ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

(Α΄ ΤΜΗΜΑ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ)

Αριθμός απόφασης: 288/2024

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στα Χανιά στις 07 Μαρτίου 2024, ημέρα Πέμπτη και ώρα 12.30΄, με δικαστή τον Εμμανουήλ Λενέτη, Εφέτη Δ.Δ., και γραμματέα την Παγώνα Σεργάκη, Δικαστική Υπάλληλο,

Για να δικάσει την ΑΒΕΜ ΔΕφΧαν ………../2022 έφεση,

Του Τ…………….., κατοίκου …………….. (…………….), για τον οποίο παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 εδαφ. στ' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97, ΚΔΔ) ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Εμμανουήλ Τσικνάκης,

Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, για τον οποίο παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 εδαφ. στ' ΚΔΔ η Δικαστική Πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) Σταυρούλα Πήλιουρη, κ α ι

Κατά της 609/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου.

Η κ ρ ί σ η τ ο υ Δ ι κ α σ τ η ρ ί ο υ ε ί ν α ι η ε ξ ή ς:

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση για την οποία καταβλήθηκε το κατά νόμον παράβολο (βλ. το …………….. e-παράβολο) επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της προαναφερθείσας οριστικής απόφασης, που απέρριψε την ……………../2019 αγωγή του εκκαλούντος. Με την τελευταία ο εκκαλών ζητούσε να αναγνωρισθεί, βάσει του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (α.ν. 2783/1941, Α’ 29, ΕισΝΑΚ), η υποχρέωση του εφεσιβλήτου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 60.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη εξαιτίας παράνομων πράξεων και παραλείψεων εισαγγελικών λειτουργών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου και οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας που υπηρετούσαν στο ………...

2. Επειδή, με την 1360/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν τα ακόλουθα: «4. […] το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ορίζοντας ότι ‘’Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους’’ έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες ή νόμιμες. Τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από τη δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία. Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ως άνω έννοια, όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους, άρα και εκείνης των οργάνων τα οποία είναι ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία. Αποκλεισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου στην τελευταία περίπτωση δεν συνάγεται από την περί αγωγών κακοδικίας διάταξη του άρθρου 99 του Συντάγματος, διότι η προσωπική ευθύνη οργάνου του Δημοσίου δεν αποκλείει αναγκαίως την ευθύνη του τελευταίου, σκοπός δε της διατάξεως αυτής είναι η προστασία του κύρους της Δικαιοσύνης με ανάθεση σε ειδικό δικαστήριο του έργου της διαγνώσεως της προσωπικής ευθύνης των δικαστικών λειτουργών από την άσκηση των καθηκόντων τους. Επομένως, κατά το Σύνταγμα, επιβάλλεται στον νομοθέτη να ορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκαθίσταται η ζημία που προκαλείται από τη δράση οιουδήποτε κρατικού οργάνου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την αποστολή του έργου που το Σύνταγμα αναγνωρίζει, αναθέτει και εγγυάται στα όργανα των τριών λειτουργιών του Κράτους […] 5. […] Με τις διατάξεις του άρθρου [105 ΕισΝΑΚ] επιδιώκεται η αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και η ικανοποίηση ηθικής βλάβης που προκαλούνται από πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες οργάνων του Δημοσίου, όταν αυτές κρίνονται παράνομες από τον δικαστή της αγωγής αποζημιώσεως. Οι διατάξεις αυτές, αναφερόμενες σε όργανα του Δημοσίου, δεν έχουν, παρά την ευρεία διατύπωσή τους, εφαρμογή στις περιπτώσεις υλικής ζημίας ή ηθικής βλάβης από παράνομες πράξεις των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Συνεπώς, ζημία που προκλήθηκε από πράξη δικαστικού οργάνου δεν μπορεί να αποκατασταθεί με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Ωστόσο, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, υπό την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη έννοια, επιβάλλει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει τη διαδικασία και τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται περιουσιακή ζημία προκληθείσα από πράξεις, παραλείψεις ή εκτιμήσεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Επιβάλλει, ειδικότερα, την υποχρέωση να καθορίσει τους όρους, υπό τους οποίους αποκαθίσταται από το Δημόσιο ζημία προκληθείσα από τα όργανα αυτά κατά την άσκηση τόσο του δικαιοδοτικού όσο και του εν γένει δικαστικού τους έργου, στο οποίο περιλαμβάνεται και η διοίκηση της Δικαιοσύνης, καθώς και την έκταση της αποκαθισταμένης ζημίας. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι, ελλείψει νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, της εκτάσεως των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και των αρμοδίων δικαστηρίων, η σχετική αξίωση δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί ούτε κατ’ ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Επομένως, ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκαταστάσεως της ζημίας που προκαλείται από όργανα της δικαστικής λειτουργίας, καθώς και της αρμόδιας δικαιοδοσίας για την επίλυση των σχετικών διαφορών, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί, οι δε σχετικές αξιώσεις δεν είναι δικαστικώς επιδιώξιμες. Η γενόμενη δεκτή με την απόφαση Σ.τ.Ε. 799/2021 Ολομ. υποχρέωση του Δημοσίου να προβαίνει στην αποκατάσταση της ζημίας που οι πολίτες υφίστανται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης οφειλόμενης σε απόφαση εθνικού δικαστηρίου αποφαινομένου σε τελευταίο βαθμό, υπό τις προϋποθέσεις που διέπλασε το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διαφορετική περίπτωση, υπαγορευθείσα από την ανάγκη διαφυλάξεως της ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου από τις εθνικές αρχές, στις οποίες προδήλως περιλαμβάνονται και τα δικαστήρια, και όχι από τη διαπίστωση, από την πλευρά του Δικαστηρίου, της υπάρξεως κοινής στις εθνικές έννομες τάξεις προσεγγίσεως ως προς την αστική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Εξάλλου, μετά την απόφαση Köbler του Δ.Ε.Κ. (C-224/01), στις έννομες τάξεις πλειόνων κρατών μελών υφίσταται διάκριση μεταξύ, αφενός, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του ενωσιακού δικαίου από τα δικαστήρια, την οποία τα ίδια αναγνωρίζουν, και, αφετέρου, της αποζημιωτικής ευθύνης του Δημοσίου για παραβιάσεις του εθνικού δικαίου από δικαστικές αποφάσεις, την οποία κατ’ αρχήν απορρίπτουν […] 6. […] περαιτέρω […] κατά την έννοια των [άρθρων 93 παρ. 1 και 94 του Συντάγματος], το Σύνταγμα οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με τη λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπόμενου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Εξ αυτών δε παρέπεται ότι ο νομοθέτης οφείλει να εκπληρώσει την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη υποχρέωση θεσπίσεως του νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των όρων του παρανόμου των πράξεων ή και παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, σε αρμονία με τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις που καθιερώνουν το προαναφερθέν οργανωτικό σύστημα χωριστών δικαιοδοσιών, ήτοι ρυθμίζοντας τα σχετικά ζητήματα χωριστά ανά δικαιοδοτικό κλάδο. […] 7. […] η μεταστροφή της νομολογίας επί ζητημάτων ερμηνείας κανόνων του θετικού δικαίου αποτελεί φαινόμενο σύμφυτο με το δικαιοδοτικό έργο και αναγκαίο μέσο για την περαιτέρω εξέλιξή της, τα δε δικαστήρια διαθέτουν την εξουσία προς πραγματοποίησή της. Κατά συνέπεια, η νομολογιακή μεταστροφή δεν παραβιάζει τις απορρέουσες από το Σύνταγμα […] και την Ε.Σ.Δ.Α. αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης από τις οποίες άλλωστε δεν απορρέει δικαίωμα στη σταθερότητα της νομολογίας […] παρά μόνον εάν αυτή παρίσταται αυθαίρετη ή παντελώς στερούμενη αιτιολογίας […] Εξάλλου, οι ως άνω αρχές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με την αρχή της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., ουδόλως υποχρεώνουν τα δικαστήρια σε χρονική μετάθεση των εννόμων συνεπειών που συνεπάγεται η νομολογιακή μεταστροφή και, ειδικότερα, στην εφαρμογή των κανόνων και αρχών που αποτελούν το αντικείμενό της στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση της αποφάσεως που την επιφέρει υποθέσεις, εκτός εάν η μεταστροφή αφορά α) σε ζητήματα παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου […] [και] β) σε δικαιώματα, αξιώσεις ή εύλογες προσδοκίες, οι οποίες ερείδονται επί παγιωθείσας νομολογίας και καθίστανται, για τον λόγο αυτόν, άξιες προστασίας παρά τη μεταστροφή που συνεπάγεται την εφεξής μη αναγνώρισή τους. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, δεν νοείται άμεση εφαρμογή κανόνα αποτελούντος προϊόν νομολογιακής μεταστροφής κατά παραβίαση της αρχής της προβλεψιμότητας […]».

3. Επειδή, με την εκκαλουμένη απόφαση έγιναν δεκτά και κρίθηκαν (στις σκέψεις 6 8) τα εξής: «6. […] Ο [εκκαλών] είναι ιδιοκτήτης ενός καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος (μεζεδοπωλείο) με την επωνυμία ‘……………, το οποίο βρίσκεται στο ………….. επί της οδού ……………., η δε κατοικία του βρίσκεται δίπλα στην οικία του Ι……………, ο οποίος διαμένει επί της οδού …………... Στις 5.6.2015 (και ώρα 23:45) ο Ι…………….., ο οποίος είναι συνταξιούχος αστυνομικός και τυγχάνει σύζυγος της πρώτης ξαδέρφης του [εκκαλούντος], εμφανίστηκε στο Β' Αστυνομικό Τμήμα (Α.Τ.) …………. και υπέβαλε προφορικώς έγκληση κατά του [εκκαλούντος], με την οποία διατεινόταν ότι την ημέρα εκείνη (και ώρα 20:30) ο εγκαλούμενος τέλεσε σε βάρος του τα αδικήματα της εξύβρισης και της απειλής. Κατόπιν της ως άνω έγκλησης, ο [εκκαλών] συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από αστυνομικούς του ανωτέρω Α.Τ. στις 6.6.2015 (και ώρα 23:00), ενώ αφέθηκε ελεύθερος στις 7.6.2015 (και ώρα 00:40) μετά από προφορική εντολή του Εισαγγελέα Υπηρεσίας (από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει ο τόπος της σύλληψης του [εκκαλούντος], η οποία έλαβε χώρα κατά τα ιστορούμενα με την κρινόμενη αγωγή στο εν λειτουργία ανωτέρω κατάστημά του). Δεδομένου όμως ότι οι ως άνω καταγγελλόμενες πράξεις συνιστούν απολύτως κατ' έγκληση διωκόμενα αδικήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 368 παρ. 1 και 333 παρ. 2 του Π.Κ., και ο εγκαλών δεν προσκόμισε το νόμιμο παράβολο των 100 ευρώ, ούτε κατά την υποβολή της έγκλησης, ούτε εντός τριών εργάσιμων ημερών από την υποβολή της, με την …………….. Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου, η έγκληση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Στη συνέχεια, στις 12.6.2015 (και ώρα 23:30) ο Ι……………… εμφανίστηκε στο Β' Α.Τ. ……………. και υπέβαλε προφορικώς και δεύτερη έγκληση κατά του [εκκαλούντος], με την οποία διατεινόταν ότι την ημέρα εκείνη (και ώρα 20:00) ο εγκαλούμενος τέλεσε σε βάρος του τα αδικήματα της εξύβρισης και της απειλής. Κατόπιν της ως άνω έγκλησης, ο [εκκαλών] συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από αστυνομικό του ανωτέρω Α.Τ. στις 13.6.2015 (και ώρα 23:30) επί της οδού ……………., ενώ αφέθηκε ελεύθερος στις 14.6.2015 (και ώρα 00:40) μετά από προφορική εντολή της Εισαγγελέα Υπηρεσίας. Με την …………….. Διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου και η έγκληση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τον ίδιο ως άνω λόγο της μη προσκόμισης του οικείου παραβόλου από τον εγκαλούντα, ούτε κατά την υποβολή της έγκλησης, ούτε εντός τριών εργάσιμων ημερών από την υποβολή της. Ακολούθως, στις 19.6.2015 (και ώρα 20:40) ο Ι………………… εμφανίστηκε ξανά στο Β' Α.Τ. ………….. και υπέβαλε προφορικώς έγκληση κατά του [εκκαλούντος] και του αδελφού του, με την οποία διατεινόταν ότι την ημέρα εκείνη (και ώρα 20:00) οι εγκαλούμενοι τέλεσαν σε βάρος του τα αδικήματα της εξύβρισης και της απειλής. Κατόπιν της ως άνω έγκλησης, ο [εκκαλών] συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από αστυνομικούς του ανωτέρω Α.Τ. στις 19.6.2015 (και ώρα 21:30) επί της οδού Ιδομενέως αριθ. 10, ενώ αφέθηκε ελεύθερος την ίδια ημέρα (και ώρα 23:20) μετά από προφορική εντολή της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου. Με την …………../28.8.2015 Διάταξη της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου και η έγκληση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη για τον ίδιο ως άνω λόγο της μη προσκόμισης του οικείου παραβόλου από τον εγκαλούντα. Κατόπιν τούτων, στις 21.6.2015 ο Ι……………… εμφανίστηκε και πάλι στο Β' Α.Τ. …………….. και υπέβαλε προφορικώς και τέταρτη έγκληση κατά του [εκκαλούντος], με την οποία διατεινόταν ότι την ημέρα εκείνη ο εγκαλούμενος τέλεσε σε βάρος του τα αδικήματα της λόγω εξύβρισης και της απειλής. Κατόπιν της ως άνω έγκλησης, ο [εκκαλών] προσήλθε την ίδια ημέρα στο ανωτέρω Α.Τ. και συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από όργανα του εν λόγω Α.Τ., ενώ αφέθηκε ελεύθερος την ίδια ημέρα (και ώρα 12:00) μετά από προφορική εντολή της Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου. Με την ……………/22.10.2015 Διάταξη του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου και η έγκληση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω της μη προσκόμισης του οικείου παραβόλου από τον εγκαλούντα. Εξάλλου, στις 19.6.2015 ο [εκκαλών] κατέθεσε την από 18.6.2015 αναφορά του: α) στην Προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου, β) στον Αντεισαγγελέα Εφετών ……………., γ) στον Διευθυντή της Αστυνομικής Διεύθυνσης ……………, δ) στον Διοικητή του Α' Α.Τ. …………. και ε) στον Διοικητή του Β' Α.Τ. ………….., με την οποία, αφού περιέγραψε μεταξύ άλλων τις σε βάρος του συλλήψεις που έβαλαν χώρα βάσει των ως άνω από 5.6.2016 και 12.6.2015 εγκλήσεων, την κατά το παρελθόν δικαστική του αντιδικία με τον Ι………………. καθώς και την εν γένει κατά τα υποστηριζόμενα προκλητική συμπεριφορά του τελευταίου, αιτήθηκε την λήψη κάθε νόμιμης ενέργειας για την προστασία της ζωής, της τιμής, της υπόληψης και της προσωπικής και οικογενειακής του ηρεμίας. Μετά την κατάθεση της παραπάνω αναφοράς, στις 20.6.2015 ο [εκκαλών] υπέβαλε μήνυση κατά του Ι……………. για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση, ο δε μηνυόμενος συνελήφθη την ίδια ημέρα (και ώρα 23:25) στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από αστυνομικούς του ανωτέρω Α.Τ. και αφέθηκε ελεύθερος στις 21.6.2015 (και ώρα 02:00) μετά από προφορική εντολή της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου. Η υπόθεση αυτή εισήχθη ενώπιον του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, το οποίο, αφού πείσθηκε ότι ο Ι………………. υποβάλλοντας τις παραπάνω τέσσερις εγκλήσεις υπέπεσε στα ως άνω αδικήματα (της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα), με την 222/2018 απόφαση τον κήρυξε ένοχο για τις εν λόγω πράξεις και του επέβαλε συνολική ποινή φυλάκισης 18 μηνών με τριετή αναστολή. Ακολούθως, στις 29.9.2017 (και ώρα 23:55), ο δικηγόρος Ηρακλείου Ε…………….. προσκόμισε στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας ……………. την από 29.9.2017 έγγραφη εξουσιοδότηση του Ι……………….. προς τον ίδιο, δυνάμει της οποίας ο δικηγόρος αυτός κατέθεσε στην ανωτέρω υπηρεσία την από 29.9.2017 έγγραφη μήνυση του Ι………………… κατά του [εκκαλούντος]. Με την μήνυση αυτή, ο Ι………….. κατηγορούσε τον [εκκαλούντα] για το αδίκημα της κλοπής, υποστηρίζοντας ότι ο τελευταίος το απόγευμα της ημέρας εκείνης (και ώρα 16:00) αφαίρεσε από την οικία του δύο σφυριά, μία πένσα, ένα λάστιχο ποτίσματος, δύο ξύλινες σκούπες, ένα κλαδευτήρι, μία μικρή τηλεόραση PLASMA και μία φορητή κεραία, συνολικής αξίας περίπου 1.500 ευρώ. Κατόπιν της ανωτέρω μήνυσης, την επόμενη ημέρα, ήτοι στις 30.9.2017, ο [εκκαλών] οδηγήθηκε από το κατάστημά του στην οικία του όπου και διενεργήθηκε έρευνα από τον Υπαστυνόμο Α΄, Μ…………….., παρουσία της Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Θεοδώρας Μανιώτη, η οποία ξεκίνησε στις 14.00 και περατώθηκε στις 14:15 χωρίς να ανευρεθεί κανένα από τα αντικείμενα που περιγράφονται στην εν λόγω μήνυση. Αμέσως μετά την διενέργεια της παραπάνω έρευνας, ο [εκκαλών] οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Μέγαρο …………….. στην ………………., όπου και συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας στις 14:45 από αστυνομικό της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας ……………., αφέθηκε δε ελεύθερος την ίδια ημέρα (και ώρα 18:00), μετά από προφορική εντολή της Εισαγγελέα Υπηρεσίας. Βάσει της ανωτέρω μήνυσης σχηματίστηκε η υπ’ αριθ. ………………. και με ……………. ποινική δικογραφία και συντάχθηκε το από 31.10.2017 Κατηγορητήριο του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου, με το οποίο ο [εκκαλών] παραπέμφθηκε για να δικαστεί στις 10.3.2020 ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου για το αδίκημα της κλοπής. Στη συνέχεια, ο [εκκαλών] κατέθεσε την απευθυνόμενη στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου υπ’ αριθ. ………../6.10.2017 ‘’Αναφορά Καταγγελία – Διαμαρτυρία’’, με την οποία μεταξύ άλλων ανέφερε: α) ότι ενόψει του περιεχομένου της ως άνω μήνυσης, δεν θα έπρεπε να διαταχθεί η διενέργεια της παραπάνω έρευνας στην οικία του καθώς και β) ότι η Εισαγγελία αντιμετωπίζει την περίπτωσή του με απάθεια και αδιαφορία, παρά το γεγονός ότι αυτός έχει επανειλημμένως προβεί σε εκκλήσεις, εγκλήσεις, μηνύσεις και καταγγελίες κατά του Ι……………... Μετά από αυτά, στις 6.12.2017 (και ώρα 20:00) ο Ι…………… εμφανίστηκε στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας …………… και υπέβαλε και πάλι έγκληση κατά του [εκκαλούντος], με την οποία διατεινόταν ότι την ημέρα εκείνη (και ώρα 09:00) ο εγκαλούμενος τέλεσε σε βάρος του το αδίκημα της κλοπής αντικειμένων, η συνολική αξία των οποίων ανερχόταν κατά τα υποστηριζόμενα στο ποσό των 160 ευρώ. Κατόπιν της ως άνω έγκλησης, ο [εκκαλών] προσήχθη από το κατάστημά του στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας όπου και συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από αστυνομικό της εν λόγω υπηρεσίας στις 7.12.2017 (και ώρα 22:30), ενώ αφέθηκε ελεύθερος στις 8.12.2017 (και ώρα 10:00) μετά από προφορική εντολή του Εισαγγελέα Υπηρεσίας. Με την ……………/20.2.2018 Διάταξη του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου η έγκληση αυτή απορρίφθηκε ως αστήρικτη στο Νόμο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 47 του Κ.Π.Δ., δεδομένου ότι από την προκαταρτική εξέταση που διενεργήθηκε δεν πρόκυψε η τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης από τον [εκκαλούντα], καθώς ο εγκαλών δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο προς επιβεβαίωση των όσων παραπάνω ισχυρίσθηκε. Ακολούθως, στις 13.12.2017 (και ώρα 15:45) ο Ι………….. εμφανίστηκε στο Α' Α.Τ. …………… και υπέβαλε προφορικώς και έκτη έγκληση κατά του [εκκαλούντος], με την οποία διατεινόταν ότι την ημέρα εκείνη (και ώρα 15:30) ο εγκαλούμενος τον απείλησε και προκάλεσε φθορές στην είσοδο της οικίας του (παράβολο για την εν λόγω έγκληση υποβλήθηκε από τον εγκαλούντα στις 15.12.2017). Κατόπιν της ως άνω έγκλησης, ο [εκκαλών] συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από αστυνομικούς του ανωτέρω Α.Τ. την ίδια ημέρα (και ώρα 22:40) επί της οδού …………….., ενώ αφέθηκε ελεύθερος στις 23:50 μετά από προφορική εντολή του Εισαγγελέα Υπηρεσίας. Με την ……………/20.2.2018 Διάταξη του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου η έγκληση αυτή απορρίφθηκε ως αστήρικτη στο Νόμο για τον ίδιο λόγο που απορρίφθηκε και η αμέσως ανωτέρω από 6.12.2017 έγκληση. Για την μήνυση και τις εγκλήσεις που υπέβαλε ο Ι…………… στις 29.9.2017, 6.12.2017 και 13.12.2017, υποβλήθηκε εις βάρος του η από 14.12.2017 μήνυση του [εκκαλούντος] για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση, με το δε από 5.10.2018 Κατηγορητήριο της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου ο μηνυόμενος παραπέμφθηκε για να δικαστεί στις 3.2.2020 ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου για τις ανωτέρω πράξεις που τελέστηκαν στις 6.12.2017 και 13.12.2017, ενώ για την πράξη που έλαβε χώρα στις 29.9.2017, η ποινική διαδικασία αναβλήθηκε, κατ’ άρθρο 59 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. (βλ. σχετικώς το από 14.9.2018 έγγραφο της ίδιας Εισαγγελέα). Επίσης, μετά τις τελευταίες δύο ως άνω συλλήψεις του ο [εκκαλών] κατέθεσε στις 15.12.2017 ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου και νέα αναφορά μετά σχετικών εγγράφων, προκειμένου να συσχετιστεί με την προηγούμενη ως άνω υπ’ αριθ. …………../6.10.2017 αναφορά, ερωτώμενος για τις ενέργειες που έχουν ληφθεί προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματά του. Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 15.12.2017 (και ώρα 18:20), ο Ι…………… εμφανίστηκε και πάλι στο Α' Α.Τ. …………… και υπέβαλε προφορικώς και έβδομη έγκληση (μετά παραβόλου) κατά του [εκκαλούντος], με την οποία διατεινόταν ότι την ημέρα εκείνη (και ώρα 11:00) ο εγκαλούμενος τέλεσε σε βάρος του το αδίκημα της απειλής. Αυτή τη φορά ο [εκκαλών] δεν συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας, ενώ βάσει της ανωτέρω έγκλησης συντάχθηκε το από 23.4.2018 Κατηγορητήριο του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου με το οποίο ο [εκκαλών] παραπέμφθηκε για να δικαστεί στις 13.5.2020 ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου για το παραπάνω αδίκημα. Ακολούθως, στις 18.12.2017 (και ώρα 20:20) ο Ι……………. εμφανίστηκε στο Α' Α.Τ. …………… και υπέβαλε προφορικώς την όγδοη έγκλησή του κατά του [εκκαλούντος], με την οποία διατεινόταν ότι την ημέρα εκείνη (και ώρα 16:00) ο εγκαλούμενος τον εξύβρισε και τον απείλησε ενώ προκάλεσε και φθορές στην περίφραξη της αυλής της οικίας του (παράβολο για την εν λόγω έγκληση δεν υποβλήθηκε από τον εγκαλούντα). Κατόπιν της ως άνω έγκλησης, ο [εκκαλών] συνελήφθη στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας από αστυνομικό του ανωτέρω Α.Τ. την ίδια ημέρα στις 22:55 (από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει ο τόπος της σύλληψης του [εκκαλούντος], η οποία έλαβε χώρα κατά τα ιστορούμενα με την κρινόμενη αγωγή στο εν λειτουργία κατάστημά του), ενώ αφέθηκε ελεύθερος στις 23:30 μετά από προφορική εντολή του Εισαγγελέα Υπηρεσίας. Βάσει της ανωτέρω έγκλησης συντάχθηκε το από 25.6.2018 Κατηγορητήριο του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου, με το οποίο ο [εκκαλών] παραπέμφθηκε για να δικαστεί στις 20.5.2020 ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου για τα ως άνω αδικήματα. Αναφορικά με την υπόθεση αυτή, ο [εκκαλών] υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου την υπ’ αριθ. …………/18.3.2019 αίτηση με την οποία ζητούσε την απόρριψη της ως άνω έγκλησης ως απαράδεκτης και την αρχειοθέτηση της σχετικής ποινικής δικογραφίας, καθώς ο Ι……………… δεν είχε καταθέσει για την έγκλησή του το προβλεπόμενο παράβολο, ο δε Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου διέταξε τη συσχέτιση της εν λόγω αίτησης με την σχετική δικογραφία, προκειμένου να τεθεί αυτή υπόψη του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η εκδίκαση της συγκεκριμένης υπόθεσης. Τέλος, ο [εκκαλών] υπέβαλε στον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου την υπ’ αριθ. ……………./20.12.2017 ‘’Αναφορά Καταγγελία – Διαμαρτυρία’’, με την οποία εξέθετε τα ανωτέρω περιστατικά και διαμαρτυρόταν για μία ακόμη φορά για την κατά τα εκεί υποστηριζόμενα κακοποίησή του από τις (αστυνομικές και εισαγγελικές) αρχές. 7. […] ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αναπτύσσεται με τα κατατεθέντα στις 12.4.2021 και 19.4.2021 υπομνήματα καθώς και με το από 22.4.2021 υπόμνημα αντίκρουσης, ο [εκκαλών] περιγράφει λεπτομερώς όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, αναφέρει δε ότι οι σχέσεις της οικογένειάς του με τον Ι………………. έχουν διαταραχτεί από το έτος 2008 για λόγους που αφορούν αποκλειστικά τον τελευταίο καθώς και ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι επικίνδυνο και ευρέως γνωστό εδώ και πολλά έτη σε όλες τις τοπικές αρχές για τις μεθοδεύσεις και τη ‘’συνήθειά’’ του να καταθέτει σε βάρος του εντελώς ψευδείς και ανυπόστατες εγκλήσεις, μηνύσεις και μηνυτήριες αναφορές, των οποίων το περιεχόμενο είναι εξωφρενικό και ακατάληπτο. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του [εκκαλούντος], για τα απολύτως κατ' έγκληση διωκόμενα αδικήματα ο εγκαλών δεν δύναται σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας να προσκομίσει το προβλεπόμενο παράβολο εντός τριών εργάσιμων ημερών από την υποβολή της έγκλησής του, δυνατότητα που χορηγείται στον μηνυτή με το άρθρο 42 παρ. 4 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και, επομένως, για την καταρχήν ενεργοποίηση της υποχρέωσης των αστυνομικών επί αυτοφώρου εγκλήματος ‘’να συλλάβουν τον δράστη’’, απαιτείται, αν το έγκλημα διώκεται κατ' έγκληση, να υποβληθεί η έγκληση ‘’νομότυπα’’, δηλαδή κατόπιν τήρησης των διαδικαστικών προϋποθέσεων που επιβάλλει το άρθρο 46 του Κ.Π.Δ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αυθημερόν κατάθεση του σχετικού παραβόλου από τον εγκαλούντα. Δεδομένου, δε, ότι οι σε βάρος του ως άνω από 5.6.2015, 12.6.2015, 19.6.2015, 21.6.2015, 13.12.2017 και 18.12.2017 εγκλήσεις του Ι…………….. υποβλήθηκαν απαραδέκτως (χωρίς την καταβολή παραβόλου) και αφορούσαν σε απολύτως κατ' έγκληση διωκόμενα αδικήματα, ο [εκκαλών] προβάλλει ότι παρανόμως τα αστυνομικά όργανα κίνησαν σε βάρος του την αυτόφωρη ποινική διαδικασία, με αποτέλεσμα να είναι παράνομες και οι συλλήψεις του που ακολούθησαν τις εν λόγω εγκλήσεις. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι είναι παράνομο το σύνολο των εν γένει ενεργειών (συλλήψεις, έρευνα της οικίας του) των αστυνομικών αρχών σε βάρος του, καθώς οι ενέργειες αυτές όχι μόνο παραβίασαν επανειλημμένα και βάναυσα την ελευθερία του και το σύνολο των αρχών (και ιδίως την αρχή της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας) που διέπουν τη δράση και τις αποφάσεις της αστυνομικής αρχής, αλλά εχώρησαν, κατά τα υποστηριζόμενα, καθ’ υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των αστυνομικών οργάνων και κατά κατάχρηση εξουσίας. Ειδικότερα, ο [εκκαλών] υποστηρίζει ότι σε περιπτώσεις πλημμελημάτων για τα οποία είναι πιθανόν να επιβληθεί ελαφριά ποινή, ή απλών ενδείξεων ενοχής, απαιτείται να διενεργηθεί από τα αστυνομικά όργανα μια στάθμιση ως προς την αναγκαιότητα σύλληψης του δράστη με βάση το βαθμό των συντρεχουσών υπονοιών ενοχής του και τη βαρύτητα του εγκλήματος, καθώς και ότι, τα αστυνομικά αυτά όργανα οφείλουν, πριν προχωρήσουν χωρίς σχετικό ένταλμα σε σύλληψη του αναφερόμενου στην έγκληση προσώπου, ιδίως αν το έγκλημα δεν τελείται ενώπιον τους, να εξετάσουν αν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεσή του. Εν προκειμένω, κατά τα προβαλλόμενα, τα αστυνομικά όργανα παραλάμβαναν την εκάστοτε ψευδή έγκληση/μήνυση του Ι…………… και παρά το ότι ενεργούσαν με αυξημένες εξουσίες (διάταξης αυτόφωρης σύλληψης χωρίς δικαστικό ένταλμα) δεν υπέβαλαν κανένα ερώτημα σε αυτόν, δεν ζητούσαν καμία διευκρίνιση και κανέναν προτεινόμενο μάρτυρα ούτε κάποιο αποδεικτικό των ισχυρισμών του μέσο, προκειμένου να εκτιμήσουν, ως όφειλαν, την αλήθεια ή όχι των ισχυρισμών του, αλλά περιορίζονταν στη σύνταξη της εκάστοτε έκθεσης προφορικής μήνυσης/έγκλησης και στη συνέχεια αυτοματοποιημένα προχωρούσαν στην σύλληψη του [εκκαλούντος] στο εν λειτουργία κατάστημά του και ενώπιον των πελατών του, συχνά δε στα όρια λήξης του εκάστοτε αυτοφώρου. Όπως ισχυρίζεται ο [εκκαλών], οι συλλήψεις του πραγματοποιούνταν από τα αστυνομικά όργανα εσκεμμένα στο εν λόγω κατάστημα, προκειμένου να παρακαμφθεί η ‘’προβληματική’’ της σύλληψής του στην κατοικία του. Επίσης, […] προβάλλει ότι για τους ίδιους ως άνω λόγους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν συγκεκριμενοποιούνταν από τον μηνυτή κατά κανέναν ευχερή προς εξακρίβωση τρόπο τα είδη που υποτίθεται ότι κλάπηκαν από την οικία του, είναι παράνομες τόσο η σύλληψή του όσο και η έρευνα της οικίας του στις 30.9.2017 κατόπιν της ως άνω από 29.9.2017 περιγραφόμενης μήνυσης. Όσον αφορά δε την σύλληψη και κράτησή του που έλαβαν χώρα στις 7.12.2017 κατόπιν της ως άνω από 6.12.2017 έγκλησης, […] υποστηρίζει ότι την επίμαχη νύκτα της συλλήψεώς του δεν πραγματοποιήθηκε από τα αστυνομικά όργανα εσκεμμένως καμία επικοινωνία με τον αρμόδιο Εισαγγελέα Υπηρεσίας με συνέπεια να παραμείνει παρανόμως αυτός έγκλειστος υπό άθλιες συνθήκες στα κρατητήρια του αστυνομικού μεγάρου όλη την νύκτα και να αφεθεί ελεύθερος μόλις την 8.12.2017 (και ώρα 10.00), μετά τη λήψη των δαχτυλικών του αποτυπωμάτων. Ειδικότερα, […] ισχυρίζεται ότι τα αστυνομικά όργανα δεν ενδιαφέρθηκαν για όσα τους εξήγησε αυτός και ο δικηγόρος του αναφορικά με την περίπτωσή του καθώς και ότι τον ενημέρωσαν ότι δεν επρόκειτο να επικοινωνήσουν κατά τη διάρκεια της νύκτας με τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας, καθώς ‘’λόγω του προχωρημένου της ώρας δεν ήταν πρέπον να ενοχληθεί [ο τελευταίος]’’. Περαιτέρω, […] υποστηρίζει ότι κατόπιν της ως άνω από 15.12.2017 έγκλησης, τουλάχιστον 5 ένστολοι αστυνομικοί επιχείρησαν να τον συλλάβουν την ίδια ημέρα στο κατάστημά του ενώπιον δεκάδων πελατών, πλην, όμως, η σύλληψη δεν πραγματοποιήθηκε κατόπιν των εκκλήσεων που απηύθυνε στα αστυνομικά όργανα ο υπογράφων την κρινόμενη αγωγή δικηγόρος του. Ειδικότερα […] αναφέρει ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση σύλληψης και η σειρά διευθετήσεων με τα αστυνομικά όργανα διήρκεσαν περίπου 1 ώρα και του προκάλεσαν δυσφορία, ζαλάδα και πόνο στο στήθος. Ακολούθως, προβάλλει ότι οι εισαγγελικοί λειτουργοί της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Ηρακλείου παρέλειπαν παρανόμως και επανειλημμένως, παρά την προαναφερθείσα από 18.6.2015 αναφορά του, την υπ’ αριθ. …………/6.10.2017 ‘’Αναφορά Καταγγελία – Διαμαρτυρία’’ και την από 15.12.2017 νέα αναφορά του, να ασκήσουν όσον αφορά την περίπτωσή του τον προβλεπόμενο στο άρθρο 25 παρ. 1δ. του ν. 1756/1988 εποπτικό και ελεγκτικό τους ρόλο επί των αστυνομικών οργάνων και να δώσουν σε αυτά τις απαιτούμενες οδηγίες προκειμένου να μην συνεχιστούν οι παράνομες, κατά τα ανωτέρω προβαλλόμενα, εις βάρος του συλλήψεις. Στη συνέχεια, […] ισχυρίζεται ότι η Εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου παρανόμως άσκησε εναντίον του ποινική δίωξη και συνέταξε το από 25.6.2018 Κατηγορητήριο, καθώς έπρεπε να απορρίψει την από 18.12.2017 έγκληση του Ι…………… ως απαράδεκτη αφού δεν είχε καταβληθεί για αυτήν παράβολο. Ενόψει τούτων, […] προβάλλει ότι οι ανωτέρω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων και των εισαγγελικών λειτουργών είχαν ως συνέπεια την επανειλημμένη παραβίαση της ελευθερίας του, την βαριά προσβολή της προσωπικότητας και της τιμής του καθώς και τον εξευτελισμό του ενώπιον απροσδιόριστου αριθμού προσώπων (πολλοί από τους οποίους ήταν γνωστοί, γείτονες ή πελάτες του), δεδομένου ότι οι ως άνω επανειλημμένες αυτόφωρες νυχτερινές συλλήψεις λάμβαναν χώρα στο εν λειτουργία κατάστημά του, πραγματοποιούνταν πάντοτε από πολυδύναμη αστυνομική δύναμη (τουλάχιστον 4 5 αστυνομικών), συνοδεία υπηρεσιακών οχημάτων και προκαλούσαν στους παριστάμενους την εντύπωση ότι αυτός είναι εγκληματίας. Περαιτέρω, προβάλλει ότι το ανωτέρω κατάστημα αποτελεί τη μοναδική πηγή εισοδημάτων για την τετραμελή του οικογένεια, με συνέπεια οι παραπάνω συλλήψεις να προκαλέσουν σε αυτόν απροσδιόριστης έκτασης οικονομική ζημία, απώλεια πελατείας, οικονομική ασφυξία και ανέχεια. Επίσης, υποστηρίζει ότι οι παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις του προκάλεσαν ανείπωτη στεναχώρια και θλίψη, τον διέλυσαν ψυχολογικά και διατάραξαν πλήρως την καθημερινότητα και την οικογενειακή του ζωή και ηρεμία, καθώς καθημερινά ζούσε υπό την απειλή του επόμενου αυτοφώρου και για μήνες προσερχόταν στην εργασία του με το ψυχολογικό άγχος και τον φόβο ότι θα συλληφθεί ξανά και θα κρατηθεί και πάλι στο αστυνομικό τμήμα. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η διενέργεια της παραπάνω κατ’ οίκον έρευνας προκάλεσε σε αυτόν και την οικογένειά του συναισθήματα απελπισίας και απόγνωσης. Κατόπιν τούτων […] ζητεί, κατ’ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 57, 59, 914 και 932 του Α.Κ., να αναγνωριστεί η υποχρέωση του [εφεσιβλήτου] να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, το ποσό των 60.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που, κατά τα ανωτέρω προβαλλόμενα, υπέστη. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, […] επικαλείται και προσκομίζει […] Αντιθέτως, το [εφεσίβλητο], με την υπ’ αριθ. ……………./31.3.2021 έκθεση απόψεων και το νομίμως κατατεθέν στις 19.4.2021 υπόμνημα, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής, εκθέτοντας ότι η έρευνα της κατοικίας του [εκκαλούντος] καθώς και οι συλλήψεις του, που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια του αυτοφώρου κατόπιν των εγκλήσεων που υπέβαλε ο Ι……………….., ήταν νόμιμες, η δε συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων που ενεπλάκησαν σε όλες τις ένδικες περιπτώσεις ήταν ενδεδειγμένη και σύμφωνη με τις διατάξεις τόσο του Κ.Π.Δ. όσο και με αυτές του 254/2004 Π/Δ (Α΄ 238). Επίσης, αναφέρει ότι ήταν γνωστή στις αστυνομικές αρχές η μακροχρόνια αντιδικία του [εκκαλούντος] με τον Ι………………. καθώς και οι εγκλήσεις που κατά καιρούς υπέβαλε ο ένας εναντίον του άλλου (βλ. σελ. 22 του ανωτέρω υπομνήματος καθώς και όσα λεπτομερώς αναφέρονται στην έκθεση απόψεων). 8. […] ενόσω δεν υφίσταται νομοθετικός καθορισμός των όρων αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται από όργανα ενταγμένα στη δικαστική λειτουργία, καθώς και των αρμοδίων δικαστηρίων, η εν λόγω ζημία δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζομένου, ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αγωγή, έχουσα ως έρεισμα τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., παρίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά το μέρος της εκείνο με το οποίο ο [εκκαλών] αποδίδει την ηθική του βλάβη στις προεκτεθείσες παράνομες κατά τους ισχυρισμούς του πράξεις και παραλείψεις των εισαγγελικών αρχών (ήτοι στην παράλειψη άσκησης εποπτείας και χορήγησης οδηγιών στα αστυνομικά όργανα, στη σύνταξη του από 25.6.2018 Κατηγορητηρίου και στην άσκηση σε βάρος του ποινικής δίωξης κατόπιν της από 18.12.2017 έγκλησης). Περαιτέρω […] ως αιτία πρόκλησης της επικληθείσας ηθικής βλάβης του [εκκαλούντος], αναγορεύονται με την κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που αυτή ασκείται παραδεκτώς, οι ενέργειες των αστυνομικών οργάνων του Α' και Β' Α.Τ. ……………. και της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας …………… (συλλήψεις [εκκαλούντος], προσαγωγή του στο αστυνομικό κατάστημα, κράτηση αυτού, έρευνα της οικίας του, επιχείρηση σύλληψής του στις 15.12.2017) που πραγματοποιήθηκαν μετά την υποβολή των παραπάνω εγκλήσεων (και της από 29.9.2017 μήνυσης) του Ι………………... Οι προαναφερόμενες, όμως, συλλήψεις του [εκκαλούντος] έλαβαν χώρα κατά τη διεξαχθείσα ποινική προδικασία, εντός των οριζόμενων από το άρθρο 242 του Κ.Π.Δ. χρονικών ορίων του αυτοφώρου, κατόπιν υποβολής της εκάστοτε αυτοτελούς έγκλησης (αλλά και της από 29.9.2017 μήνυσης) του Ι………………., πραγματοποιήθηκαν δε στο πλαίσιο της κάθε φορά αυτοτελούς αστυνομικής προανάκρισης, η οποία λάμβανε χώρα, κατ’ άρθρο 243 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία για τη βεβαίωση των καταγγελλόμενων κάθε φορά αξιόποινων πράξεων. Τον ίδιο σκοπό είχε και η προανακριτική έρευνα που διενεργήθηκε με την παρουσία εισαγγελέα στην οικία του [εκκαλούντος] στις 30.9.2017 από τον Υπαστυνόμο Α΄ Μ………………. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον οι ζημιογόνες κατά την αγωγή ενέργειες της αστυνομικής αρχής διενεργήθηκαν από όργανα που ενεργούσαν ως προανακριτικοί υπάλληλοι στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ενδεχόμενη παρανομία των εν λόγω ενεργειών δύναται να θεμελιωθεί, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., μόνο σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι τα ανωτέρω αστυνομικά όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλο σφάλμα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως προανακριτικών υπαλλήλων […] Εν προκειμένω, από την εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων της δικογραφίας, το [δικαστήριο], εν όψει των προβαλλόμενων με την αγωγή αιτιάσεων και υπό τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως, δεν διαγιγνώσκει πρόδηλη παρανομία των αστυνομικών οργάνων του Α' και Β' Α.Τ. …………….. και της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας ……………… κατά τη διενέργεια των επίδικων πράξεων, εφόσον τα εν λόγω όργανα, επιληφθέντα κατόπιν υποβολής από τον Ι……………… εγκλήσεων (και μήνυσης) ορισμένου και σαφούς περιεχομένου (η υποβολή των οποίων επαφιόταν στην ελεύθερη βούληση του ανωτέρω προσώπου), προχωρούσαν σε άμεσο χρόνο σε ενέργειες για τη σύλληψη του [εκκαλούντος] και τη συλλογή αποδείξεων για τη βεβαίωση αδικημάτων που εφέροντο να έχουν διαπραχθεί προσφάτως, δεν υποχρεούντο δε κατά τις σχετικές δικονομικές διατάξεις (33 παρ. 1, 43, 46, 47, 243 παρ. 2, 251, 275, 279 και 417 του Κ.Π.Δ.) να εξετάσουν το αναγκαίο της σύλληψης ή να έχουν προηγουμένως διαμορφώσει βέβαιη πεποίθηση περί της συνδρομής επαρκών ενδείξεων ως προς την ποινική ευθύνη του [εκκαλούντος], προκειμένου να τον συλλάβουν και να τον προσαγάγουν στην αστυνομική υπηρεσία για την τήρηση της νόμιμης αυτόφωρης διαδικασίας, κρατώντας τον στο αστυνομικό τμήμα για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο μέχρι να αφεθεί αυτός ελεύθερος κατόπιν προφορικής εντολής της εισαγγελικής αρχής, καθώς, μετά την υποβολή των ένδικων εγκλήσεων (και μήνυσης), τα αστυνομικά όργανα ήταν υποχρεωμένα κατά τα παραπάνω άρθρα του Κ.Π.Δ. να ακολουθήσουν την διαγραφόμενη διαδικασία του αυτοφώρου και να προβούν σε αναζητήσεις για τη σύλληψη του [εκκαλούντος] και στις επιβαλλόμενες από το νόμο προανακριτικές πράξεις, χωρίς να έχουν αρμοδιότητα να εξετάσουν το βάσιμο των εγκλήσεων (και μήνυσης), δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή έχει ανατεθεί αποκλειστικά στις δικαστικές αρχές που επιλαμβάνονται μετά την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας. Σε κάθε, δε, περίπτωση, οι ένδικες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων δεν ήταν καταδήλως αυθαίρετες αλλά στηρίζονταν στο περιεχόμενο των παραπάνω εγκλήσεων (και μήνυσης) καθώς και στην ύπαρξη κλίματος έντονης και μακράς αντιδικίας μεταξύ του [εκκαλούντος] και του Ι………………., ήτοι σε στοιχεία που δεν απέκλειαν την (έστω και μικρή) πιθανότητα της τέλεσης των καταγγελλομένων αδικημάτων από τον [εκκαλούντα], ώστε να μη στοιχειοθετείται πρόδηλη παρανομία τους κατά την έννοια που εκτέθηκε ανωτέρω, τα δε ως άνω από 31.10.2017, 23.4.2018 και 25.6.2018 Κατηγορητήρια του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου, με τα οποία ο [εκκαλών] παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου για τα περιγραφόμενα σε αυτά αδικήματα, επιρρωνύουν το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή οι ένδικες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων δεν ήταν αυθαίρετες. Εξάλλου, ακόμη και αν οι κατόπιν των ως άνω από 5.6.2015, 12.6.2015, 19.6.2015, 21.6.2015 13.12.2017 και 18.12.2017 εγκλήσεων συλλήψεις του [εκκαλούντος] είναι παράνομες, διότι οι εγκλήσεις αυτές αφορούσαν σε απολύτως κατ' έγκληση διωκόμενα αδικήματα και υποβλήθηκαν απαραδέκτως (χωρίς την καταβολή παραβόλου), δεν δύνανται, εν προκειμένω, οι συλλήψεις αυτές να θεμελιώσουν ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση […] Τούτο, διότι, ναι μεν ο [εκκαλών] συνελήφθη κατόπιν των εν λόγω εγκλήσεων ενώ μετά βεβαιότητας οι εγκλήσεις αυτές θα απορρίπτονταν με διάταξη του εισαγγελέα ως απαράδεκτες κατ’ άρθρο 46 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., πλην, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατά την κρίση του [δικαστηρίου], ότι οι συλλήψεις αυτές συνιστούν προδήλως παράνομες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψιν, τόσο των ως άνω ………….., …………… και …………../28.8.2015 εισαγγελικών διατάξεων, σύμφωνα με τις οποίες το άρθρο 42 παρ. 4 εδ. α΄ και β΄ του Κ.Π.Δ. (το οποίο χορηγεί τη δυνατότητα να προσκομισθεί το προβλεπόμενο παράβολο εντός τριών εργάσιμων ημερών από την κατάθεση της μήνυσης, σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας εκδόσεώς του) εφαρμόζεται και στις εγκλήσεις του άρθρου 46 του Κ.Π.Δ., όσο και του προαναφερθέντος από 25.6.2018 Κατηγορητηρίου του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ηρακλείου, με το οποίο ο [εκκαλών] παραπέμφθηκε για να δικαστεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου κατόπιν της ως άνω από 18.12.2017 έγκλησης, η οποία αφορούσε στα απολύτως κατ' έγκληση διωκόμενα αδικήματα της εξύβρισης, της απειλής και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (βλ. άρθρα 361, 368, 333, 381 και 383 του Π.Κ.) και για την οποία δεν καταβλήθηκε όπως προεκτέθηκε από τον εγκαλούντα το προβλεπόμενο παράβολο. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι τα αστυνομικά όργανα επέδειξαν συμπεριφορά μειωτική για την προσωπικότητα του [εκκαλούντος], ο οποίος, άλλωστε, δεν αναφέρει στο υπό κρίση δικόγραφο ότι κατά τις συλλήψεις του ή κατά την έρευνα της οικίας του αντιμετωπίστηκε με τρόπο βάναυσο ή ανάρμοστο. Επίσης, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτουν ούτε οι συνθήκες της εκάστοτε σύλληψης του [εκκαλούντος] (στις προσκομιζόμενες μαρτυρικές καταθέσεις απλώς αναφέρεται ότι πριν την επιχείρηση σύλληψης του [εκκαλούντος] από τα αστυνομικά όργανα στις 15.12.2017, αυτός είχε συλληφθεί τις προηγούμενες φορές εντός του καταστήματός του από την αστυνομία κατόπιν των εγκλήσεων του Ι…………………..), ούτε οι συνθήκες κράτησης αυτού αλλά ούτε και τα όσα ο ίδιος ιστορεί ότι συνέβησαν κατά την κράτησή του στο κρατητήριο της αστυνομίας στις 7-8.12.2017. Εν πάση, δε, περιπτώσει, όσον αφορά την τελευταία αυτή σύλληψη και κράτηση του [εκκαλούντος] στις 7.12.2017, τα αστυνομικά όργανα ενημέρωσαν τον εισαγγελέα εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 279 του Κ.Π.Δ. προθεσμίας των δώδεκα ωρών από την εν λόγω σύλληψη, και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κράτηση του [εκκαλούντος] υπερέβη χρονικά το επιτρεπόμενο νόμιμο όριο (ο ενάγων συνελήφθη στις 7.12.2017 και ώρα 22:30 και αφέθηκε ελεύθερος στις 8.12.2017 και ώρα 10:00 μετά από προφορική εντολή του Εισαγγελέα Υπηρεσίας). Περαιτέρω, η παρουσία σημαντικής αστυνομικής δύναμης (5 6 αστυνομικών) κατά την επιχείρηση σύλληψης του [εκκαλούντος] στο κατάστημά του στις 15.12.2017, κατόπιν της ως άνω σχετικής έγκλησης του Ι……………….. (η οποία υποβλήθηκε μετά παραβόλου), δεν παρίσταται προδήλως αδικαιολόγητη, λαμβανομένης υπόψιν και της περιγραφόμενης στην προηγούμενη σκέψη προσπάθειας που εκδηλώθηκε από τον δικηγόρο του [εκκαλούντος] προκειμένου να αποτραπεί η τήρηση της αυτόφωρης διαδικασίας. Τέλος, αναφορικά με τον ισχυρισμό της αγωγής περί κατάχρησης εξουσίας εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων, δεν αποδεικνύεται ότι τα όργανα αυτά προέβησαν στις επίδικες ενέργειες για την εξυπηρέτηση διαφορετικού από εκείνον του νόμου σκοπού, ήτοι για να συνδράμουν τον πρώην αστυνομικό Ι………………. στην προσπάθειά του να ταλαιπωρήσει τον [εκκαλούντα] με την κατάθεση ψευδών εγκλήσεων και μηνύσεων, λαμβανομένου υπόψιν και του γεγονότος ότι, μετά την κατάθεση στις 20.6.2015 της προαναφερθείσας μήνυσης του [εκκαλούντος] κατά του Ι……………. (για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης κατ’ εξακολούθηση και της ψευδορκίας μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση), ο τελευταίος συνελήφθη, και αυτός, από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα στα πλαίσια της αυτόφωρης διαδικασίας. Κατ’ ακολουθίαν όλων των παραπάνω, το [δικαστήριο] κρίνει ότι οι ένδικες ενέργειες των αστυνομικών οργάνων που διενεργήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως προανακριτικών υπαλλήλων, δεν συνιστούν καταδήλως παράνομες ενέργειες, δυνάμενες να αποδοθούν σε πρόδηλο σφάλμα αυτών, για τις οποίες και μόνο θα ευθυνόταν το [εφεσίβλητο] Κατά συνέπεια, δεν συντρέχει η συγκεκριμένη προϋπόθεση για την αναλογική εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., προς στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής ευθύνης του [εφεσιβλήτου], όπως αβασίμως υποστηρίζει ο [εκκαλών], και, επομένως, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της».

4. Επειδή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη 2η σκέψη, η ένδικη αγωγή με την οποία ζητείτο αποζημίωση α) από παράνομες πράξεις και παραλείψεις εισαγγελικών λειτουργών και β) από παράνομες πράξεις και παραλείψεις αστυνομικών οργάνων στα πλαίσια της ποινικής προδικασίας, ήτοι ως οργάνων της δικαστικής λειτουργίας (ΣτΕ 1533/2018 κ.ά.) είναι απαράδεκτη, διότι δεν έχει ακόμη καθορισθεί νομοθετικά το πλαίσιο για τους όρους του παρανόμου των πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, την έκταση των σχετικών αποζημιωτικών αξιώσεων και τα αρμόδια δικαστήρια και η ζημία αυτή δεν μπορεί να αποκατασταθεί ούτε με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ (ευθέως ή αναλόγως εφαρμοζομένου) ούτε με ευθεία επίκληση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος (βλ. και ΔΕφΘεσ 311/2024). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε καθ’ ό μέρος έκρινε αντιθέτως και δίκασε κατ’ ουσίαν αγωγή επί της οποίας δεν είχε δικαιοδοσία, όσα, δε, προβάλλονται περί του αντιθέτου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Για το λόγο αυτό, που ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 97 παρ. 2 ΚΔΔ), πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να αποδοθεί το καταβληθέν παράβολο. Περαιτέρω, πρέπει να δικασθεί η αγωγή, να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την έφεση.

Εξαφανίζει την 609/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ηρακλείου.

Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα.

Δικάζει την ..../2019 αγωγή και την απορρίπτει ως απαράδεκτη.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 22 Αυγούστου 2024.

 

O ΔΙΚΑΣΤΗΣ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΛΕΝΕΤΗΣ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΑΓΩΝΑ ΣΕΡΓΑΚΗ