ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 30ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 407/2022

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Μαΐου 2020, με δικαστή την Καλλιόπη Μαραγκού, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Χρυσούλα Πολύζου, δικαστική υπάλληλο,

για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 31.5.2017,

των : 1) ………… 26) ……, οι οποίοι παραστάθηκαν με την από 28.5.2020 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του δικηγόρου Ιωάννη Κόρκα,

κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) και ήδη του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, παραστάθηκε με την από 22.5.2020 δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., της πληρεξούσιας δικηγόρου Αθηνάς Πετρόγλου.

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής :

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, πρώην υπάλληλοι του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (Ο.Σ.Ε.) και ασφαλισμένοι, αρχικώς, του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΤΑ.Π.Π.Ο.Σ.Ε.) και, εν συνεχεία, του «Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας» (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.), ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ταμείου να καταβάλει, νομιμοτόκως, σε κάθε έναν από αυτούς τα αναλυτικώς αναφερόμενα στο αιτητικό της αγωγής ποσά (κυμαινόμενα από 5.609,38 έως 8.803,20 ευρώ), ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105-106 του ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν, από τον παράνομο, κατά τους ισχυρισμούς τους, περιορισμό κατά 10% του χορηγηθέντος σε αυτούς εφάπαξ βοηθήματος, κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, βάσει της Φ.30269/14615/698/25.7.2003 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επικουρικά δε, οι ενάγοντες αξιώνουν την καταβολή των αιτούμενων ποσών σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. Α.Κ.).

2. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (ΦΕΚ Α΄ 43) προστέθηκε άρθρο 51Α στον ν. 4387/2016 (ΦΕΚ Α΄ 85), δυνάμει του οποίου το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.) μετονομάστηκε από 1.3.2020 σε «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο, δυνάμει του ίδιου άρθρου, εντάχθηκε από την ως άνω ημερομηνία το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.· στο τελευταίο δε, είχε ενταχθεί, βάσει των άρθρων 75 παρ. 1 Δ και 85 παρ. 11 του ν. 4387/2016, ο Κλάδος Πρόνοιας του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., επίσης, καθολικός διάδοχος του ΤΑ.Π.Π.Ο.Σ.Ε., σύμφωνα με τα άρθρα 70 παρ. 1 και 2 και 83 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α΄ 58). Περαιτέρω δε, με το άρθρο 70Α του ν. 4387/2016, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 6 του ν. 4670/2020, ορίστηκε ότι οι εκκρεμείς δίκες, που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ή/και των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών του, συνεχίζονται από τον e-Ε.Φ.Κ.Α., χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης. Συνεπώς, νομίμως παρίσταται, ως εναγόμενο ν.π.δ.δ., ο e-Ε.Φ.Κ.Α. και συνεχίζει την παρούσα δίκη, χωρίς διακοπή.

3. Επειδή, οι ενάγοντες δεν συνυπογράφουν το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, το οποίο υπογράφεται μόνο από τον παρασταθέντα ως άνω δικηγόρο Ιωάννη Κόρκα, φερόμενο ως δικαστικό πληρεξούσιο αυτών. Ενόψει τούτου, δοθέντος ότι οι 3ος, 4ος, 5ος, 6ος, 7ος, 15ος, 18ος, 19ος, 20ος και 21ος εξ αυτών δεν προσκόμισαν συμβολαιογραφικές πράξεις ή ιδιωτικά έγγραφα με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δημόσια αρχή, περί παροχής πληρεξουσιότητας στον προαναφερόμενο δικηγόρο, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο τριακοστό τρίτο, παρ. 1, περ. ββ της από 1.5.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (ΦΕΚ Α΄ 90) προθεσμίας, ήτοι επτά (7) ημέρες από την ημερομηνία της συζήτησης, η κρινόμενη αγωγή, αναφορικά με τους ανωτέρω ενάγοντες, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, λόγω μη νομιμοποίησης του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις συνδυαζόμενες διατάξεις των άρθρων 28 (παρ. 1 και 5), 30 (παρ. 1, 2 και 3) και 35 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ. ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α΄ 97), καθώς και του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο άρθρου δεύτερου της Δ1α/ΓΠ.οικ.30340/15.5.2020 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β΄ 1857/15.5.2020), περί εκδίκασης των υποθέσεων, για τις οποίες έχει υποβληθεί από όλους τους διαδίκους κοινή ή ξεχωριστή δήλωση παράστασης, χωρίς εμφάνιση στο ακροατήριο, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 133 του Κ.Δ.Δ..

4. Επειδή, εξάλλου, το εναγόμενο Ταμείο, τόσο με την ……/4.11.2019 έκθεση των απόψεων της Προϊσταμένης της Γ΄ Διεύθυνσης Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., όσο και με τα νομίμως κατατεθέντα από 7.2.2020 και 25.5.2020 υπομνήματά του, προβάλλει ότι η κρινόμενη αγωγή απαραδέκτως ασκείται, ως δεύτερη, κατ’ άρθρο 76 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., από τους 1ο, 19ο, 7ο, 20ο, 25ο, 26ο, 8ο, 14ο, 17ο, και 21ο ενάγοντες, δοθέντος ότι αυτοί έχουν ήδη ασκήσει τις με ΓΑΚ ……/2013, ……/2014, ……/2013 και ……/2014 αγωγές ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών με όμοιο αντικείμενο. Όπως είναι γνωστό στο Δικαστήριο, από προηγούμενες δικαστικές του ενέργειες (άρθρο 144 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.) και, συγκεκριμένα, από τις 12046/2018, 6726/2019, 18489/2018 και 9899/2018 αποφάσεις του, οι εν λόγω ενάγοντες, είχαν όντως ασκήσει τις προαναφερόμενες όμοιες αγωγές κατά του εναγόμενου Ταμείου, από τα δικόγραφα των οποίων, ωστόσο, παραιτήθηκαν, με αποτέλεσμα να καταργηθούν, ως προς αυτούς, οι σχετικές δίκες και οι εν λόγω αγωγές να θεωρούνται ως ουδέποτε ασκηθείσες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 76 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ.. Εξάλλου, το αυτό ισχύει και για τον 9ο ενάγοντα, όπως προκύπτει από την 17678/2017 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αγωγή. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή, ασκείται παραδεκτώς από τους 1ο, 2ο, 8ο, 9ο, 10ο, 11ο, 12η, 13ο, 14ο, 16ο, 17ο, 22ο, 23ο, 24ο, 25ο και 26ο ενάγοντες και, συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή ως προς αυτούς και να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσία.

5. Επειδή, με την 22359/16.6.1938 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Παράρτημα 228/8.7.1938), εγκρίθηκε το Καταστατικό του ιδρυθέντος με το από 29.11.1931 διάταγμα Τ.Α.Π.Π. - Ο.Σ.Ε.. Η εν λόγω υπουργική απόφαση εκδόθηκε κατ’ επίκληση του άρθρου 59 παρ. 1 του α.ν. της 11.11.1935 «Περί Οργανισμού Υπουργείου Εργασίας» (ΦΕΚ Α΄ 559/18.11.1935), στο οποίο οριζόταν ότι : «1. Πάσα έγκρισις ή τροποποίησις των οιουδήποτε τύπου πλην των κατ' ουσίαν αναφερομένων εις κοινωνικούς πόρους, καταστατικών και οργανωτικών διατάξεων των οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως των υπαγομένων εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας, γίνεται δια πράξεων του Υπουργού Εργασίας, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως …» και του άρθρου 1 του α.ν. 694/1937 «Περί αυθεντικής ερμηνείας, συμπληρώσεως και τροποποιήσεως διατάξεων τινών της ασφαλιστικής νομοθεσίας» (ΦΕΚ Α΄196/22.5.1937), σύμφωνα με την παράγραφο 2 του οποίου: «Πάντες οι υπό του παρόντος Νόμου προβλεπόμενοι κανονισμοί θεσπίζονται δι' αποφάσεων του Υφυπουργού Εργασίας … της ακριβούς εννοίας του άρθρου 59 του Αναγκαστικού Νόμου 'περί Οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας' … ούσης ότι, κατά την προβλεπόμενην αυτού διαδικασίαν τροποποιούνται πάσαι αι προγενέστεραι αυτού, αι αφορώσαι τας βασικάς αρχάς και τας λεπτομέρειας της οργανώσεως, πλην των αφορωσών κοινωνικούς πόρους, διατάξεις Ασφαλιστικών Οργανισμών της αρμοδιότητος του Υφυπουργείου Εργασίας και αι γενόμεναι δια τυπικών Νόμων. 3. Η διαδικασία του άρθρου 59 του Αναγκαστικού Νόμου «περί Οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας» εφαρμόζεται και επί των καταστατικών και οργανωτικών διατάξεων των υπό την αρμοδιότητα του Υφυπουργείου Εργασίας υπαγομένων Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως, ως και των δια Νόμου θεσπισθεισών, μετά την ισχύν του Αναγκαστικού τούτου Νόμου…». Η προαναφερθείσα 22359/16.6.1938 υπουργική απόφαση όρισε, στο άρθρο 2, ότι : «Σκοπός του ως άνω Ταμείου είναι η υπό τους όρους και περιορισμούς του παρόντος παροχή εφάπαξ χρηματικού βοηθήματος … συμφώνως προς τις διατάξεις του παρόντος», και, στο άρθρο 17, αρχικά, ότι : «1. Το παρά του Ταμείου Πρόνοιας παρεχόμενον βοήθημα …. ορίζεται εις ένα μισθόν, κατά τα εν άρθρω 9 οριζόμενα, δια παν πλήρες έτος κρατήσεων εις το Ταμείον Πρόνοιας…. 2. Ως βάσις μισθού λαμβάνεται ο μέσος όρος των μισθών τους οποίους ελάμβανε ο Μέτοχος κατά την προ της εξόδου του εκ της υπηρεσίας ή του θανάτου του διετίαν….». Κατόπιν, με το άρθρο 1 του ν.δ. 2520/1953 (ΦΕΚ Α΄ 220/21.8.1953) ορίστηκε ότι : «1. Η υπό του άρθρου 59 του α.ν. της 11 Νοεμβρίου 1935 'περί οργανισμού του Υπουργείου Εργασίας', ως ούτος μεταγενεστέρως ετροποποιήθη και συμπληρώθη, διαγραφόμενη διαδικασία εφαρμόζεται, μόνον προκειμένου περί μη βασικών διατάξεων ως τοιούτων νοουμένων ειδικώτερον των απαριθμουμένων εν τη επομένη παραγράφω. 2. Ως μη βασικαί διατάξεις υπαγόμεναι εις την κατά την προηγούμενην παράγραφον διαδικασίαν νοούνται αι ορίζουσαι περί του κύκλου των αμέσως και εμμέσως ασφαλιστέων προσώπων, του τρόπου συνθέσεως των συλλογικών οργάνων διοικήσεως των Οργανισμών, του τρόπου, χρόνου και προϋποθέσεων υπαγωγής εις την ασφάλισιν, της οικονομικής και διοικητικής οργανώσεως (σύνθεσις προσωπικού, προσόντα διορισμού, προαγωγής, καταβλητέα μισθοδοσία και προσαυξήσεις τούτων, πειθαρχικήν ευθύνη και δικαιοδοσία, απόλυσις, μετάθεσις), των προϋποθέσεων, της εκτάσεως, του είδους και ύψους των χορηγητέων πάσης φύσεως ασφαλιστικών παροχών, της διαδικασίας απονομής και διακοπής τούτων, της αναγνωριστέας υπό ωρισμένας προϋποθέσεις προϋπηρεσίας, του προσδιορισμού των εισφορών των ησφαλισμένων και των εργοδοτών, τις επιβαρύνσεις τούτων δια προσθέτων τελών, τόκων υπερημερίας δια τας περιπτώσεις καθυστερημένης καταβολής, της τοποθετήσεως και χρησιμοποιήσεως των κεφαλαίων και της ενέργειας ελέγχου υπό των οριζομένων οργάνων ή επιτροπών. Αντιθέτως, ως βασικαί διατάξεις θεωρούνται αι αφορώσαι την σύστασιν ή κατάργησιν Οργανισμού Κοιν. Ασφαλίσεως, καθιέρωσιν υπέρ αυτών κοινωνικών εισφορών και την επιβολήν ποινικών κυρώσεων». Κατ’ εξουσιοδότηση των ως άνω διατάξεων του άρθρου 59 παρ. 1 του α.ν. της 11.11.1935 και του άρθρου 1 του α.ν. 694/1937, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν.δ. 2520/1953, εκδόθηκε η Φ.9/δις/1/2982/1969 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών «Περί τροποποιήσεως της παρ. 2 του άρθρου 17 του Καταστατικού του Ταμείου Πρόνοιας Προσωπικού Ελληνικών Σιδηροδρόμων» (ΦΕΚ Β΄ 316/10.5.1969), με την οποία τροποποιήθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 17 του Καταστατικού του Τ.Α.Π.Π. - Ο.Σ.Ε., ως εξής : «Ως βάσις μισθού δια τον υπολογισμόν του βοηθήματος, λαμβάνεται ο μέσος όρος των μισθών τους οποίους ελάμβανεν ο μέτοχος κατά την τελευταίαν διετίαν προ της εξόδου του εκ της υπηρεσίας ή του θανάτου του. Ως μισθός νοείται ο εκάστοτε βασικός μισθός ενεργείας μετά των προσαυξήσεων λόγω πολυετούς υπηρεσίας και παραμονής εν τω αυτών βαθμώ, το προσωρινόν λόγω προαγωγής επίδομα ως και αι κατά το άρθρον 9 δευτερεύουσαι απολαυαί, με ανώτατον όριον μισθού τον ως καθορίζεται ανωτέρω μισθόν του Τεχνικού Διευθυντού των Σ.Ε.Κ. Αντίθετος προς τας διατάξεις της παρούσης γενική ή ειδική διάταξις της διεπούσης το Ταμείον νομοθεσίας καταργείται». Ακολούθως, κατ’ εξουσιοδότηση των ίδιων ως άνω διατάξεων, εκδόθηκε η Φ.269/1100/10.7.1991 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 17 του Καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Ο.Σ.Ε.» (ΦΕΚ Β΄ 580/29.7.1991), με την οποία ορίστηκαν τα εξής : «Η παρ. 2 του άρθρου 17 του Καταστατικού του Ταμείου Πρόνοιας Προσωπικού Ο.Σ.Ε. όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με την υ.α. Φ.9δις/1/2982/21.4.1969 (Β 316), τροποποιείται ως ακολούθως : '2. Ως βάση για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνεται το 90% του μέσου όρου των αποδοχών που ελάμβανε ο μέτοχος κατά την τελευταία διετία προς της εξόδου του από την υπηρεσία ή της ημερομηνίας του θανάτου του. Ως αποδοχές νοούνται το εκάστοτε μισθολογικό κλιμάκιο ή ο βασικός μισθός, το χρονοεπίδομα, η ΑΤΑ, οι τριετίες και πολυετίες. Επίσης λαμβάνονται υπόψη και οι κατά το άρθρο 9 του Καταστατικού δευτερεύουσες απολαβές. Ως ανώτατο όριο αποδοχών ορίζεται αυτό που αντιστοιχεί στο καταληκτικό μισθολογικό κλιμάκιο προσαυξημένο με τα παραπάνω επιδόματα …'». Όπως, δε, κρίθηκε, η τελευταία ως άνω Φ.269/1100/10.7.1991 υπουργική απόφαση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση των εξουσιοδοτικών της διατάξεων, αφού δεν καλύπτεται ειδικώς από το γράμμα καμιάς από τις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν.δ. 2520/1953, και είναι, για τον λόγο αυτό, μη νόμιμη (ΣτΕ 3051/2014, 2309/2009, 918/2007, 3204/2006, 3486/2005, κ.άλ.).

6. Επειδή, ακολούθως, με την παράγραφο 5 του άρθρου 9 του ν. 2335/1995 (ΦΕΚ Α΄ 185/6.9.1995) ορίστηκε ότι : «Οι διατάξεις του Καταστατικού του Ταμείου Πρόνοιας Προσωπικού Ο.Σ.Ε., πλην των αναφερομένων στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2520/1953 (ΦΕΚ 220 Α), αντικαθίστανται, τροποποιούνται και συμπληρώνονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλειας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διάταξης, και κατόπιν γνώμης του Δ.Σ. του Τ.Α.Π.Π. - Ο.Σ.Ε., που διατυπώθηκε κατά την3715/26.2.2003 συνεδρίασή του, εκδόθηκε η Φ.30269/14615/689/2003 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων “Τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 17 του καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Ο.Σ.Ε.” (ΦΕΚ Β΄ 1089/5.8.2003), με την οποία ορίστηκε ότι : «Η παράγραφος 2 του άρθρου 17 του καταστατικού του Ταμείου Πρόνοιας Προσωπικού Ο.Σ.Ε., όπως ισχύει μετά την υ.α. Φ.269/1100/10.7.1991 τροποποιείται ως εξής : 'Ως βάση για τον υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνεται το 90% του μέσου όρου των αποδοχών που ελάμβανε ο μέτοχος κατά την τελευταία διετία προ της εξόδου του από την υπηρεσία ή της ημερομηνίας του θανάτου του. Ως αποδοχές νοούνται το εκάστοτε μισθολογικό κλιμάκιο ή ο βασικός μισθός, το χρονοεπίδομα, η Α.Τ.Α., οι τριετίες και οι πολυετίες. Επίσης λαμβάνονται υπόψη και οι κατά το άρθρο 9 του καταστατικού δευτερεύουσες απολαβές. Ως ανώτατο όριο αποδοχών ορίζονται οι αποδοχές του Διευθυντού του ΟΣΕ…' ». Όπως έχει κριθεί (ΣτΕ 30/2018 σκ. 10 - 12, 4011/2014 σκ. 9 και 11, 3051/2014 σκ. 11 – 13), με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη η δυνατότητα να μεταβιβάζει στην εκτελεστική εξουσία την αρμοδιότητά του προς θέσπιση κανόνων δικαίου. Τίθεται, δε, ο κανόνας ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Κατ’ εξαίρεση, όμως, επιτρέπεται να οριστούν ως φορείς της κατ’ εξουσιοδότηση ασκούμενης νομοθετικής αρμοδιότητας και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται για ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Περαιτέρω, όπως παγίως γίνεται δεκτό, η νομοθετική εξουσιοδότηση για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Επομένως, η εξουσιοδοτική διάταξη δεν πρέπει να είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς, βάσει της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ευρύτητα, συνεπώς, της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 5 του ν. 2335/1995, παρέχεται προς τον εποπτεύοντα φορείς κοινωνικής ασφάλισης υπουργό η εξουσία να τροποποιεί καταστατικές διατάξεις συγκεκριμένου κοινωνικοασφαλιστικού φορέα· ειδικότερα, παρέχεται στον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ήδη Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων) η κανονιστική αρμοδιότητα να προβαίνει, ειδικά ως προς το ΤΑ.Π.Π. - Ο.Σ.Ε., σε τροποποίηση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση των διατάξεων του Καταστατικού του, για κάθε ζήτημα που ρυθμίζεται με αυτές, πλην αυτών που αφορούν τη σύσταση και την κατάργηση του εν λόγω ασφαλιστικού φορέα, τις υπέρ αυτού επιβαλλόμενες εισφορές και την επιβολή ποινικών κυρώσεων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 9 του ν. 2335/1995, ανεξαρτήτως του εύρους αυτής, είναι ειδική και ορισμένη, ενόψει του ότι καθορίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο το πεδίο άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας του ως άνω Υπουργού. Εξάλλου, η επίμαχη τροποποίηση του τρόπου υπολογισμού της χορηγούμενης από το εναγόμενο Ταμείο εφάπαξ παροχής, που εισήχθη με την Φ.30269/14615/689/2003 υπουργική απόφαση και συνίσταται στη θέσπιση περιορισμού στο ύψος των αποδοχών που λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους της παροχής αυτής, καλύπτεται από το εύρος της εξουσιοδοτικής της διάταξης, εφόσον το ζήτημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στα ως άνω ζητήματα που εξαιρούνται από το πεδίο της κανονιστικής εξουσίας.

7. Επειδή, στο άρθρο 1 της 80088/31.10.2001 κοινής απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στους Υφυπουργούς Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (ΦΕΚ Β΄ 1485/31.10.2001), η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 83 παρ. 2 του Συντάγματος και 16 παρ. 5 του ν. 1558/1985 (ΦΕΚ Α΄ 137/26.7.1985), ορίζεται ότι: «Στον Υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων … αναθέτουμε την άσκηση των αρμοδιοτήτων των παρακάτω υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων : … 3) Της Διεύθυνσης Πρόσθετης Ασφάλισης, … 14) Την εποπτεία όλων των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, εκτός των Ι.Κ.Α. και Ο.Γ.Α. των οποίων τις αρμοδιότητες θα ασκεί παράλληλα με τον Υπουργό». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του π.δ. 213/1992 «Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (ΦΕΚ Α΄ 102/19.6.1992) ορίζεται ότι : «Τη διεύθυνση Πρόσθετης Ασφάλισης συγκροτούν τα παρακάτω τμήματα με τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο καθένα : α) Τμήμα Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών Ιδιωτικού Τομέα … β)Τμήμα Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών Δημόσιου Τομέα και Αυτοαπασχολουμένων … γ) Τμήμα Εφάπαξ Παροχών. Η μελέτη, επεξεργασία, θέσπιση και επιμέλεια εφαρμογής μέτρων οργάνωσης συστημάτων χορήγησης εφάπαξ παροχής κοινωνικής ασφάλισης μέσω εκείνων των Φορέων που χορηγούν τις παροχές αυτές …». Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι, με αυτές, στον Υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανατέθηκε η άσκηση, μεταξύ άλλων, των υπουργικών αρμοδιοτήτων επί θεμάτων της Διεύθυνσης Πρόσθετης Ασφάλισης της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στην οποία περιλαμβάνεται και το Τμήμα Εφάπαξ Παροχών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης που χορηγούν τέτοιες παροχές, συμπεριλαμβανομένης της υπογραφής των σχετικών αποφάσεων (ΔΕφΑθ 6107/2013 σκ. 3, 6109/2013 σκ. 5).

8. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164/24.10.1984), ορίζεται ότι : «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …», και, στο άρθρο 106, ότι : «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση, κατ' άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενεργείας οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας· οι προϋποθέσεις αυτές της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς. Η δε ευθύνη του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., κατά τις ίδιες αυτές διατάξεις, είναι αντικειμενική, δηλαδή ανεξάρτητη από υπαιτιότητα των οργάνων τους. Tο Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. υποχρεούνται να αποκαταστήσουν πάσα θετική ή αποθετική ζημία εκ της ανωτέρω αιτίας (ΣτΕ 1320/2017 σκ. 2, 474/2016 σκ. 3, 1826/2014 σκ. 5, 1828/2010 σκ. 5, κ.άλ.).

9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Οι 1ος, 2ος, 8ος, 9ος, 10ος, 11ος, 12η, 13ος, 14ος, 16ος, 17ος, 22ος, 23ος, 24ος, 25ος και 26ος ενάγοντες προσλήφθηκαν και υπηρέτησαν, ως υπάλληλοι, στον Ο.Σ.Ε., ασφαλίστηκαν δε, αρχικώς, στο Τ.Α.Π.Π. - Ο.Σ.Ε., εν συνεχεία, στο Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. και, μετέπειτα, στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. (και ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α.). Κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία, τους χορηγήθηκε, με αποφάσεις του Διευθυντή Παροχών Πρόνοιας του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. και του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., κατά περίπτωση, εφάπαξ βοήθημα, το ύψος του οποίου υπολογίστηκε, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 του Καταστατικού του Τ.Α.Π.Π.-Ο.Σ.Ε., όπως αυτό ίσχυε, μετά την τροποποίησή του από την Φ.30269/14615/689/2003 υπουργική απόφαση, ήτοι, ως βάση υπολογισμού των εφάπαξ βοηθημάτων τους, λήφθηκε το 90% του μέσου όρου των αποδοχών, που αυτοί ελάμβαναν κατά την τελευταία διετία πριν από την έξοδό τους από την υπηρεσία, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ετών υπηρεσίας τους.

10. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη αγωγή, που επιδόθηκε στο εναγόμενο ν.π.δ.δ. στις 2.6.2017 (σχ. η ……/2.6.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, ……), όπως αναπτύσσεται με το νομίμως κατατεθέν στις 3.6.2020 υπόμνημα, οι ενάγοντες προβάλλουν ότι η εφαρμοσθείσα στην περίπτωσή τους Φ.30269/14615/689/2003 υπουργική απόφαση πάσχει, διότι : α) εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, και συγκεκριμένα από τον Υφυπουργό αντί του αρμόδιου Υπουργού, κατά παράβαση του άρθρου 16 παρ. 5 του ν. 1558/1985 και της 80088/31.10.2001 κοινής απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθόσον στις διατάξεις αυτές δεν περιλαμβάνεται πρόβλεψη περί μεταβίβασης της αρμοδιότητας έκδοσης κανονιστικών πράξεων από τον Υπουργό στον Υφυπουργό, β) πριν την έκδοση της, δεν εκπονήθηκε σχετική αναλογιστική μελέτη, γεγονός που συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και γ) μη νομίμως με αυτήν επιβλήθηκε περιορισμός στα χορηγούμενα από το Τ.Α.Π.Π. - Ο.Σ.Ε. εφάπαξ βοηθήματα, αν και πρόκειται περί αμιγώς ανταποδοτικής παροχής, ο δε περιορισμός αυτός αντίκειται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος, στην αρχή της προστασίας της κοινωνικής ασφάλισης του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και στην αρχή της προστασίας της περιουσίας του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ενώ, άλλωστε, δεν προκύπτει ότι εισήχθη για την εξυπηρέτηση επιτακτικού σκοπού δημοσίου συμφέροντος, ούτε ότι ήταν αναγκαίος για τη βιωσιμότητα του Ταμείου. Ενόψει των ανωτέρω, ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 - 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. του Α.Κ.), τα αναλυτικώς αναφερόμενα στο κρινόμενο δικόγραφο ποσά, που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος που έλαβαν και εκείνου που, κατά τους υπολογισμούς τους, θα είχαν λάβει, εάν αυτό είχε υπολογιστεί βάσει του 100% (και όχι του 90%) του μέσου όρου των αποδοχών, που ελάμβαναν κατά την τελευταία διετία πριν την έξοδό τους από την υπηρεσία. Προς υποστήριξη των ανωτέρω ισχυρισμών τους, οι ενάγοντες επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Διευθυντή Παροχών Πρόνοιας του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. και του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., με τις οποίες τους χορηγήθηκαν τα ένδικα εφάπαξ βοηθήματα. Αντιθέτως, το εναγόμενο Ταμείο, με τα προναφερόμενα έκθεση των απόψεων και υπομνήματά του, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση αγωγής, ως αβάσιμης.

11. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν και ερμηνεύτηκαν στις σκέψεις 5 και 6 της παρούσας απόφασης, η Φ.30269/14615/689/2003 υπουργική απόφαση, με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 17 παρ. 2 του Καταστατικού του Τ.Α.Π.Π. - Ο.Σ.Ε. και εισήχθη ο ένδικος περιορισμός, κατά ποσοστό 10%, της βάσης υπολογισμού του εφάπαξ βοηθήματος των αποχωρούντων υπαλλήλων του Ο.Σ.Ε. (λήψη υπόψη του μέσου όρου των αποδοχών της τελευταίας - πριν την αποχώρηση των υπαλλήλων - διετίας κατά μειωμένο ποσοστό 90%, αντί του 100%), και η οποία ίσχυε και εφαρμόστηκε κατά τον υπολογισμό των εφάπαξ βοηθημάτων των εναγόντων, βρίσκεται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 5 του ν. 2335/1995, η τελευταία δε, είναι ειδική και ορισμένη και, επομένως, σύμφωνη με το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Περαιτέρω, ενόψει των διατάξεων που παρατέθηκαν στην 7η σκέψη της παρούσας απόφασης, η εν λόγω υπουργική απόφαση αρμοδίως υπογράφηκε και εκδόθηκε από τον Υφυπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού με αυτήν θεσπίζεται μέτρο οργάνωσης συστήματος χορήγησης εφάπαξ παροχής από φορέα κοινωνικής ασφάλισης, που χορηγεί τέτοιες παροχές (άρθρο 5 παρ. γ του π.δ. 213/1992), δηλαδή ζήτημα περιλαμβανόμενο στις αρμοδιότητες που, δυνάμει του άρθρου 1 περ. 3 της 80088/31.10.2001 κοινής απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ανατέθηκαν στον εκδόσαντα αυτήν Υφυπουργό, απορριπτόμενου, ως αβάσιμου, του αντίθετου ισχυρισμού της αγωγής. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ουδόλως προκύπτει ότι απαιτείτο, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας θέσπισης του ένδικου περιορισμού, η προηγούμενη σύνταξη σχετικής αναλογιστικής μελέτης, που να τεκμηριώνει την αναγκαιότητα λήψης του μέτρου αυτού, κατόπιν, μάλιστα, διερεύνησης της πιθανότητας υιοθέτησης εναλλακτικών λύσεων (ΣτΕ 1031/2015 σκ. 10, Ολ. 1285 – 6/2012 σκ. 12 - 13), ενώ, άλλωστε, η εν λόγω μελέτη, εκπονηθείσα 3 μήνες μετά, δικαιολόγησε, κατά το περιεχόμενό της, τον εν λόγω περιορισμό (ΣτΕ Ολομ. 734/2016 σκ. 27). Επίσης, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 2 του Καταστατικού του Τ.Α.Π.Π. - Ο.Σ.Ε., προβλέπεται σύστημα υπολογισμού εφάπαξ βοηθήματος, με μαθηματικό τύπο, στο πλαίσιο του οποίου συνεκτιμώνται οι καταβληθείσες εισφορές, αφού υιοθετείται σύστημα κλιμάκωσης του ποσού του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος, αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας του ασφαλισμένου και των καταβαλλομένων αποδοχών συγκεκριμένα, λαμβάνονται υπόψη, αφενός, ο μέσος όρος των αποδοχών που λάμβανε ο υπάλληλος, κατά τη διετία που προηγήθηκε της εξόδου του από την υπηρεσία, και, αφετέρου, ο χρόνος υπηρεσίας του, χωρίς περιορισμό, το δε ποσό προκύπτει από το γινόμενο των δύο αυτών παραμέτρων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εξασφαλίζεται ο συνταγματικός κανόνας ότι το μέγεθος του έχοντος αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενο με βάση τον χρόνο υπηρεσίας, χωρίς περιορισμό, και τις αποδοχές του ασφαλισμένου, πρέπει να είναι ανάλογο προς τις εισφορές που καταβλήθηκαν από αυτόν, και δεν ανατρέπεται η απορρέουσα από τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος κλιμάκωση του απονεμόμενου εφάπαξ βοηθήματος, αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών, για τις οποίες έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές. Ούτε, άλλωστε, ο εισαχθείς με την Φ.30269/14615/689/2003 υπουργική απόφαση περιορισμός, κατά ποσοστό 10%, της βάσης υπολογισμού του ένδικου εφάπαξ βοηθήματος δύναται να θεωρηθεί ότι αναιρεί τον ως άνω συνταγματικό κανόνα της αναλογίας προς τις καταβληθείσες εισφορές και ότι ανατρέπει την κλιμάκωση του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος. Και τούτο διότι, δεν πρόκειται περί νομοθετικής επιβολής ανώτατου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος, με την οποία παραβιάζονται οι απορρέουσες από τις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις αρχές της ισότητας και της αναλογίας μεταξύ του μεγέθους του παρεχόμενου εφάπαξ και των καταβληθεισών εισφορών, υπό την έννοια της ύπαρξης κατηγορίας υπαλλήλων, οι οποίοι, ως εκ του μακρού χρόνου υπηρεσίας τους και των υψηλών αποδοχών τους, έχουν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις και, παρά ταύτα, θα λάβουν το ίδιο εφάπαξ βοήθημα με τους συναδέλφους τους, οι οποίοι, ως εκ του μικρού χρόνου υπηρεσίας και των χαμηλών αποδοχών τους, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις προς το Ταμείο. Αντιθέτως δε, πρόκειται για ομοιόμορφο περιορισμό στη βάση υπολογισμού του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος, ο οποίος, ενόψει και του επιδιωκόμενου με αυτόν σκοπού, δεν ενέχει αδικαιολόγητα δυσμενή διάκριση σε βάρος κάποιας κατηγορίας ασφαλισμένων υπαλλήλων (ΔΕφΑθ 2898/2018 σκ. 12 και 13, 544/2018 σκ. 12). Περαιτέρω, πρόκειται για θεμιτό περιορισμό του ύψους της εν λόγω παροχής, που βρίσκει έρεισμα στον νόμο και εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, υπό την έννοια της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της ανάγκης επωφελούς διαχείρισης των αποθεματικών των ασφαλιστικών οργανισμών, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητά τους χάριν και των επόμενων γενεών, κατά τα λοιπά, δε, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ Ολομ. 734/2016 σκ. 27). Άλλωστε, κεκτημένο δικαίωμα σε μισθό ή σύνταξη ορισμένου ύψους δεν κατοχυρώνεται ούτε με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης κ.ά. κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, Juhani Saarinen κατά Φινλανδίας, Νο 69136/01, Kechko κατά Ουκρανίας, της 8.2.2006, σκέψη 23, Vilho Eskelinen και λοιποί κατά Φινλανδίας, της 19.4.2007, σκέψη 94, Andrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 77), με συνέπεια να μην αποκλείεται, καταρχήν, διαφοροποίηση του ύψους του μισθού ή συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες (ΣτΕ 1284/2012 σκ. 27). Ενόψει των ανωτέρω, οι διατάξεις της Φ.30269/14615/689/25.7.2003 υπουργικής απόφασης δεν αντίκεινται στις ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, απορριπτομένων, ως αβάσιμων, των αντίθετων ισχυρισμών της κρινόμενης αγωγής. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα εφάπαξ βοηθήματα των εναγόντων νομίμως υπολογίστηκαν από τα όργανα του εναγόμενου Ταμείου, κατ' εφαρμογή της εφαρμοστέας κατά τον χρόνο αποχώρησής τους νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της Φ.30269/14615/689/2003 υπουργικής απόφασης, και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται, κατ’ άρθρα 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., αποζημιωτική ευθύνη του Ταμείου έναντι των εναγόντων, απορριπτόμενης, ως αβάσιμης, της κύριας βάσης της κρινόμενης αγωγής. Εξάλλου, εφόσον, όπως ήδη έγινε δεκτό, ο υπολογισμός των εφάπαξ βοηθημάτων των εναγόντων έλαβε χώρα νομίμως, το εναγόμενο Ταμείο δεν κατέστη πλουσιότερο εις βάρος τους, χωρίς νόμιμη αιτία, απορριπτόμενης, ως αβάσιμης, και της επικουρικής βάσης της υπό κρίση αγωγής (ΣτΕ 449/2013, 217/2012).

12. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, η κρινόμενη αγωγή ενώ, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων της υπόθεσης, να απαλλαγούν οι ενάγοντες από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγόμενου Ταμείου (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.).

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Απορρίπτει την αγωγή.

Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξοδα του e-Ε.Φ.Κ.Α.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 14.1.2022, από την Πρόεδρο του Τμήματος Ιωάννα Πλίτση, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., λόγω απουσίας με άδεια ανατροφής τέκνου της Πρωτοδίκη Δ.Δ. Καλλιόπης Μαραγκού (άρθρο 194 παρ. 3 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ.).

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΙΩΑΝΝΑ ΠΛΙΤΣΗ ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΟΛΥΖΟΥ