωτού-συνδικαλιστικού στελέχους έχουν τεθεί προς διαφύλαξή του, όταν, εξαιτίας της συνδικαλιστικής του δράσης, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη και οξύνονται οι σχέσεις τους. Έτσι, η επίκληση προστασίας του λόγω ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως ως συνδικαλιστικού στελέχους, για απόληψη μισθών υπερημερίας και πραγματική απασχόλησή του, μπορεί να αποκρουσθεί από τον εργοδότη ως καταχρηστική (άρθρο 281 του Α.Κ.), εάν η συμπεριφορά του εξέρχεται από τα όρια της παραπάνω (γνήσιας) συνδικαλιστικής δράσης και εξικνείται μέχρι διαπράξεως ποινικού αδικήματος σε βάρος του εργοδότη ή μέχρι σημείου παραβάσεως θεμελιωδών υποχρεώσεών του, ώστε να δημιουργείται αναταραχή στον εργασιακό χώρο και κλίμα κλονισμού της εμπιστοσύνης του εργοδότη, χωρίς υπαιτιότητα του τελευταίου (εργοδότη), προς το πρόσωπο του. Η διαπίστωση της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος είναι έργο των πολιτικών δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται αγωγής για καταβολή μισθών υπερημερίας και για πραγματική απασχόληση του ακύρως απολυθέντος μισθωτού-συνδικαλιστικού στελέχους (Α.Π. 424/2016, Α.Π. 443/2016, Α.Π. 860/2015, Α.Π. 84/2010, Α.Π. 1102/2001, Εφ.Θεσ. 2482/2017, Εφ.Θρακ. 98/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

V. Οι ομαδικές απολύσεις ρυθμίζονται με το ν. 1387/1983 «έλεγχος ομαδικών απολύσεων και άλλες διατάξεις» (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί με τους ν. 1568/1985, 2736/1999, 2874/2000, 3488/2006, 3863/2010 και το ν. 4472/2017), που αποτελεί μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της Οδηγίας του Συμβουλίου 75/129/Ε.Ο.Κ., η οποία τροποποιήθηκε με την Οδηγία 92/56/Ε.Ο.Κ., ενώ ακολούθησε η έκδοση της Οδηγίας 98/59/Ε.Κ., με την οποία κωδικοποιήθηκε σε ενιαίο κείμενο το περιεχόμενο των δύο προαναφερομένων Οδηγιών. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων περιλαμβάνει δύο στάδια, αφενός το στάδιο της διαβούλευσης με εκπροσώπους των εργαζομένων και της πληροφόρησης των εργαζομένων και αφετέρου το στάδιο της διοικητικής παρέμβασης (κατά το οποίο στάδιο, κατόπιν των τροποποιήσεων του ν. 4472/2017, η διοικητική αρμοδιότητα μετακυλίεται στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας, με εποπτικό και ελεγκτικό περιεχόμενο και όχι πλέον εγκριτικό, βλ. Κ. Μπακόπουλος, Ζητήματα Εφαρμογής του νέου νόμου περί ομαδικών απολύσεων, ΕΕργΔ 2018, 665).

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1387/1983 «1. Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου. 2. Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους, β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας με απόφαση του Υπουργού Εργασίας η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 3. Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, όλοι οι τρόποι λήξης της σύμβασης εργασίας που γίνονται με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εξομοιώνονται με τις απολύσεις, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε».

Συνεπώς, για τον προσδιορισμό της έννοιας των ομαδικών απολύσεων χρησιμοποιείται ένα ποσοτικό και ένα ποιοτικό κριτήριο. Το μεν ποσοτικό κριτήριο αφορά τη σχέση ανάμεσα στον αριθμό των απολύσεων και το μέγεθος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης που απαιτείται για να εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη διαδικασία ομαδικών απολύσεων (βλ. Δ. Ζερδελής, ό.π.).

Κρίσιμο δε χρονικό σημείο βάσει του οποίου καθορίζεται το όριο καθ υπέρβαση του οποίου οι απολύσεις των, με σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εργαζομένων, τις οποίες επιχειρεί ο εργοδότης, για λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του, κατά την ενάσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μήνα κατά τον οποίο ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις και όχι του μήνα κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικά οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας. Η εξωτερίκευση της βούλησης του εργοδότη γίνεται είτε όταν προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σχετικά με τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, είτε, εάν δεν προέλθει προηγουμένως σε διαβουλεύσεις, όταν περιέλθουν στους εργαζομένους τα έγγραφα καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους (βλ. Α.Π. 116/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Το δε ποιοτικό κριτήριο αφορά στην προέλευση των λόγων στους οποίους ανάγονται οι απολύσεις.

Συγκεκριμένα, στην έννοια των ομαδικών απολύσεων υπάγονται οι απολύσεις που γίνονται για λόγους που δεν αφορούν στο πρόσωπο των απολυόμενων, κατά την ευρύτατη διατύπωση του νόμου (άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1387/1983), ενώ με εργοδοτικές απολύσεις εξομοιώνονται και όλοι οι τρόποι λήξης της σύμβασης εργασίας που γίνονται με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι όμως δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων και είναι τουλάχιστον 5 (άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 1337/1983). Κατ αποτέλεσμα δηλαδή πρόκειται για απολύσεις που, κατά βάση, ανάγονται στην οικονομικοτεχνική κατάσταση της επιχείρησης, ενώ αδιάφορο είναι εάν τελικά αφορούν προσωπικά στον εργοδότη, ως φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο (σε περίπτωση θανάτου του φυσικού προσώπου ή διάλυσης του νομικού προσώπου), ή στην οικονομική κατάσταση της επιχείρησης ή στην τεχνική κατάσταση αυτής, όπως αδιάφορος είναι και ο τρόπος παραγωγής του λόγου απόλυσης, δεδομένου ότι εμπίπτουν τόσο λόγοι που δημιουργούνται με πρωτοβουλία του εργοδότη όσο και οι λόγοι που δημιουργούνται από εξωγενή στοιχεία (βλ. Γ. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις και η κοινωνική πολιτική, Έκδοση 1995). Αντιθέτως, απολύσεις που συνδέονται με το πρόσωπο του εργαζόμενου δεν υπάγονται στην έννοια των ομαδικών απολύσεων, λαμβάνουν χώρα εκτός της προβλεπόμενης με το ν. 1387/1983 διαδικασίας και δεν συναριθμούνται με τυχόν συντρέχουσες απολύσεις που συνδέονται με το πρόσωπο του εργοδότη. Ο νόμος δεν απαριθμεί τους λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του εργαζόμενου, ωστόσο τέτοιοι λόγοι κρίνεται ότι συνιστούν εκείνοι που σχετίζονται με τη συμπεριφορά του εργαζόμενου ή την ικανότητά του ή την προσωπική του κατάσταση, είτε αυτοί οι λόγοι δύναται περαιτέρω να αναχθούν σε υπαιτιότητά του είτε όχι (βλ. Α.Π. 908/1998 ΕΕργΔ 1999, 67, Εφ.Αθ. 4379/2005 ΕλλΔνη 2006,1480, Εφ.Αθ. 7432/2002 ΕλλΔνη 2004, 872, Εφ.Θεσ. 2198/2000 ΕΕργΔ 2001, 416, Εφ.Θεσ. 602/1995 ΕΕργΔ 1996, 569, Εφ.Αθ. 10545/1990 ΕλλΔνη 1993, 212, Εφ.Θεσ. 2840/1987 ΔΕΝ 1988, 88, Δ. Ζερδελής, ό.π., Γ. Λεβέντη / Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Έκδοση 2011, Χρ. Σεβαστίδης, Ομαδικές απολύσεις στο Ελληνικό και στο Κοινοτικό Δίκαιο, Έκδοση 2008, Γ. Κουκιάδης, ό.π.). Ήτοι, πρόκειται για λόγους οι οποίοι συνδέονται με το πρόσωπο του εργαζόμενου με οποιονδήποτε τρόπο και όχι μόνο με την περίπτωση αντισυμβατικής του συμπεριφοράς, όπως εξάλλου προκύπτει από το γεγονός ότι το γράμμα της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1387/1983 αναφέρει απολύσεις για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο του εργαζόμενου και όχι για λόγους που δεν αφορούν στην εκ μέρους του αθέτηση των συμβατικών του υποχρεώσεων (βλ. Γ. Λεβέντης, Έννοια Ομαδικών Απολύσεων κατά το ν. 1387/1983, ΔΕΝ 1987, 451). Υπό την ανωτέρω έννοια, λόγοι καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη, που ανάγονται στο πρόσωπο του εργαζόμενου συνιστούν, ενδεικτικά, η αθέτηση της σύμβασης εργασίας, η ακαταλληλότητα, η ασθένεια, η παράβαση της υποχρέωσης πίστης, η αδυναμία συνεργασίας. Ομοίως, ως λόγος που ανάγεται στο πρόσωπο του εργαζόμενου και δη στην προσωπική κατάσταση αυτού, κατά τη μάλλον κρατούσα γνώμη, την οποία ακολουθεί και το Δικαστήριο αυτό, κρίνεται και εκείνος κατά τον οποίο ο εργοδότης προβαίνει σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας επειδή ο εργαζόμενος συμπλήρωσε τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης (βλ. Εφ.Αθ. 4379/2005, Εφ.Θεσ. 602/1995, Εφ.Αθ. 10545/1990, Εφ.Θεσ. 2840/1987 ό.π., Γ. Λεβέντη / Κ. Παπαδημητρίου, ό.π., Γ. Κουκιάδης, ό.π., αντίθετα βλ. Χρ. Σεβαστίδης, ό.π., ιδίως για την περίπτωση απόλυσης υπό συνθήκες μειωμένης, πρόωρης, σύνταξης). Δεν αποκλείεται, ωστόσο, απολύσεις εργαζομένων, υπό συνθήκες πλήρωσης των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης αυτών, να οφείλονται σε ή και σε οικονομικοτεχνικούς λόγους (βλ. I. Ληξουριώτη, Διαδικασία ομαδικών απολύσεων - Σχόλιο στην ΣτΕ 2555/1989, ΕΕργΔ 1990, 58). Οι μικτές αυτές περιπτώσεις, υπό την έννοια των απολύσεων που ανάγονται σε σύνθετο λόγο, ο οποίος αφορά τόσο στο πρόσωπο του εργοδότη όσο και στο πρόσωπο του εργαζόμενου, εμπίπτουν στο πεδίο του ν. 1387/1983, λαμβανομένου υπόψη του ότι η εξαίρεση απολύσεων από την υπαγωγή στις διατάξεις των ν. 1387/1983 αφορά λόγο αναγόμενο αποκλειστικά στο πρόσωπο του εργαζόμενου. Ήτοι, το γεγονός ότι, παράλληλα με τη γενική απόφαση του εργοδότη να προβεί σε μείωση ή αναδιάρθρωση του προσωπικού του, για λόγους που ανάγονται στο πρόσωπο του, μπορεί να συντρέχει και λόγος που αφορά στο πρόσωπο του εργαζομένου, δεν ασκεί επιρροή (βλ. Χρ. Σεβαστίδης, ό.π., Γ. Κουκιάδης, ό.π.).

Περαιτέρω, εφόσον η ταυτόχρονη απόλυση περισσότερων εργαζομένων εντάσσεται στην έννοια των ομαδικών απολύσεων, η μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο ν. 1387/1983 συνεπάγεται, σύμφωνα με τη ρητή περί τούτου διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ίδιου ν. 1387/1983, την ακυρότητα του συνόλου των απολύσεων αυτών (βλ. Α.Π. 786/2017 ΧρΙΔ 2019, 148, Α.Π. 1080/2006 ΕλλΔνη 2006, 1406, Α.Π. 1541/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1070/2010 ΧρΙΔ 2011, 467, Δ. Ζερδελής, ό.π., I. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Έκδοση 2017, Κ. Μπακόπουλος, Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, Έκδοση 2017).

VI. Με το ν. 3304/2005 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι Οδηγίες 2000/43/Ε.Κ. και 2000/78/Ε.Κ. Ο νόμος αυτός καταργήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4443/2016, πλην όμως οι ρυθμίσεις των πιο πάνω Οδηγιών, από κοινού με τις ρυθμίσεις της με αριθμό 2014/54/Ε.Ε. Οδηγίας, για τη λήψη μέτρων προς διευκόλυνση άσκησης των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, καθώς και άλλες ρυθμίσεις της ενωσιακής νομοθεσίας, ενσωματώθηκαν (εκ νέου) στην εσωτερική έννομη τάξη με το μέρος Α του νόμου αυτού.

Ειδικότερα, με τα άρθρα 1, 2 παρ. 1 και 2 στοιχ. β, 3 παρ. 1 στοιχ. γ και 6 παρ. 1 στοιχ. α της με αριθμό 2000/78 Οδηγίας ορίζεται ότι: «Σκοπός της παρούσας Οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη» (άρθρο 1 της Οδηγίας). «1. Για τους σκοπούς της παρούσας Οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν [...]. β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν, μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν ί) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, Η [...]» (άρθρο 2 παρ. 1 και 2 στοιχ. β της Οδηγίας). «1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα Οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά: οι) [..] β) [...] γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών» (άρθρο 3 παρ. 1 στοιχ. γ της Οδηγίας). «Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παρ. 2 τα κράτη-μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζόμενους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους» (άρθρο 6 παρ. 1 στοιχ. α της Οδηγίας).

Οι ρυθμίσεις αυτές της Οδηγίας ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 3 περ. β, 7 παρ. 1 περ. α και 8 παρ. 1 περ. γ του ν. 3304/2005 αρχικά και ήδη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 2 περ. β, 3 παρ. 1 περ. γ και 6 παρ. 1 περ. α του ν. 4443/2016.

Εξάλλου, η 25η αιτιολογική σκέψη της ως άνω με αριθμό 2000/78 Οδηγίας ορίζει ότι η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται για την απασχόληση και την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση, εν τούτοις η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες περιστάσεις και, για το λόγο αυτό, απαιτούνται ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορούν να διαφέρουν, ανάλογα με την κατάσταση των κρατών-μελών. Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης, αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας (βλ. Α.Π. 668/2019, ΣτΕ 222/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του ν. 3198/1955 (η οποία δεν εθίγη από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και των διατάξεων της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012, βλ. Α.Π. 311/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 435/1976, ορίζεται ότι «μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού δια χορήγησιν συντάξεως, συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου, να αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρώσιν είτε να απομακρύνωνται της εργασίας αυτών παρά του εργοδότου, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, ποσοστόν 40% οι δε μη επικουρικώς ησφαλισμένοι ποσοστό ν 50% επί της αποζημιώσεως, της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις διά την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότου. Διά την κατά τα ανωτέρω χορηγουμένην εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του ν.δ. 3198/1955 ως και των διατάξεων του ν. 2112/1920 "περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων" (ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενέστερον) και του Βασιλικού Διατάγματος της 16ης/18ης Ιουλίου 1920 "περί επεκτάσεως του ν. 2112/1920 και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών", πλην των διατάξεων των αφορωσών εις την προειδοποίησιν».

Από τη γραμματική ερμηνεία του εν λόγω εδαφίου προκύπτει ότι με αυτό προβλέπεται η δυνατότητα καταβολής μειωμένης αποζημίωσης, σε περίπτωση μονομερούς λύσης της εργασιακής σχέσης, είτε από τον εργαζόμενο είτε από τον εργοδότη, εφόσον όμως συντρέχει η προϋπόθεση πλήρους σύνταξης γήρατος. Σημειώνεται ότι, με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων προς πλήρη συνταξιοδότηση του εργαζόμενου, δεν επέρχεται, με βάση την ίδια ως άνω διάταξη, αυτοδικαίως η λύση της σύμβασης εργασίας, αλλά αυτή δύναται να λυθεί είτε εκ μέρους του εργοδότη, με την απομάκρυνση (απόλυση) του εργαζόμενου από την υπηρεσία, είτε εκ μέρους του τελευταίου, με την οικειοθελή αποχώρησή του. Δηλαδή, δεν θεσμοθετείται υποχρέωση του εργοδότη για καταγγελία της σύμβασης εργασίας του μισθωτού, ούτε υποχρέωση του τελευταίου για οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία του. Απλώς παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη να απομακρύνει τον εργαζόμενο, ακόμη και άνευ της συγκατάθεσης του τελευταίου, εφόσον στο πρόσωπο αυτού συντρέχουν οι τιθέμενες προϋποθέσεις, με την καταβολή μειωμένης αποζημίωσης. Πάντως, και σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος, ενώ η μη καταβολή της προβλεπομένης αποζημίωσης συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας (βλ. Α.Π. 311/2017, Α.Π. 599/2008, Α.Π. 106/1990, Εφ.Πειρ. 377/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο).

Ομοίως από το γράμμα της ως άνω διάταξης, προκύπτει ότι η εφαρμογή της εξαρτάται από τυπικές και αντικειμενικά μετρήσιμες προϋποθέσεις (πλήρωση προϋποθέσεων πλήρους σύνταξης γήρατος, οι οποίες συνίστανται σε εκ της νομοθεσίας συνδυασμό συγκεκριμένου χρόνου εργασίας και ηλικίας), οι οποίες δεν συνδέονται αιτιωδώς με την καταγγελία, υπό την έννοια ότι, με βάση την ίδια διάταξη, δεν τίθεται η συνταξιοδότηση ως αιτία και η καταγγελία ως αιτιατό (βλ. Κ. Μπακόπουλος, Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, Έκδοση 2017).

Η ίδια διάταξη δεν αντίκειται στις διατάξεις της προαναφερόμενης με αριθμό 2000/78 Οδηγίας για την καταπολέμηση των διακρίσεων, μεταξύ άλλων, λόγω ηλικίας και συνακόλουθα στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 4443/2016, που απαγορεύει τις άμεσες διακρίσεις, περίπτωση που συντρέχει και όταν, για έναν από τους αναγραφόμενους στη διάταξη λόγους, όπως η ηλικία, ένα πρόσωπο υφίσταται λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση. Τούτο, διότι οι ρυθμίσεις αυτές απαγορεύουν στον συγκεκριμένο εργοδότη να προβαίνει σε διακρίσεις του προσωπικού του με κριτήριο, μεταξύ άλλων, την ηλικία του εργαζομένου, ενώ, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αποκλείουν τη θέσπιση διατάξεων της εσωτερικής νομοθεσίας των κρατών- μελών ή όρων συλλογικών ρυθμίσεων ή κανονισμών εργασίας που καθορίζουν με αντικειμενικά κριτήρια όρια ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης των μισθωτών (πρβλ. Α.Π. 325/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, όπου και παραπομπές στη νομολογία του Δ.Ε.Ε.). Η δε εξεταζόμενη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 8 εδ. β του ν. 3198/1955 έχει ως στόχο τη διευκόλυνση ανανέωσης του προσωπικού των επιχειρήσεων, με την παροχή κινήτρου προς ελευθέρωση θέσεων εργασίας, ώστε να παρασχεθεί στους ηλικιακά νεότερους η ευχέρεια εξεύρεσης εργασίας και επαγγελματικής προώθησης, και τελικά τη δημιουργία μιας ισόρροπης ηλικιακής διάρθρωσης και τη συνακόλουθη αποφυγή διαφορών σχετικά με την ικανότητα του εργαζόμενου να ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του μετά ορισμένη ηλικία (βλ. Ολ.Α.Π. 1110/1986 ΝοΒ 1987,1953, Α.Π. 1345/2019, Α.Π. 1362/2018, Α.Π. 528/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Είναι γεγονός ότι η ως άνω διάταξη προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, χρησιμοποιώντας εμμέσως το κριτήριο της ηλικίας για την καταβολή μειωμένης αποζημίωσης, αφού η εφαρμογή της εξαρτάται μεν, όπως προεκτέθηκε, από τη συνδρομή τυπικών και αντικειμενικά μετρήσιμων προϋποθέσεων, την πλήρωση προϋποθέσεων πλήρους σύνταξης, η οποία όμως συνδέεται άμεσα με συγκεκριμένη ηλικία. Ωστόσο, ο προπεριγραφόμενος στόχος της εν λόγω διάταξης συνιστά θεμιτό κοινωνικοπολιτικό στόχο στον τομέα της πολιτικής της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας. Παράλληλα, ως ρύθμιση δεν κρίνεται αντικείμενη στην αρχή της αναλογικότητας, αφού δεν συνιστά ρύθμιση προδήλως απρόσφορη, μη αναγκαία ή δυσανάλογα επαχθή, καθώς η μεν σύμβαση εργασίας δεν λύεται, δυνάμει αυτής, αυτοδίκαια, αλλά, όπως προεκτέθηκε, δύναται να καταγγελθεί, ο δε εργαζόμενος λαμβάνει μεν, δυνάμει αυτής, μειωμένη αποζημίωση, όμως παράλληλα δικαιούται πλήρη σύνταξη γήρατος, που λειτουργεί ως αντιστάθμισμα της μειωμένης αποζημίωσης, ενώ την αυτή αποζημίωση τη δικαιούται ο εργαζόμενος ακόμα και παραιτούμενος (βλ. Κ. Μπακόπουλος, ό.π.). Για τους λόγους αυτούς, η διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του ν. 3198/1955 δεν εισάγει απαγορευμένη έμμεση διάκριση, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη διάταξη του άρθρου 6 του ν. 4443/2016 (κατά το οποίο: «"Εμμεση διάκριση" δεν υφίσταται, εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι πρόσφορα και αναγκαία [...]», δεν αντίκειται στην Οδηγία 2000/78/Ε.Κ. (βλ. Α.Π. 599/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αφού συνιστά θεμιτή παρέκκλιση, δεν παραβιάζει το άρθρο 22 του Συντάγματος, ούτε και το άρθρο 15 του Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή τους, εκθέτουν ότι είναι ηλικίας 62 ετών ο 10ος και ο 3ος, 63 ετών ο 2ος και ο 6ος, και 61 ετών ο 4ος και ο 7ος. Ότι άπαντες είναι υπάλληλοι της εναγομένης, στη βάση συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσληφθέντες στους ειδικότερα αναφερόμενους χρόνους και με τις ειδικότερα αναφερόμενες ειδικότητες ως προς έκαστο αυτών. Ότι, επίσης, είναι εκλεγμένα μέλη της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «...», στην οποία είναι μέλη πρωτοβάθμιες οργανώσεις, που εκπροσωπούν περίπου 6.000 μέλη. Ότι το Σεπτέμβριο του έτους 2018 η εναγομένη, με έγγραφο της που κοινοποίησε στις υπηρεσίες της, γνωστοποίησε ότι, κατ επιταγή του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010 και του όρου ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α του κανονισμού εργασίας του προσωπικού της (εφεξής ως Γ.Κ.Π.-...), όπως αυτός θεσπίστηκε με την από 3.6.2002 ε.σ.σ.ε., θα απολυθεί αυτοδίκαια και υποχρεωτικά το προσωπικό που έχει ηλικία άνω των 61 ετών, εκτός αν δεν δικαιούται σύνταξης. Ότι, στη συνέχεια, με το από 14.12.2018 έγγραφο της, το οποίο επέδωσε με δικαστικό επιμελητή σε συνολικά 68 υπαλλήλους της, μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες, και του οποίου το περιεχόμενο παρατίθεται στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, δήλωσε ότι, κατ ενάσκηση του δικαιώματος που της παρέχει η διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του ν. 3198/1955 και ο ανωτέρω όρος ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α του Γ.Κ.Π.-..., όπως ισχύει, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010, την 31.12.2018 λύεται η σύμβαση εργασίας εκάστου και από 1.1.2019 θα πάψει να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, καταβάλλοντος την αποζημίωση που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του ν. 3198/1955, σε συνδυασμό με τον όρο ΙΑ.1 παρ. 4.1 του Γ.Κ.Π.-..., όπως ισχύει με τις κοινές συμφωνίες τους. Ότι, με βάση το ως άνω έγγραφο, η εναγόμενη κατήγγειλε ταυτόχρονα τις συμβάσεις εργασίας 68 υπαλλήλων της, μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες, και από 1.1.2019 πράγματι έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Ότι οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων είναι άκυρες για τρεις λόγους, εξαιτίας δε της ακυρότητας αυτής η εναγόμενη κατέστη υπερήμερη ως εργοδότρια, με αποτέλεσμα αφενός να οφείλει σε αυτούς τους διεκδικούμενους μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.12.2019, αφετέρου να υποχρεούται να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία τους. Ότι, ειδικότερα, η προαναφερόμενη ακυρότητα έγκειται στο γεγονός ότι η εναγομένη, αν και τελούσε σε γνώση της ιδιότητάς τους ως νομίμως εκλεγμένα μέλη της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «...», προ της καταγγελίας δεν έλαβε χώρα η διαπίστωση του νόμιμου λόγου αυτής (καταγγελίας) από την Επιτροπή Προστασίας των Συνδικαλιστικών Στελεχών, κατ άρθρο 15 του ν. 1264/1982. Ότι, επίσης, η ταυτόχρονη απόλυση των προαναφερομένων 68 υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες, έγιναν για λόγους οικονομικούς της εναγομένης, υπό το πρόσχημα ότι γίνονται υποχρεωτικά λόγω συνταξιοδότησης των απολυθέντων, καθώς οι επικαλούμενες από την ίδια διατάξεις του κανονισμού του προσωπικού της περί αυτοδίκαιης αποχώρησης με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας είχαν, δυνάμει της Π.Υ.Σ. 6/2012, ήδη από 14.2.2012 καταργηθεί. Ότι, ενόψει του ως άνω συνολικού αριθμού των απολυθέντων στις 31.12.2018, οπότε και η εναγομένη απασχολούσε συνολικά περισσότερους από 150 εργαζόμενους, οι εν λόγω απολύσεις συνιστούσαν ομαδικές απολύσεις, για τις οποίες όμως η ίδια δεν τήρησε την προβλεπόμενη από το ν. 1387/1983 διαδικασία, γεγονός που συνεπάγεται την ακυρότητα αυτών. Ότι, επιπρόσθετα, η ίδια ακυρότητα έγκειται στο γεγονός ότι η επικαλούμενη από την εναγομένη διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του ν. 3198/1955 προσκρούει στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ηλικίας, ήτοι συνιστά ρύθμιση αντικείμενη στην Οδηγία 2000/78, στις διατάξεις του ν. 4443/2016, στο άρθρο 15 του Χάρτη θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην αρχή της αναλογικότητας, ενώ, επίσης, η ακυρότητα έγκειται και στο γεγονός ότι οι ίδιες διατάξεις παραβιάστηκαν διότι επιλέχθηκε να καταγγελθούν για οικονομικούς λόγους οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων με μόνο κριτήριο ότι πληρούν τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης, ενώ διατηρούνται υπάλληλοι μεγαλύτερης ηλικίας από τους ίδιους.

Για τους λόγους αυτούς, όπως το κατ εκτίμηση του δικογράφου αίτημα τους διαμορφώθηκε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού, με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις προτάσεις τους (άρθρο 223 του Κ.Πολ.Δ.), οι ενάγοντες ζητούν: 1) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσηκόντως και μετά την 1.1.2019 προσφερόμενες υπηρεσίες τους, με τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες με τις οποίες απασχολούνταν έως και τις 31.12.2018, και να κηρυχθεί προς τούτο η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, 2) να καταδικασθεί η εναγομένη σε χρηματική ποινή ύψους 500 ευρώ ως προς έκαστο αυτών και για έκαστη ημέρα μη συμμόρφωσής της προς την υποχρέωσή της αυτή, 3) να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει, ως μισθούς υπερημερίας χρονικού διαστήματος 1.1.2019 έως 31.12.2019, συνολικά: 1) στον 1° το χρηματικό ποσό των 32.611,20 ευρώ, 2) στο 2° το χρηματικό ποσό των 30.738 ευρώ, 3) στον 3° το χρηματικό ποσό των 24.608,16 ευρώ, 4) στον 4° το χρηματικό ποσό των 25.800,48 ευρώ, 5) στον 6° το χρηματικό ποσό των 30.819,96 ευρώ και 6) στον 7° το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ, και όλα τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά, ως προς όλους τους ενάγοντες, με το νόμιμο τόκο από το τέλος εκάστου μήνα που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Επιπρόσθετα, οι ενάγοντες ζητούν να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη και στην αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου τους.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως, καθ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 14 παρ. 2, 25 παρ. 2, 37 του Κ.Πολ.Δ.), εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, προκειμένου να εκδικασθεί κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών [άρθρα 591, 614 αρ. 3, 621-622 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 1 άρθρ. τέταρτο του ν. 4335/2015, καθώς η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 29.3.2019 - βλ. σχετ. και άρθρ. 1 άρθρ. ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015, σύμφωνα με το οποίο οι ισχύουσες διατάξεις για τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 του Κ.Πολ.Δ., όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ως άνω νόμου, εφαρμόζονται για τις κατατεθειμένες από 1.1.2016 αγωγές] και, εφόσον το αντικείμενο αυτής αφορά αξιώσεις εκ της επικαλούμενης ακυρότητας των φερόμενων ως καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, έχει ασκηθεί εντός της, κατ άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, η οποία ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 280 του Α.Κ., βλ. Ολ.Α.Π. 1338/1985 ΕΕργΔ 1986, 58, Α.Π. 1402/2017, Α.Π. 2028/2017, Α.Π. 359/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Τούτο λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι ως άνω καταγγελίες έλαβαν χώρα στις 31.12.2018 και η αγωγή επιδόθηκε στην εναγομένη στις 29.03.2019 (βλ. την υπ αριθμ. .../29.3.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ...). Πρέπει δε να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική βασιμότητα των σωρευτικά επικαλούμενων λόγων ακυρότητας των φερόμενων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, στη βάση της οποίας ερείδονται οι ένδικες αξιώσεις τους.

Συγκεκριμένα, κατά το μέρος που οι ένδικες αξιώσεις στηρίζονται στους δύο πρώτους εκτιθέμενους λόγους ακυρότητας των ένδικων φερόμενων καταγγελιών συμβάσεων εργασίας, ήτοι εξαιτίας μη τήρησης από την εναγομένη των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 14 και 15 του ν. 1264/1982 και μη τήρησης της διαδικασίας του ν. 1387/1983, υπό την επίκληση ότι οι απολύσεις στις οποίες προέβη η εναγομένη συνιστούν ομαδικές απολύσεις, εφόσον πληρούν το, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ίδιου ν. 1387/1983, ποιοτικό (έγιναν για οικονομικούς της λόγους) και το ποσοτικό κριτήριο (68 απολύσεις σε σύνολο περισσότερων των 150 εργαζόμενων), είναι, κατά τα διαλαμβανόμενα στις υπό στοιχείο IV και V νομικές σκέψεις της παρούσας, νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 180, 341, 345, 346, 349, 350, 648 επ. 655 εδ. α του Α.Κ., 14 παρ. 2,4, 5 και 15 του ν. 1264/1982, άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 4043/2012, άρθρο 5 της κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου Π.Υ.Σ. 6/2012, άρθρο 1, 6 του ν. 1387/1983, 70, 946 παρ. 1 και 176 του Κ.Πολ.Δ.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η κρινόμενη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, εντός του προπεριγραφόμενου πλαισίου πραγματικών περιστατικών και νομοθετικών διατάξεων, αφού λήφθηκαν υπόψη οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης, οι οποίοι άπτονται της νομικής βασιμότητας της αγωγής, αφού ανάγονται σε εφαρμογή ή μη κανονιστικών διατάξεων (ε.σ.σ.ε. με ισχύ ουσιαστικού νόμου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις υπό στοιχείο I και ΙΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας).

Ειδικότερα, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι οι ένδικες συμβάσεις εργασίας λύθηκαν υποχρεωτικά και αυτοδίκαια, χωρίς να προηγηθεί καταγγελία αυτών, λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας, εφόσον άπαντες οι ενάγοντες είχαν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, δυνάμει, κατά βάση, του όρου ΙΑ παρ. 1 εδ. α του Γ.Κ.Π.-..., όπως αυτός είχε θεσπιστεί με την από 3.6.2002 ε.σ.σ.ε. και καταργήθηκε μεν στις 14.2.2012, με τις διατάξεις του άρθρου 5 της Π.Υ.Σ. 6/2012, όμως, στα πλαίσια της συλλογικής αυτονομίας, σύμφωνα με το ν. 1876/1990, κατόπιν συλλογικών διαπραγματεύσεων, εφόσον νομοθετικά τούτο δεν απαγορεύεται, ο ίδιος όρος, σε επόμενο της 14ης.2.2012 χρόνο, επαναφέρθηκε σε ισχύ και συνιστά περιεχόμενο του υφιστάμενου Γ.Κ.Π. του προσωπικού της, με τις σχετικές κανονιστικής ισχύος διατάξεις της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε., σε συνδυασμό με τις συναφθείσες συλλογικές συμφωνίες που ακολούθησαν.

Ωστόσο, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί της εναγομένης είναι νόμω αβάσιμοι, για τους λόγους που αναλυτικά έχουν εκτεθεί στις υπό στοιχείο I και III νομικές σκέψεις της παρούσας, και συνοπτικά διότι: α) ο κρίσιμος για την ένδικη υπόθεση υπό στοιχείο ΙΑ παρ. 1 εδ. α όρος της από 3.6.2002 ε.σ.σ.ε. καταργήθηκε από 14.2.2012 με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και του άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012, οι οποίες συνιστούν διατάξεις αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα να μην επιδέχονται απόκλισης, ούτε προς το ευνοϊκότερο για τους εργαζόμενους, β) δυνατότητα επαναρρύθμισης και επαναφοράς του ίδιου όρου σε ισχύ για το μέλλον, και δη στο πλαίσιο της ενάσκησης του δικαιώματος συλλογικής αυτονομίας, δεν υφίσταται, ήτοι απαγορεύεται, καθώς τα ζητήματα των οποίων άπτεται (ρύθμιση ρήτρας μονιμότητας) εξέρχονται του δικαιώματος συλλογικής αυτονομίας και της δυνατότητας συλλογικών διαπραγματεύσεων, για λόγους γενικού συμφέροντος, αναγόμενους στην εθνική οικονομία, γ) η απαγόρευση αυτή εδράζεται σε συνταγματικές και κοινές νομοθετικές διατάξεις και απορρέει από την ίδια τη φύση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012 και δεν αίρεται από το γεγονός ότι δεν καταγράφεται (η σχετική απαγόρευση) ρητά στο περιεχόμενο αυτών (των αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου διατάξεων), όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη.

Ως εκ τούτου, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη της παρούσας, ο ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α κανονιστικής ισχύος όρος της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε., με τον οποίο επανεισάγεται ρήτρα μονιμότητας, ώστε να καταστούν εκ νέου (μετά τις 14.2.2012) οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της εναγομένης ορισμένου χρόνου, είναι ανίσχυρος, μη εφαρμοστέος και δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα στα οποία σκοπεί, ενώ και οι όροι διατήρησης αυτού (του υπό στοιχείο ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α) σε έκαστη των μεταγενέστερων συλλογικών συμφωνιών (από 31.3.2015, από 14.4.2016, από 7.4.2017 και, τέλος, από 20.7.2017, ενοχικού πάντως χαρακτήρα) είναι άκυροι ως προς τούτο, ως αντικείμενοι σε απαγορευτική διάταξη νόμου, και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα (ακόμα και εάν ήθελε κριθεί ο κανονιστικός και όχι ενοχικός χαρακτήρας των εν λόγω συλλογικών συμφωνιών, ομοίως, οι κρίσιμες ρυθμίσεις είναι ανίσχυρες, για τους ίδιους λόγους που εκτέθηκαν, αναφορικά με το ανίσχυρο, ως προς τούτο, της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε.).

Αντίστοιχα, για τους ίδιους ως άνω λόγους, κρίθηκε νόμω βάσιμη η αγωγή, κατά το μέρος που οι ένδικες αξιώσεις εδράζονται επί του ισχυρισμού ότι οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων συνιστούν, σε κάθε περίπτωση, από 14.2.2012 και εφεξής, συμβάσεις αορίστου χρόνου, τις οποίες επιχείρησε να λύσει η εναγομένη με καταγγελία, που έλαβε χώρα στις 31.12.2018, αφενός μεν χωρίς να τηρηθούν από την εναγόμενη οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 5 και 15 του ν. 1264/1982, αφετέρου δε για οικονομικούς της λόγους, χωρίς την τήρηση της διαδικασίας του ν. 1387/1983, με αποτέλεσμα την ακυρότητα αυτών.

Αντίθετα, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη κατά το μέρος που οι ένδικες αξιώσεις ερείδονται στη βάση του σωρευτικά επικαλούμενου τρίτου λόγου ακυρότητας των ένδικων φερόμενων απολύσεων, στη βάση του ισχυρισμού ότι η διάταξη του άρθρου 8 εδ. β του ν. 3198/1955 εισάγει, αντίθετη στο ενωσιακό και εθνικό δίκαιο, διάκριση λόγω ηλικίας. Τούτο διότι, για τους λόγους που αναλυτικά έχουν εκτεθεί στην υπό στοιχείο VI νομική σκέψη της παρούσας, η εν λόγω διάταξη εισάγει μεν έμμεσα ηλικιακό κριτήριο, εξυπηρετεί όμως θεμιτό κοινωνικοπολιτικό στόχο στον τομέα της πολιτικής της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας, χωρίς να συνιστά ρύθμιση προδήλως απρόσφορη, μη αναγκαία ή δυσανάλογα επαχθή.

Εξάλλου, η ίδια ως άνω εξεταζόμενη βάση της αγωγής, κατά το μέρος που ερείδεται στην επίκληση του ότι οι διατάξεις περί απαγόρευσης διακρίσεων λόγω ηλικίας παραβιάστηκαν διότι επιλέχθηκε να καταγγελθούν για οικονομικούς λόγους οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων με μόνο κριτήριο ότι οι τελευταίοι πληρούν τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης ενώ παραμένουν στην εργασία υπάλληλοι μεγαλύτερης ηλικίας από τους ίδιους, πρέπει να απορριφθεί, ομοίως, ως νόμω αβάσιμη. Τούτο, διότι, κατά το σκέλος αυτό, οι ίδιοι οι ενάγοντες δεν συσχετίζουν το επικαλούμενο γεγονός της καταγγελίας της σύμβασης εκάστου με την ηλικία τους, αλλά πρωτίστως με οικονομικούς λόγους της εναγομένης, προς εξυπηρέτηση των οποίων η τελευταία επέλεξε την καταγγελία συμβάσεων εκείνων που είχαν θεμελιώσει, ανεξαρτήτως ηλικίας, πλήρη συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Ενόψει δε του συμβατικού δεσμού που επικαλούνται οι ενάγοντες ότι διατηρούν με την εναγομένη, ήτοι σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο αναιτιώδης χαρακτήρας της καταγγελίας αυτών (ο οποίος δεν μεταβλήθηκε με το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ε.Κ.Χ. που επικαλούνται οι ενάγοντες, βλ. Α.Π. 1512/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), δεν επιτρέπει, κατ αρχήν, τη γενική διερεύνηση ως προς την ορθότητα και σκοπιμότητα της επιλογής του εργοδότη αναφορικά με τα πρόσωπα των εργαζομένων που απολύει, παρά μόνο στο πλαίσιο διερεύνησης ισχυρισμού περί καταχρηστικής ενάσκησης του σχετικού διευθυντικού δικαιώματος (βλ. Α.Π. 539/2018, Α.Π. 1435/2018, Α.Π. 1481/2018, Α.Π. 595/2015, Α.Π. 1837/2008, Α.Π. 203/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Δ. Ζερδελής, ό.π.). Τέτοιου είδους όμως ισχυρισμός δεν έχει προβληθεί στην προκειμένη περίπτωση.

Συνεπώς, κατά το μέρος που η κρινόμενη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δοθέντος ότι (κατόπιν του ήδη αναφερθέντος παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος) αναγνωριστικού χαρακτήρα του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 14 παρ. 1 και 71 του Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ.).

VII. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., η ένσταση, ως αυτοτελής πραγματικός ισχυρισμός, που περιέχει πραγματικά περιστατικά διάφορα από εκείνα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και με τα οποία επιδιώκεται η προσωρινή ή οριστική απόρριψη ή η αναβολή της απάντησης σε αυτήν, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν. Δηλαδή, για να κριθεί ότι επιδέχεται δικαστική εκτίμηση, πρέπει να περιέχει στοιχεία ανάλογα προς εκείνα που είναι αναγκαία για την τυπική παραδοχή και, συνακόλουθα, δικαστική εκτίμηση της αγωγής (Α.Π. 1069/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 9577/1986 Δίκη 18, 376). Αν τα γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της υπό δικονομική έννοια ένστασης, είτε συνιστούν το «πραγματικό» ουσιαστικού είτε το «πραγματικό» δικονομικού κανόνα, δεν εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη ή δεν συνάπτονται με ορισμένο αίτημα, η ένσταση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστη (Α.Π. 1383/2008 Δ 2009, 438, Α.Π. 164/2008 Δ 2009, 187, Εφ.Αθ. 7045/1990 ΕλλΔνη 1990, 1518, Γ. Νικολόπουλος, Η έννοια και λειτουργία της ενστάσεως στο Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Έκδοση 1987). Η δε παράλειψη αναφοράς των αναγκαίων περιστατικών δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο έγγραφο, στο οποίο τυχόν αναγράφονται αυτά, ούτε με την προσθήκη των προτάσεων (Α.Π. 1383/2008 Δ 2009, 438, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., άρθρο 262 αρ. 2).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 416 του Α.Κ., η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι τα στοιχεία της ένστασης εξόφλησης, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινίσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία έτσι του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελάχιστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 του Α.Κ., 8 του ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 του ν. 4020/1959). Σε αντίθετη περίπτωση, η ένσταση είναι αόριστη και δεν μπορεί να συμπληρωθεί διά των αποδείξεων. Επομένως, για να είναι σαφής και ορισμένη η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (μισθοδοτικών καταστάσεων, αποδείξεων πληρωμής) περί του ότι πληρώθηκε ο μισθωτός όλες τις απαιτήσεις του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μια αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών. Επομένως, ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους. Τούτο όμως δεν συμβαίνει όταν ασκούνται με την αγωγή αξιώσεις από σύμβαση εργασίας και προσκομίζεται από τον εργοδότη έγγραφη απόδειξη του εργαζομένου περί καταβολής σε αυτόν συνολικού ποσού, που καλύπτει κατά ένα μέρος ή εξ ολοκλήρου τις αγωγικές αξιώσεις, χωρίς να αναφέρει την κάθε αιτία και το επί μέρους ποσό που καταβλήθηκε για αυτή, διότι στην εν λόγω περίπτωση δεν αποκλείεται να καταβλήθηκε το ποσό αυτό προς εξόφληση άλλων αξιώσεων του εργαζομένου, που δεν περιλήφθηκαν στην αγωγή. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 18 του ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του ν. 1469/1984 (με την οποία παρ. 2 προστέθηκε εδάφιο ε στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951) επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σε αυτές (Α.Π. 1069/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 381/2014 ΧρΙΔ 2014,488, Α.Π. 1030/2011 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 191/2011, Α.Π. 1322/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 178/2010 ΕλλΔνη 2010, 743, Α.Π. 1828/2008 ΔΕΝ 2009, 628, Α.Π. 1320/2008 ΧρΙΔ 2009, 311, Α.Π. 894/2007, Α.Π. 1405/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1086/2006 ΕΕργΔ 2007, 306, Χρ. Γκούτος, Εξόφληση χρηματικού χρέους του εργοδότη, ΔΕΝ 2009, 817).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις της, αρνείται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι αφενός μεν η διάταξη του άρθρου 14 του ν. 1264/1982 αναφέρεται στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας και όχι στην αυτοδίκαιη λύση αυτής λόγω συνταξιοδότησης, αφετέρου δε ότι δεν υπείχε υποχρέωση τήρησης της διαδικασίας ομαδικών απολύσεων. Ότι, ακόμα και εάν οι λύσεις των επίδικων συμβάσεων κριθούν ως απολύσεις, ο λόγος για τον οποίο αυτές έλαβαν χώρα ήταν λόγος που ανάγεται στο πρόσωπο των εναγόντων (πλήρωση προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης) και όχι στο πρόσωπο της (οικονομικοί λόγοι), όπως επικαλούνται οι ενάγοντες με το δικόγραφο της αγωγής τους. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (πρβλ. Α.Π. 931/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Επίσης, με τις προτάσεις της και με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες έχουν εξοφληθεί. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθώς η εναγομένη δεν εξειδικεύει τα επιμέρους ποσά που κατεβλήθησαν σε κάθε ενάγοντα για κάθε αιτία και τον χρόνο καταβολής τους, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Περαιτέρω, η εναγομένη, επικουρικά, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και εκτέθηκε στις προτάσεις της, προβάλλει τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες είχαν, ήδη προ μηνών, ενημερωθεί ότι η 31η.12.2018 θα ήταν η τελευταία ημέρα εργασίας τους, λόγω συμπλήρωσης του προβλεπόμενου με τον Γ.Κ.Π.-... ορίου ηλικίας τους, και, μολονότι σιωπηρά δέχθηκαν τη λύση των συμβάσεών τους, αφού δεν προσκόμισαν βεβαιώσεις από τον ασφαλιστικό τους φορέα περί του ότι δεν δύνανται να λάβουν πλήρη σύνταξη γήρατος, προέβαλαν το πρώτον με την κρινόμενη αγωγή ισχυρισμό περί δήθεν απόλυσής τους, ενώ τους ήταν γνωστό ότι σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν απαιτείται ειδικότερη ενέργεια για τη λύση τους με την παρέλευση της καθορισμένης διάρκειάς τους.

Με το περιεχόμενο αυτό, ο ανωτέρω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, διότι η μη προσκόμιση βεβαίωσης περί του ότι δεν δικαιούνται πλήρη σύνταξη γήρατος, ιδίως ενόψει του ότι ούτε οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι δεν δικαιούνται τέτοια σύνταξη, άνευ άλλου πραγματικού περιστατικού, δεν συνιστά σιωπηρή δήλωση βούλησης από την πλευρά τους και δη σιωπηρή αποδοχή της λύσης των συμβάσεών τους, την οποία εξάλλου οι ίδιοι αμφισβητούν για έτερο λόγο, μη συνεχόμενο με το εάν δικαιούνται ή μη σύνταξης. Άλλωστε, η επίκληση του γεγονότος ότι οι ενάγοντες γνωρίζουν ότι οι συμβάσεις τους ήταν ορισμένου χρόνου που έληγαν αυτοδίκαια με την παρέλευση της καθορισμένης χρονικής τους διάρκειας (ανεξαρτήτως του νόμω αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού), παρά ταύτα, όμως, άσκησαν την κρινόμενη αγωγή τους, ομοίως δεν θεμελιώνει νόμιμο ισχυρισμό περί κατάχρησης δικαιώματος. Τούτο διότι η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξη αυτού (του δικαιώματος), οπότε, υπό την έννοια αυτή, τα ανωτέρω ισχυριζόμενα από την εναγομένη, η βασιμότητα των οποίων θα απέκλειε τη γέννηση των ένδικων δικαιωμάτων των εναγόντων, δεν δύναται να θεμελιώσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης αυτών, αλλά συνιστά άρνηση (στην προκειμένη περίπτωση της νομικής βασιμότητας) της κρινόμενης αγωγής (βλ. Α.Π. 1024/2018, Α.Π. 536/2017 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1913/2008 ΕλλΔνη 2010, 78).

[...] [Α]ποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εναγομένη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης ως υπάλληλοι. Ειδικότερα, ο 10ος ενάγων, γεννηθείς το έτος 1956, προσλήφθηκε στις 9.3.1978 και εργάσθηκε στην ..., κατέχων πλέον το βαθμό του ..., ο 2ος ενάγων, γεννηθείς το έτος 1957, προσλήφθηκε στις 8.5.1978 και εργάσθηκε με την ειδικότητα του ..., ο 3ος ενάγων, γεννηθείς το έτος 1956, προσλήφθηκε στις 19.6.1984 (με προϋπηρεσία πριν την πρόσληψή του στην εναγομένη διάρκειας 16 μηνών) και εργάσθηκε στο ... με το βαθμό του ..., ο 4ος ενάγων, γεννηθείς το έτος 1957, προσλήφθηκε στις 18.7.1983 (με προϋπηρεσία πριν την πρόσληψή του στην εναγόμενη διάρκειας 11 μηνών) και εργάσθηκε στην Υπηρεσία ... με το βαθμό του ..., ο 6ος γεννηθείς το έτος 1955, προσλήφθηκε στις 23.3.1983 (με προϋπηρεσία πριν την πρόσληψή του στην εναγομένη διάρκειας 3 μηνών) και εργάσθηκε στο ... πλέον τον βαθμό του ..., και ο 7ος ενάγων, γεννηθείς το έτος 1957, προσλήφθηκε στις 4.1.1988 (με προϋπηρεσία πριν την πρόσληψή του στην εναγομένη διάρκειας 5 ετών) και εργάσθηκε στο ... κατέχων πλέον το βαθμό του ....

Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας των εναγόντων, όπως και εν γένει του προσωπικού της εναγομένης, καταλαμβάνονται (και) από την ισχύ ρυθμίσεων επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (εφεξής ως ε.σ.σ.ε.) και τον γενικό κανονισμό προσωπικού της (εφεξής ως Γ.Κ.Π.-...), όπως ίσχυαν και όπως δύνανται να ισχύουν. Στο πλαίσιο αυτό, το σύνολο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της εναγομένης, δυνάμει του υπό στοιχείο ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α όρου του Γ.Κ.Π.-..., που κωδικοποιήθηκε και τέθηκε σε ισχύ με την από 3.6.2002 ε.σ.σ.ε., κατά τον οποίο οι συμβάσεις εργασίας λύονταν αυτοδίκαια με τη συμπλήρωση του αναφερόμενου ορίου ηλικίας (62 ετών για το προσωπικό με βαθμό διευθυντή, 58 ετών για το προσωπικό με βαθμό τομεάρχη και 57 ετών για όλο το άλλο προσωπικό, όπως το περιεχόμενο του εν λόγω όρου ειδικότερα εκτίθεται στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη της παρούσας), συνιστούσαν, καταρχάς, συμβάσεις ορισμένου χρόνου.

Υπό το καθεστώς αυτό οι ενάγοντες εξακολούθησαν να εργάζονται στην εναγομένη μέχρι τις 14.2.2012, οπότε και, δυνάμει των αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και άρθρου 5 της κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012, οι συμβάσεις τους έγιναν, κατά νομοθετικό ορισμό, αορίστου χρόνου, δυνάμενες εφεξής να λυθούν κατά τα προβλεπόμενα από το ν. 2112/1920.

Παράλληλα, ο ανωτέρω ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α όρος, ως ρήτρα μονιμότητας, αφού επέφερε περιορισμό του εργοδοτικού δικαιώματος καταγγελίας, καταργήθηκε, χωρίς δυνατότητα να επανατεθεί σε ισχύ, τουλάχιστον σε επίπεδο συλλογικών συμφωνιών και συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας. Παρά ταύτα, ο ίδιος ως άνω όρος, μετά την 1412.2012, επιχειρήθηκε να επανατεθεί σε ισχύ, επαναφερόμενος ως περιεχόμενο της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε., καθώς και να διατηρηθεί σε ισχύ δυνάμει των συλλογικών συμφωνιών που ακολούθησαν (από 31.3.2015 συλλογική συμφωνία, από 14.4.2016 συλλογική συμφωνία, από 7.4.2017 και τέλος από 20.7.2017 κοινή συμφωνία-πλαίσιο). Το γεγονός αυτό, όπως έχει ήδη εκτεθεί, για τους λόγους που διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη της παρούσας, δεν μετέβαλε το χαρακτήρα των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, οι οποίες εξακολούθησαν και μετά ταύτα να συνιστούν συμβάσεις αορίστου χρόνου, ενόψει του ανίσχυρου, ως προς τον εν λόγω όρο, της από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε. και του άκυρου, ως προς τα ίδια ζητήματα, των ανωτέρω ενοχικής ισχύος συλλογικών συμφωνιών (σε κάθε περίπτωση του ανίσχυρου αυτών, κατά το ίδιο μέρος, έστω και εάν οι τελευταίες ήθελαν κριθούν ως κανονιστικής ισχύος), δεδομένης της φύσης των διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012, ως αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου διατάξεων.

Αποδείχθηκε δε ότι, ενώ οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων εξακολούθησαν από τις 14.2.2012 και εφεξής να είναι συμβάσεις αορίστου χρόνου και η ρήτρα μονιμότητας του Γ.Κ.Π.-... εξακολουθούσε καταργημένη, με αποτέλεσμα τυχόν συμπλήρωση του προϊσχύσαντος ορίου ηλικίας (κρίσιμο στην ένδικη υπόθεση το όριο ηλικίας των 57 ετών, δεδομένου ότι ως προς ουδένα των εναγόντων αποδεικνύεται βαθμός διευθυντή ή τομεάρχη) να μην επιφέρει την αυτοδίκαιη λύση αυτών, εντούτοις οι ενάγοντες, προ της λήξης του έτους 2014 (ο 1ος στις 29.12.2014, ο 2ος στις 24.12.2014, ο 3ος στις 23.12.2014, ο 6ος στις 18.12.2014 και ο 7ος στις 19.12.2014), ενόψει του ότι, με βάση το προαναφερόμενο έτος γέννησής τους, θα συμπλήρωναν στις 31.12.2014 το προϊσχύσαν όριο ηλικίας, κατέθεσαν αιτήσεις παραμονής τους στην εναγομένη, με την επίκληση των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 3863/2010, αιτήσεις τις οποίες η ίδια αποδέχθηκε.

Η υποβολή και αποδοχή των σχετικών αιτήσεων (και η ενιαύσια παράταση στη διάρκεια των συμβάσεων που αποφασίσθηκε από την εναγομένη το Δεκέμβριο του έτους 2015, για το σύνολο του προσωπικού, το οποίο θα συμπλήρωνε το προϊσχύσαν όριο ηλικίας, και έγινε αποδεκτή από τη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του προσωπικού της, μέλη της οποίας είναι οι ενάγοντες) δεν μετέβαλε το χαρακτήρα των συμβάσεων εργασίας των ως άνω εναγόντων, οι οποίες εξακολούθησαν και κατόπιν τούτων ως είχαν μετά την 1412.2012, ήτοι εξακολούθησαν ως αορίστου χρόνου. Τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010 είχε καταργηθεί, με αποτέλεσμα οι, στη βάση αυτής, σχετικές από μέρους τους αιτήσεις, όπως και η αποδοχή των τελευταίων, από μέρους της εναγομένης, να μην επιφέρουν έννομες συνέπειες.

Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010 ορίζει ότι «20. Διατάξεις Κανονισμών Εργασίας και Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που εφαρμόζονται σε εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται από το ν. 1256/1982 (Φ.Ε.Κ. 65 Α), και προβλέπουν αυτοδίκαιη και υποχρεωτική απόλυση με τη συμπλήρωση είτε του οριζόμενου σε αυτές χρόνου υπηρεσίας και ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, είτε του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, δεν εφαρμόζονται, εφόσον υποβληθεί από τον εργαζόμενο αίτηση παραμονής στην υπηρεσία που γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από τον εργοδότη. Η παραμονή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών (3) ετών εκτός και εάν δεν θεμελιώνεται δικαίωμα για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη». Συνεπώς, η εφαρμογή της διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010 ερείδεται, τουλάχιστον, επί ρήτρας μονιμότητας, παρεκκλίνοντας, σε κάθε περίπτωση, από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας. Κατ αποτέλεσμα, η ίδια διάταξη καταργήθηκε, από 14.2.2012, με τη μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 και τη, κατ εξουσιοδότηση αυτού, διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012, όπως το περιεχόμενο τους εκτέθηκε στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι, με τις τελευταίες, προβλέφθηκε η κατάργηση και τυπικών νόμων που αφορούσαν ρήτρες μονιμότητας, παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας (όπως δηλαδή η ως άνω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010).

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν καταργήθηκε, ομοίως, οι συμβάσεις εργασίας των εναγόντων παρέμειναν αορίστου χρόνου, παρά την υποβολή και αποδοχή αιτήσεων στη βάση αυτής. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της εν λόγω διάταξης, εφόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, επέφερε πράγματι υποχρεωτική παράταση της ορισμένου χρόνου (λόγω ορίου ηλικίας) σύμβασης εργασίας, κατά την οποία (παράταση) η τελευταία εξακολουθούσε ομοίως ως ορισμένου χρόνου, με διάρκεια έως το πέρας της εν λόγω παράτασης (βλ. Α.Π. 1111/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Απαραίτητη όμως προϋπόθεση εφαρμογής της προαναφερόμενης διάταξης και των συνακόλουθων συνεπειών αυτής είναι, κατά το σαφές γράμμα της, η ύπαρξη, μεταξύ άλλων, διάταξης κανονισμού ή ε.σ.σ.ε. που προβλέπει αυτοδίκαιη και υποχρεωτική απόλυση με τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας, κατά το χρόνο της σχετικής αίτησης εκ μέρους του εργαζόμενου. Η προϋπόθεση δε αυτή, δυνάμει των, μεταγενέστερων του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010, αναγκαστικού δικαίου διατάξεων του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 4046/2012 και άρθρου 5 της, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, Π.Υ.Σ. 6/2012, όπως έχει ήδη εκτεθεί, έχει εκλείψει (λόγω της από 14.2.2012 κατάργησης σχετικών όρων κανονισμών ή ε.σ.σ.ε.). Ειδικότερα, κατά το μέρος που αφορά στην ένδικη υπόθεση, τα έτη 2014 και 2015, κατά τα οποία η εναγομένη και οι ενάγοντες, που υπέβαλαν τότε σχετική αίτηση παραμονής τους στην υπηρεσία, επικαλέσθηκαν την εν λόγω διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010, είχε ήδη εκλείψει η ως άνω προϋπόθεση εφαρμογής της, δεδομένου ότι ο όρος ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α του Γ.Κ.Π.-... που είχε θεσπισθεί με την από 3.6.2002 είχε καταργηθεί και παρέμεινε έτσι, για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, και μετά την από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε. και τις συλλογικές συμφωνίες που ακολούθησαν αυτήν. Ως εκ τούτου, εφόσον οι συμβάσεις εργασίας του προσωπικού της εναγομένης, μεταξύ των οποίων των ανωτέρω εναγόντων, είχαν ήδη, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο υποβολής και αποδοχής αιτήσεων με επίκληση του (καταργηθέντος, δυνάμει του άρθρου 1 του ν. 4046/2012 και του, κατ εξουσιοδότηση του τελευταίου, άρθρου 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012, και, σε κάθε περίπτωση, του άνευ πεδίου εφαρμογής, τουλάχιστον για την ένδικη περίπτωση) άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010, καταστεί, κατά νομοθετικό ορισμό, αορίστου χρόνου, καθίσταται λογικά και νομικά μη νοητή η παράταση διάρκειας (της αορίστου χρόνου διάρκειας των ίδιων συμβάσεων). Ήτοι η παραμονή των ως άνω εναγόντων στην υπηρεσία και μετά την υποβολή και την αποδοχή των προαναφερόμενων αιτήσεων τους από την εναγόμενη εξακολούθησε στη βάση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως και μετά την 1412.2012.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, από το έτος 2013, η εναγομένη, εξαιτίας της πλήρους απελευθέρωσης της ταχυδρομικής αγοράς της Ελλάδας και της διαμόρφωσης νέου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας αυτής, δυνάμει του ν. 4053/2012, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τη συνεχιζόμενη πτωτική τάση των ταχυδρομικών όγκων διεθνώς και την αυξανόμενη ηλεκτρονική υποκατάσταση και αφετέρου την οξύτατη δημοσιονομική κρίση, υφιστάμενη, για τους λόγους αυτούς, ισχυρές πιέσεις, συνέχισε, με στόχο τη βιωσιμότητά της, την υλοποίηση ενός συνολικού προγράμματος αναδιοργάνωσης, με άξονες τη διοικητική της αναδιοργάνωση, την αναδιοργάνωση του δικτύου δραστηριότητάς της, συνδυαζόμενες με την αναγκαιότητα περιστολής των λειτουργικών της δαπανών σε όλες τις φάσεις της παραγωγής και της διοίκησης, όπως εξάλλου το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων μνημονεύονται και στον πρώτο όρο της ήδη αναφερθείσας από 10.6.2013 ε.σ.σ.ε. (βλ. προσκομιζόμενη). Το προαναφερόμενο πρόγραμμα αναδιοργάνωσης δεν απέδωσε προδήλως τα αναμενόμενα, ενόψει του ότι, από το έτος 2017, η εναγομένη βρίσκεται στην πλέον δύσκολη συγκυρία από την ίδρυσή της, όπως εξάλλου η ίδια και εκπρόσωποι του προσωπικού της συναποδέχθηκαν και αποτύπωσαν εγγράφως στην από 20.7.2017 κοινή τους συμφωνία-πλαίσιο. Ενδεικτικό της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της εναγομένης, αλλά και της συλλογικής προσπάθειας ανεύρεσης τρόπων διατήρησης της βιωσιμότητάς της, αλλά και διασφάλισης των θέσεων εργασίας, ήταν και η από 7.4.2017 κοινή συμφωνία περί μείωσης αποδοχών του προσωπικού της. Σε αυτό το, όλως δυσμενών οικονομικών συνθηκών για την εναγομένη, πλαίσιο, το έτος 2018, η διοίκηση αυτής ενημέρωσε τη διεύθυνση ανθρωπίνου δυναμικού της, με το με αριθμό πρωτοκόλλου .../.../... έγγραφο της, ότι, κατ εφαρμογή του όρου ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α του Γ.Κ.Π.-..., περί ορίου ηλικίας, σε συνδυασμό αφενός με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010, περί παράτασης της διάρκειας των συμβάσεων που λήγουν με όριο ηλικίας και αφετέρου με την απόφαση της ίδιας περί περαιτέρω ενιαύσιας παράτασης, θα απολυόταν στις 31.12.2018 αυτοδίκαια και υποχρεωτικά το προσωπικό που έχει ηλικία άνω των 61 ετών, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος προσκόμιζε βεβαίωση από τον Ε.Φ.Κ.Α. ότι δεν λαμβάνει άμεσα σύνταξη.

Από τους υπαλλήλους της εναγομένης, που ήταν ηλικίας άνω των 61 ετών, όπως αριθμητικά προσδιορίζονται από την εναγομένη με τις προτάσεις της και δεν αμφισβητείται από τους ενάγοντες, 68 υπάλληλοι της, 6 εκ των οποίων είναι οι ενάγοντες, δεν προσκόμισαν μέχρι 31.12.2018 τέτοιου είδους βεβαίωση από τον Ε.Φ.Κ.Α., καθώς, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, άπαντες πληρούσαν τις προϋποθέσεις για λήψη άμεσης πλήρους σύνταξης γήρατος. Ενόψει αυτού, η εναγομένη, εντός του μηνός Δεκεμβρίου έτους 2018, επέδωσε στους ανωτέρω 68 υπαλλήλους της, μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες, έγγραφο υπό τον τίτλο «Αποχώρηση προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης» και το ακόλουθο περιεχόμενο: «Σε συνέχεια του με αριθμ. πρωτ. .../20.9.2018 εγγράφου μας, σας γνωρίζουμε ότι από τα στοιχεία που τηρεί η Υπηρεσία στον ατομικό Υπηρεσιακό σας φάκελο προκύπτει ότι έχετε συμπληρώσει τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος. Με βάση αυτό, κατ ενάσκηση του δικαιώματος που μας παρέχει τόσο το άρθρο 8 εδ. β του ν. 3198/1955 αλλά και ο όρος ΙΑ.1 παρ. 1 εδ. α του Γ.Κ.Π.-... όπως ισχύει σε συνδυασμό με το άρθρο 10 παρ. 20 του ν. 3863/2010, λόγω της συμπλήρωσης από μέρους σας των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, σας δηλώνουμε ότι την 31.12.2018 λύεται η σύμβαση εργασίας που σας συνδέει με την εταιρία και από την 1.1.2019 θα παύσουμε να αποδεχόμαστε τις υπηρεσίες σας [...] Επίσης, κατά την αποχώρηση σας από την Υπηρεσία, θα σας καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση που δικαιούστε με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο, ήτοι το άρθρο 8 εδ. β του ν. 3198/1955 σε συνδυασμό με τον όρο ΙΑ.1 παρ. 4.1 του Γ.Κ.Π.-..., όπως ισχύει με τις Κοινές Συμφωνίες [...]».

Με του τρόπο αυτό, η εναγομένη εξωτερίκευσε σαφώς και ρητώς τη βούληση της περί λύσης, στις 31.12.2018, των συμβάσεων εργασίας των ανωτέρω υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες, και περί μη αποδοχής, από 1.1.2019, της εργασίας τους. Ήτοι, με τον τρόπο αυτό, λαμβανομένου υπόψη ότι, για τους λόγους που ήδη έχουν εκτεθεί, δεν υφίστατο νόμιμο έρεισμα για αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εργασίας των ίδιων ως άνω υπαλλήλων της, οι οποίες ήταν αορίστου χρόνου, η εναγομένη προέβη σε απολύσεις, καταγγέλλοντας τον ίδιο μήνα και ίδια ημέρα (31.12.2018) 68 συμβάσεις εργασίας, μεταξύ των οποίων των εναγόντων.

Ωστόσο, οι ενάγοντες είναι νομίμως εκλεγμένα μέλη της Διοίκησης της Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία «...» («...»), ιδιότητα που ήταν σε γνώση της εναγομένης-εργοδότριας εταιρίας, όπως άλλωστε και η ίδια ομολογεί στις νομότυπα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις της (άρθρο 352 του Κ.Πολ.Δ.). Ειδικότερα, ο πρώτος είναι μέλος της Διοίκησης και Πρόεδρος της ως άνω δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία..., ο δεύτερος είναι μέλος της Διοίκησης της ... και του έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα του Γραμματέα Διεθνών Σχέσεων, ο τρίτος είναι μέλος της Διοίκησης και Αντιπρόεδρος της ..., ο τέταρτος είναι μέλος της Διοίκησης της ... και Πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής, ο έκτος μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ... και αντιπρόσωπος των εργαζομένων στο Διοικητικό συμβούλιο των ... και ο έβδομος είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της. Ωστόσο, αν και οι ανωτέρω ιδιότητες και θέσεις ενός εκάστου των εναγόντων ήταν γνωστές στη διοίκηση της εναγομένης πριν την επίδοση των επίδικων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η εναγομένη δεν μερίμνησε να λάβει σχετική άδεια της Επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην οικεία (υπό στοιχείο IV) μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι η σχετική διάταξη τυγχάνει εφαρμοστέα και στην περίπτωση της συνδρομής των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος, καθώς η καταγγελία της σύμβασης εργασίας επαφίεται στην πρωτοβουλία του εργοδότη. Τούτο διότι δεν αποτελεί λόγο απόλυσης η συμπλήρωση από τον προστατευόμενο συνδικαλιστή των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, παρόλο που η συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης θεωρείται γενικά σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας από πλευράς του εργοδότη (Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Έκδοση 2007).

Ειδικότερα, η ειδική προστασία που παρέχουν οι, ως άνω, διατάξεις του ν. 1264/ 1982 στα συνδικαλιστικά στελέχη της διοίκησης των οργανώσεών τους δεν αίρεται στην περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 5 του ν. 435/1976. Η άποψη αυτή ενισχύεται εκ του ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν καθιστά την απομάκρυνση του υπαλλήλου υποχρεωτική, αλλά απλώς παρέχει δυνατότητα στον εργοδότη να τον απομακρύνει εφόσον στο πρόσωπο του συντρέχουν οι αναφερόμενες προϋποθέσεις και στο μισθωτό να αποχωρεί από την εργασία του, λαμβάνοντας μειωμένη σύνταξη.

Εξάλλου, η ίδια περίπτωση, που ήταν γνωστή στο νομοθέτη κατά την ψήφιση του ν. 1264/1982, δεν περιελήφθη στους λόγους που περιοριστικώς προβλέπονται στο άρθρο 14 παρ. 10, για τους οποίους επιτρέπεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας, την συνδρομή των οποίων διαπιστώνει με απόφασή της η Επιτροπή του άρθρου 15 αυτού του νόμου (Α.Π. 918/1995 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Στ. Βλαστός, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, Έκδοση 2001, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Έκδοση 2007). Επομένως, οι ένδικες απολύσεις είναι, σύμφωνα με τη διάταξη των άρθρων 14 παρ. 5 και 15 του ν. 1264/1982, κατά τα διαλαμβανόμενα στην ίδια ως άνω υπό στοιχείο IV νομική σκέψη της παρούσας, άκυρες.

Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεδομένης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκάστου των εναγόντων, η εναγομένη, από 1.1.2019, κατέστη υπερήμερη ως εργοδότρια. Για το λόγο αυτό, εφόσον ως προς το σύνολο των εναγόντων δεν αποδείχθηκε, ούτε η εναγομένη ισχυρίζεται ότι μεσολάβησε γεγονός διακοπτικό της υπερημερίας της, η ίδια υποχρεούται να τους απασχολεί, υπό τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες, όπως και πριν την από 31.12.2018 καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκάστου. Επιπρόσθετα, για τους ίδιους λόγους και ως προς τους ίδιους ως άνω ενάγοντες, η εναγομένη οφείλει τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.12.2019, στη βάση μηνιαίων αποδοχών, το ύψος των οποίων η εναγομένη ουδόλως αμφισβητεί.

Ήτοι, ειδικότερα, για την αιτία αυτή, η εναγομένη οφείλει συνολικά: 1) στον 1° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 32.611,20 ευρώ (= 2.717,60 ευρώ χ 12 μήνες), 2) στο 2° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 30.738 ευρώ (= 2.561,50 ευρώ χ 12 μήνες), 3) στον 3° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 24.608,16 ευρώ (= 2.050,68 ευρώ χ 12 μήνες), 4) στον 4° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 25.800,48 ευρώ (= 2.150,04 ευρώ χ 12 μήνες), 5) στον 6° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 30.819,96 ευρώ (= 2.568,33 ευρώ χ 12 μήνες), 6) στον 7° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ (= 2.500 χ 12 μήνες). Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και, ενόψει τούτου, πρέπει: α) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία των εναγόντων, με τα ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες, όπως και πριν την 31η.12.2018, β) να καταδικασθεί η εναγόμενη, κατ άρθρο 946 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., σε χρηματική ποινή ύψους 500 ευρώ για κάθε εργάσιμη ημέρα μη συμμόρφωσής της προς την αμέσως ως άνω υποχρέωσή της [βλ. και άρθρο 23 του ν. 1264/1982 περί του ότι το Δικαστήριο μπορεί, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 946 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., να προσδιορίσει τη χρηματική ποινή για κάθε ημέρα ή εβδομάδα ή άλλη χρονική μονάδα παράβασης της υποχρέωσης εκτέλεσης της επιτασσόμενης πράξης (βλ. Α.Π. 1291/2019 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ)], έστω και εάν, στην προκειμένη περίπτωση, δεν προσδιορίζεται ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, που συνιστά νομικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται εφικτή η επιβολή της υποχρεωτικής εκ του ως άνω άρθρου 946 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. σωρευτικής καταδίκης σε προσωπική κράτηση (βλ. Α.Π. 1167/1999 ΕλλΔνη 2000, 361), γεγονός πάντως που δεν παρεμποδίζει την επιβολή χρηματικής ποινής, αφού η τελευταία βαρύνει την περιουσία του νομικού προσώπου, όπως η εναγομένη, και επομένως νομίμως απαγγέλλεται κατ αυτής (βλ. Α.Π. 1618/1998 ΕλλΔνη 2001, 115, ενώ περί του ότι η διαγνωσθείσα υποχρέωση της εναγομένης να αποδέχεται την εργασία των ανωτέρω εναγόντων, ως υποχρέωση δημιουργούμενη από την εργασιακή σχέση και δεκτική εξαναγκασμού, εμπίπτει, όχι στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 947 του Κ.Πολ.Δ., την οποία επικαλούνται σωρευτικά οι ενάγοντες, αλλά στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 946 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., στο πλαίσιο της οποίας η επιβολή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης λαμβάνει χώρα, σε κάθε περίπτωση, υποχρεωτικά και αυτεπάγγελτα, βλ. Α.Π. 966/2009 ΕλλΔνη 2009,1700, Α.Π. 255/2005 ΕΕργΔ 2006.487, Α.Π. 1167/1999, ό.π., Εφ.Θεσ. 502/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Αθ. 8860/2006 ΕλλΔνη 2007, 886, Εφ.Αθ. 8508/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, 2012, τ. II, Μ. Μαργαρίτης, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., τ. II, σε άρθρο 946) και γ) να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει, ως μισθούς υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.12.2019, συνολικά: 1) στον 1° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 32.611,20 ευρώ (= 2.717,60 ευρώ χ 12 μήνες), 2) στο 2° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 30.738 ευρώ (= 2.561,50 ευρώ χ 12 μήνες), 3) στον 3° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 24.608,16 ευρώ (= 2.050,68 ευρώ χ 12 μήνες), 4) στον 4° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 25.800,48 ευρώ (= 2.150,04 ευρώ χ 12 μήνες), 5) στον 6° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 30.819,96 ευρώ (= 2.568,33 ευρώ x 12 μήνες), 6) στον 7° ενάγοντα το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ (= 2.500 ευρώ x 12 μήνες), με το νόμιμο τόκο, ως προς έκαστο επιμέρους κονδύλιο του συνόλου των ανωτέρω χρηματικών ποσών, ως προς έκαστο των εναγόντων, από την 1η ημέρα του επόμενου μήνα στον οποίο αφορά (άρθρο 655 εδ. α του Α.Κ., περί του ότι η αξίωση του εργαζομένου για επιδίκαση μισθών υπερημερίας δεν έχει αποζημιωτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί απαίτηση που έχει καθαρά μισθολογικό χαρακτήρα και, επομένως, οφείλονται τόκοι από την ημέρα που έπρεπε να καταβληθεί καθεμία περιοδική παροχή-μηνιαίος μισθός, χωρίς να απαιτείται όχληση, διότι για την εκπλήρωση της παροχής υφίσταται δήλη ημέρα, βλ. Εφ.Αθ. 30/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, η δικαστική δαπάνη των διαδίκων, κρίνεται ότι, ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν, πρέπει, κατ άρθρο 179 του Κ.Πολ.Δ., να συμψηφιστεί μεταξύ τους, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΠΗΓΗ : ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ