ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δ’ ΕΝΟΧΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 4108/2021
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αλεξάνδρα-Ελένη Σταυροπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ολυμπία Αμελαδιώτη, Πρωτόδικη, Α. Καραϊνδρου Πρωτόδικη εισηγήτρια δυνάμει της από 27-10-2020 πράξης της Προέδρου, και από τη Γραμματέα Κωνσταντία Μπαζιάκου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης ...../..../2020 αγωγή με αντικείμενο αναγνώριση ακυρότητας σύμβασης.
ΕΝΑΓΟΥΣΑ : Μ. του Γ., κάτοικος Θεσσαλονίκης, οδός ..... αρ. ...., με ΑΦΜ ...., που δεν παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος Θεόδωρος Ζέρβας (AM ΔΣΘ ....) δυνάμει του με ημερομηνία 17-11-2020 ιδιωτικού εγγράφου παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας προκατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις κατ’ άρθρο 237§1 ΚΠολΔ και προκατέβαλε τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013 (βλ. το υπ' αριθ. ....../17-9-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).
ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: Ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «.... ΑΕ», η οποία εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, οδός ..... αριθ....., με ΑΦΜ ..... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής. Η πληρεξούσια δικηγόρος Βασιλίκη Ουγιαρίδου (AM ΔΣΘ ....) δυνάμει του με ημερομηνία 21-9-2020 ιδιωτικού εγγράφου παροχής δικαστικής πληρεξουσιότητας προκατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις καν άρθρο 237§1 ΚΠολΔ και προκατέβαλε τις εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013 (βλ. το υπ’ αριθ. ...../20-9-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης).
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 27-10-2020 πράξης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 138 §1 και 180 ΑΚ προκύπτει ότι δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά, αποκαλείται εικονική και είναι άκυρη. Εικονική, συνεπώς, είναι η δήλωση βούλησης, η οποία σε γνώση του δηλούντος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της δήλωσης αυτής είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει στο δηλούντα πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξια. αλλά και σε σύμβαση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος (ΑΠ 500/2019. ΑΠ 480/2019, σε ΤΝΠ Sakkoulas online, ΑΠ 291/2018, ΑΠ 446/2018, ΑΠ 1427/2017, ΑΠ 342/2014, ΑΠ 160/2013, ΕφΘεσ 2731/2018 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, ουσιώδες στοιχείο για τιην κατάφαση της εικονικότητας μιας σύμβασης είναι η γνώση και συμφωνία όλων των, κατά το χρόνο της κατάρτισής της. συμβαλλόμενων, για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες (ΑΠ 1360/2018, ΑΠ 1024/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την εικονικότητα της σύμβασης αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των συμβαλλόμενων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εν νόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται, χωρίς να είναι ανάγκη να προκύπτει και ο σκοπός για τον οποίο έγινε η ελαττωματική αυτή δήλωση ή τα αίτια που οδήγησαν στην ελαττωματική αυτή δήλωση ή γενικότερα πρόθεση εξαπατήσεως κάποιου τρίτου (βλ. ΑΠ 1024/2018, ΑΠ 446/2018, ΑΠ 563/2016 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 160/2013 σε ΕπισκΕΔ 2013, σελ. 73 επ. με παρατηρήσεις Ε. Ρίζου, ΑΠ 1620/2008, ΑΠ 860/2007 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 713/2006 ΕλλΔνη 2008, σελ 1025). Η έρευνα της πρόθεσης για δημιουργία προς τα έξω της εσφαλμένης παράστασης περί της σπουδαιότητας της δικαιοπραξίας περιλαμβάνει αναγκαία και την έρευνα του λόγου για τον οποίο οι δικαιοπρακτούντες είχαν πρόθεση δημιουργίας της εν λόγω παράστασης. Η εξέταση αυτή δεν αφορά την ύπαρξη ενός αυτοτελούς στοιχείου του πραγματικού της ΑΚ 138§1, αλλά συνιστά την αναγκαία αιτιολόγηση και λογική θεμελίωση της ύπαρξης ενός στοιχείου του πραγματικού του κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ε. Ρίζος, ό.π). Η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μηΐ' έγινε. Η ακυρότητα αυτή, που αφορά τη δημόσια τάξη, είναι απόλυτη, μπορεί δηλαδή να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον (βλ. ΑΠ 253/2018 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) να αποκαλύψει την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας αλλά και εναντίον τρίτων, οι οποίοι τελούσαν σε γνώση της εικονικότητας και συναλλάχθηκαν με εκείνον που απέκτησε άκυρα δικαίωμα από την εικονική δικαιοπραξία. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 393 παρ. 2 ΚΠολΔ και 138 ΑΚ προκύπτει ότι, η εικονικότητα της δικαιοπραξίας μπορεί να αποδειχθεί με όλα τα επιτρεπόμενα από τις διατάξεις του ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, επομένως και με μάρτυρες, μη εφαρμοζόμενης της από τη διάταξη του άρθρου 393 παρ.2 ΚΠολΔ προβλεπομένης απαγόρευσης της εμμάρτυρης απόδειξης της εικονικότητας, ενόψει του ότι δεν πρόκειται για τροποποίηση της δικαιοπραξίας κατά το περιεχόμενό της που καθορίστηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη, αφού η απόδειξη της εικονικότητας δεν στρέφεται κατά του περιεχομένου της δικαιοπραξίας αλλά κατά του κύρους της περιεχομένης σε αυτήν πράξης, η οποία έγινε χωρίς πρόθεση παραγωγής εννόμων αποτελεσμάτων ή παραγωγής διαφορετικών (αποτελεσμάτων) από τη φαινόμενη δικαιοπραξία (ΑΠ 321/2018, ΑΠ 1822/2012, ΑΠ 10/2007, ΑΠ 26/2003 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή ιστορεί ότι ήταν παντρεμένη από το έτος 2000 με τον Δ., ιδρυτή, βασικό μέτοχο και εν τοις πράγμασι διοικητή της εναγόμενης εταιρίας. Ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης η ίδια δεν εργαζόταν, αλλά εικονικά διατηρούσε την ιδιότητα της εργαζόμενης στην εναγόμενη εταιρία.
Ότι μέχρι την οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, τον Αύγουστο του έτους 2019 οι σύζυγοι είχαν αρμονικές σχέσεις και απολάμβαναν πολυτελή βίο, τον οποίο χρηματοδοτούσε αποκλειστικά ο Δ. είτε από τα προσωπικά του εισοδήματα είτε μέσω της εναγόμενης εταιρίας. Ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και συγκεκριμένα την 25η/9/2014, η ενάγουσα φέρεται να συνήψε με την εναγόμενη εταιρία δάνειο συνολικού ποσού 200.000 Ε, κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή όρους. Ότι η ως άνω σύμβαση υπεγράφη μετά από υπόδειξη του Δ. εικονικά για φορολογικούς λόγους προκειμένου να καλυφθεί το πόθεν έσχες αγοράς ακινήτων στο όνομα της ενάγουσας εν γνώσει και με την θέληση των συμβληθέντων σε αυτήν. Ότι μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης της ενάγουσας με το βασικό μέτοχο και εν τοις πράγμασι διοικητή της, η εναγόμενη εταιρία υπέβαλε την από 2-122019 αίτηση και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό ...../9-12-2019 διαταγής πληρωμής με βάση την προαναφερθείσα εικονική σύμβαση δανείου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να αναγνωρισθεί η απόλυτη ακυρότητα της από 25-9-2014 συναφθείσης συμβάσεως δανείου, ύψους 200.000€, να αναγνωριστεί η ανυπαρξία οποιοσδήποτε απαιτήσεως της εναγόμενης προερχομένης από την ανωτέρω σύμβαση καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18, 22, 31 §3 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρο 215, 226, 233,237 επ. ΚΠολΔ. ως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους από το Ν. 4335/2015, καθόσον πρόκειται για αγωγή κατατεθείσα μετά την 01.01.2016), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της α) επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την κατάθεσή της (215 §2 ΚΠολΔ), καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 22-1-2020 και επιδόθηκε την 24-1-2020 στην εναγόμενη (πρβλ. τη με αριθμό ...../2020 πράξη κατάθεσης της αγωγής και την υπ’ αριθ. ...../24-1-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης Α.), β) έχουν προκαταβληθεί οι εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013 (βλ. το υπ’ αριθ. ..../22-1-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης), ενώ για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται ενημερωτικό έγγραφο υπογεγραμμένο από την ενάγουσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της περί ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. ν.440/2019. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 138§ 1, 180, 806 ΑΚ και 70, 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα δεν έχει οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι της εναγόμενης από την ως άνω σύμβαση, το οποίο είναι απορριπτέο αφενός λόγω της αοριστίας του αφετέρου διότι δεν διώκεται η αναγνώριση ορισμένης έννομης σχέσης, αλλά προδικαστικά της ζητήματα χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών (ΑΠ 134/2015. ΑΠ 508/2013 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 941/2007 ΕλλΔνη 1999, σελ 588) χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει άμεσο έννομο συμφέρον της ενάγουσας για το λόγο ότι με την απόφαση, που θα εκδοθεί. Θα δημιουργηθεί τεκμήριο χρήσιμο να προβληθεί στη διαφορά, που μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον μεταξύ αυτής και της εναγόμενης (ΕφΑθ 744/2007 ΕλλΔνη 2007, σελ. 902). Επομένως, η αγωγή κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί κατ' ουσία χωρίς να απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, καθώς η αγωγή περί αναγνώρισης εικονικότητας εισάγει διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα.
Από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι τόσο προς άμεση απόδειξη των ισχυρισμό τους, όσο και προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και συγκεκριμένα από: (α) τα έγγραφα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα ανεπικύρωτα φωτοτυπικά αντίγραφα εγγράφων, ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν στα πλαίσια άλλης δίκης, οι κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις γραφολόγων, (β) τη με αριθμό ..../2020 ένορκη βεβαίωση της Α. Δ. ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ι. Χ., η οποία προσκομίζεται μετ' επικλήσεως από την εναγόμενη μετά από νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. τη με αριθμό ..../15-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Δ. Τ.) και (γ) τη δικαστική ομολογία της εναγόμενης, η οποία συνάγεται από τις προτάσεις της και της οποίας το περιεχόμενο προσδιορίζεται παρακάτω, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη όσα έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις απαραδέκτως προσκομίζουν αμφότεροι οι διάδικοι με την προσθήκη αντίκρουση, διότι δεν προτείνουν οι ίδιοι ταυτόχρονα κανέναν αυτοτελή ισχυρισμό ούτε προβλήθηκε τέτοιος από τον αντίδικο εκάστου σε προγενέστερο δικονομικό στάδιο (για την έννοια αυτών βλ. ΑΠ 1588/2008 και 1602/2008 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), παρά προορίζονται για αντίκρουση συμπερασμάτων που συνάγονται από την αξιολόγηση των αποδείξεων ή την επεξεργασία των όσων υποστηρίζει έκαστος των αντιδίκων (ΑΠ 1332/2010. 1043/2010, 999/2010, 842/2010, 677/2010, 570/2010 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Η ενάγουσα είναι παντρεμένη από το έτος 2000 με τον Δ., ο οποίος είχε δυο τέκνα από προηγούμενο γάμο του, την Α. και το Δ.. Το ζευγάρι δεν απέκτησε τέκνα κατά τη διάρκεια του γάμου του και με την πάροδο των χρόνων, αναπτύχθηκε ιδιαίτερος δεσμός και σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του ως άνω ζεύγους και της αδερφής της ενάγουσας, Ε. Ο Δ. ήδη πριν το γάμο του με την ενάγουσα ήταν ιδρυτής, διοικητής και βασικός μέτοχος της εναγόμενης εταιρίας, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες και επιτυχημένες εταιρίες στο χώρο των κατασκευών και πώλησης ακινήτων στη Θεσσαλονίκη. Η εναγόμενη εταιρία από την ίδρυσή της μέχρι και σήμερα, τυγχάνει εταιρία αμιγώς οικογενειακών συμφερόντων του Δ., ο οποίος διατήρησε την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. έως την 10-11-2010, οπότε παραιτήθηκε λόγω συνταξιοδότησης, μετά δε την συνταξιοδότησή του, διατήρησε την ιδιότητα του βασικού μετόχου και de facto διοικητή της εταιρίας. Η εναγόμενη εταιρία λειτουργούσε ως «τύποις ανώνυμη εταιρία» αλλά στην πραγματικότητα αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μία τριμελή «οικογενειακή» ΑΕ. Το ποσοστό συμμετοχής του Δ. στο μετοχικό της κεφάλαιο ανέρχεται σε 34%, ενώ οι υπόλοιπες μετοχές της ανήκουν κατά ποσοστό 33% στο Δ. και κατά ποσοστό 33% στην Α. , τέκνα του Δ. από τον πρώτο του γάμο με την Ε. Από την 10-11-2010 και μετά, η εναγόμενη διοικείται από Δ., αρχικώς τετραμελές και σήμερα τριμελές, στο οποίο μετέχει σταθερά η Α., ως Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνουσα σύμβουλος, ο Δ., ως αντιπρόεδρος του Δ.Σ και η Ε., ως μέλος.
Η έγγαμη συμβίωση της ενάγουσας και του Δ. μέχρι το έτος 2019 υπήρξε αρμονική και ως ζευγάρι απολάμβαναν πολυτελή βίο, αντίστοιχο με την κοινωνική καταξίωση και οικονομική επιφάνεια του ιδρυτή της εναγομένης. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, η αγάπη του Δ. προς την ενάγουσα εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως, άλλοτε με την τυπική πρόσληψή της ως υπάλληλο της εναγόμενης εταιρίας και την καταβολή προς αυτήν μηνιαίου μισθού, άλλοτε με την μεταβίβαση στο πρόσωπό της αξιόλογης αξίας ακινήτων, πάντοτε επί σκοπώ της μελλοντικής της εξασφάλισης, κυρίως λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας (περίπου 21 έτη) που υφίστατο μεταξύ τους και την έλλειψη προσωπικής περιουσίας και εισοδημάτων της ενάγουσας. Η οικονομική εξασφάλιση της ενάγουσας μέσω αγοράς ακινήτων στο όνομά της και η κάλυψη του συνόλου των οφειλών και των προσωπικών εξόδων διαβίωσης της γινόταν εξ ολοκλήρου από τον Δ., ο οποίος χρηματοδοτούσε τα ανωτέρω είτε εξ ιδίων κεφαλαίων είτε μέσω κεφαλαίων της εναγόμενης εταιρίας. Η ανάλωση οικονομικών πόρων της εναγόμενης ανώνυμης εταιρίας, που στην ουσία αποτελούσε προσωπική εταιρία συμφερόντων του, προς ικανοποίηση των αναγκών του ιδίου, ως βασικού της μετόχου και της οικογένειας του αποδεικνύεται αφενός από το γεγονός ότι η ενάγουσα λάμβανε επί εικοσαετία τακτικές αποδοχές ως εργαζόμενη στην εναγόμενη εταιρία, χωρίς να προσφέρει πραγματική εργασία (γεγονός που συνομολογεί η εναγόμενη στις προτάσεις της) αφετέρου από το ότι η εναγόμενη εταιρία πλήρωνε καθ’ υπόδειξη του Δ., τις πιστωτικές κάρτες και λοιπά έξοδα της ενάγουσας (βλ. σχετική αναφορά του Δ. σε δικόγραφα του, που απευθύνονται σε βάρος της νυν ενάγουσας και ειδικότερα στη σελ. 4η της με αριθμό εκθ. καταθ. ...../2019 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, στη σελ. 3η της με αριθμό εκθ. καταθ. ...../2019 αγωγής διαζυγίου, φύλλο 4° και φύλλο 5° οπίσθια σελίδα, της με αριθμό εκθ. καταθ. ...../2020 αγωγής ανάκλησης δωρεών λόγω αχαριστίας).
Περαιτέρω, την 25η Σεπτεμβρίου του έτους 2014 φαίνεται ότι καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης εταιρίας σύμβαση δανείου. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της σύμβασης η δανειοδότρια εταιρία, εκπροσωπούμενη από την Πρόεδρο του ΔΣ και Διευθύνουσα Σύμβουλό της Α. χορήγησε στην ενάγουσα (την οποία αναφέρει στη σύμβαση δανείου ως υπάλληλό της) ως δάνειο το ποσό των 200.0006, το οποίο η δανειολήπτρια ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέφει σε δέκα ετήσιες ισόποσες δόσεις των είκοσι χιλιάδων ευρώ εκάστη εξ αυτών, το αργότερο μέχρι την 25η Σεπτεμβρίου κάθε έτους, με 1η δόση καταβλητέα την 25η Σεπτεμβρίου του 2015 και τελευταία αυτήν της 25ης Σεπτεμβρίου του 2024. Οι δύο πρώτες δόσεις συμφωνήθηκαν άτοκες, ενώ οι υπόλοιπες οκτώ έντοκες με ετήσιο επιτόκιο 6,35%, οπότε η δανειολήπτρια όφειλε μαζί με το κεφάλαιο εκάστης δόσης να καταβάλει και τους αναλογούντες στην δόση και γεννηθέντες μέχρι τότε τόκους. Περαιτέρω, προβλέφθηκε ότι όλα τα έξοδα της σύμβασης αυτής θα βαρύνουν αποκλειστικά την δανειολήπτρια ενάγουσα, η οποία είχε το δικαίωμα να προεξοφλήσει το δάνειο οποιαδήποτε χρονική στιγμή, καταβάλλοντας τους τυχόν τόκους των τοκοφόρων δόσεων μέχρι του χρόνου της καταβολής. Η εκταμίευση του ποσού έγινε αυθημερόν από τις υπαλλήλους Χ. και Α. , οι οποίες ανέλαβαν τα χρήματα από τον με αριθμό ...... λογαριασμό όψεως της εναγόμενης εταιρίας που τηρείτο στην τράπεζα EUROBANK ERGASIAS ΑΕ (Υποκατάστημα της Καλαμαριάς ) και τα παρέδωσαν στον Δ. , ο οποίος είχε και την πρωτοβουλία για την κατάρτιση της σύμβασης (βλ. την με αριθμό ..../21-9-2020 ένορκη βεβαίωση της Α. που προσκομίζει η εναγόμενη σε συνδυασμό με το αντίγραφο του με αριθμό ..... λογαριασμού της εναγόμενης από την 10-9-2014 έως και την 30-9-2014). Η χαρτοσήμανση της εν λόγω συναλλαγής έλαβε χώρα την 15-10-2014, οπότε και καταβλήθηκε από την εναγόμενη εταιρία το τέλος χαρτοσήμου από 4.800 € (βλ. τη με αριθμό ....../15-10-2014 απόδειξη συναλλαγής πληρωμής της τράπεζας Eurobank), και όχι από την ενάγουσα, όπως προέβλεπε η σύμβαση.
Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι κατά τη διάρκεια του έτους 2019 είχε ήδη δημιουργηθεί ένταση στις σχέσεις των συζύγων, η οποία τον Αύγουστο του έτους 2019 κορυφώθηκε και οδήγησε στην οριστική τους ρήξη και στην πλήρη αποξένωση της ενάγουσας από το οικογενειακό και επιχειρηματικό περιβάλλον της οικογένειας Τ. Η διασάλευση της οικογενειακής τάξης, ωστόσο, δημιούργησε και κύκλο αντιδικιών μεταξύ της ενάγουσας, του Δ. και της εναγόμενης εταιρίας, ενόψει του οικογενειακού της χαρακτήρα ο οποίος, κατά τα προλεχθέντα, ανακλάτο όχι μόνο στην κυριότητα των μετοχών της, αλλά και στην χρησιμοποίηση των κεφαλαίων της εταιρίας για ικανοποίηση οικονομικών επιθυμιών του βασικού της μετόχου. Έτσι, ο Τ. κατέθεσε τον Αύγουστο του έτους 2019 της με αριθμό εκθ. καταθ. ...../29-8-2019 αίτησή του, για έκδοση προσωρινής διαταγής μετοικήσεως της ενάγουσας από τη συζυγική οικία (διαμέρισμα επί της οδού .....), που συζητήθηκε ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και έγινε δεκτή. Κατόπιν, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους άσκησε σε βάρος της συζύγου του, τη με αριθμό εκθ. καταθ. ...../2019 αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού. Και ενώ οι σχέσεις των συζύγων είχαν την άνω εξέλιξη, η εναγόμενη εταιρία υπέβαλε ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης τη με αριθμό ...../4-12-2019 αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής εις βάρος της ενάγουσας, με βάση την προαναφερθείσα από 25-9-2014 σύμβαση δανείου με αίτημα την καταβολή tîùv πέντε ήδη ληξιπρόθεσμων δόσεων (2015 έως 2019) συνολικού ποσού 100.000 ευρώ. Επί της αιτήσεως αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό ...../2019 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία διατάχθηκε η νυν ενάγουσα να καταβάλει στην νυν εναγόμενη το ποσό των 100.000 Ε και ειδικότερα α) ποσό 20.000 Ε νομιμοτόκως από την 26/9/2015, β) ποσό 20.0006 νομιμοτόκως από την 26/9/2016, γ) ποσό 20.0006 με επιτόκιο 6,35% ετησίως από την 26/9/2016 μέχρι την 26/9/2017 και κατόπιν νομιμοτόκως έως εξοφλήσεως, δ) ποσό 20.000 € με επιτόκιο 6.35% ετησίως από την 26/9/2016 έως την 26/9/2018 και κατόπιν νομιμοτόκως έως εξοφλήσεως και ε) ποσό 20.000€ με ετήσιο επιτόκιο 6.35% ετησίως από την 26/9/2016 μέχρι την 26/9/2019 και έκτοτε νομιμοτόκως μέχρι την εξόφληση καθώς και το ποσό των 1.562,64€ ως δικαστική δαπάνη. Ακολούθως, η εναγόμενη επέδωσε στην ενάγουσα τη με ημερομηνία 13-12-2019 επιταγή προς εκτέλεση και ξεκίνησε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας της.
Ωστόσο, η κατά το έτος 2014 κατάρτιση της άνω δανειακής σύμβασης εντάσσεται στη γενικότερη πρόθεση του ιδρυτή και βασικού μετόχου της εναγόμενης εταιρίας για αγορά και μεταβίβαση στο πρόσωπό της ενάγουσας ακινήτων σημαντικής αξίας με σκοπό τη μελλοντική της εξασφάλιση, ενόψει της σημαντικής διαφοράς ηλικίας και της έλλειψης αυτοτελούς πηγής εισοδημάτων της ενάγουσας. Πιο ειδικά αποδεικνύεται ότι ο ενάγων ήδη είχε δωρίσει στην ενάγουσα τον Οκτώβριο του έτους 2010 την ψιλή κυριότητα μίας διώροφης πολυτελούς μεζονέτας, συνολικού εμβαδού 162 τ.μ επί της οδού ..... στην Ν. Παραλία της Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελούσε την οικογενειακή στέγη του ζευγαριού από την αρχή της έγγαμης συμβίωσης τους. Περαιτέρω, κατά το θέρος του έτους 2014 ο Δ. και η ενάγουσα με το με αριθμό ...../25-6-2014 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. πώλησαν μία πολυτελή μεζονέτα στο συγκρότημά ... στο .... Χαλκιδικής, αντικειμενικής αξίας 89.000 έναντι αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος αγοραπωλησίας 400.000 Ε προκειμένου να αποκτήσουν δυο νέα ακίνητα και συγκεκριμένα α) την 22-7-2014 αγόρασαν από την εναγόμενη εταιρία ένα παραθαλάσσιο πολυτελές ακίνητο στο συγκρότημα κατοικιών ... στο .... Χαλκιδικής, κατ' ισόβια επικαρπία ο Δ. και κατά ψιλή κυριότητα η νυν ενάγουσα σύζυγός του, αντικειμενικής αξίας 247.946,30 € και αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα 250.000 και β) την 3-12-2014 αγοράστηκαν στο όνομα της ενάγουσας δύο οριζόντιες επί καθέτου ιδιοκτησίες, που αποτελούσαν στην ουσία μία ενιαία μεζονέτα και περιήλθαν στην προαναφερθείσα κατά πλήρη κυριότητα. Τα άνω ακίνητα βρίσκονται επί της δημοτικής οδού ... στη Μύκονο και η αγοραπωλησία συντελέστηκε δυνάμει του με αριθμό ...../3-12-2014 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Μυκόνου, Κ., όπως αυτό διορθώθηκε και επαναλήφθηκε με το ...../26-6-2017 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ν., με αναγραφόμενο στο συμβόλαιο συνολικό τίμημα ύψους 240.000 Ε και με αντικειμενική αξία των ακινήτων ύψους 419.089,56 €. Σημειώνεται, ότι τα ως άνω αγορασθέντα ακίνητα έχουν πολλαπλάσια εμπορική αξία από το αναγραφόμενο στα συμβόλαια τίμημα αφενός λόγω της θέσης τους σε τοποθεσίες με υψηλό διεθνές αγοραστικό ενδιαφέρον για οικιστικά και επενδυτικά τουριστικά ακίνητα, αφετέρου λόγω της πολυτελούς κατασκευής τους. Η αναγραφή τιμήματος σημαντικά μεγαλύτερου από την αντικειμενική αξία του ακινήτου στο με αριθμό ...../25-6-2014 συμβόλαιο πώλησης του ακινήτου στο συγκρότημα ... Χαλκιδικής και αντίστοιχα η αναγραφή τιμήματος μικρότερου από την αντικειμενική αξία σε αμφότερα τα συμβόλαια των ακινήτων που αγόρασε κατά το έτος 2014 το ζεύγος Τ. στο ... Χαλκιδικής και στη Μύκονο έγινε προκειμένου να δικαιολογηθεί στο πόθεν έσχες η αγορά των νέων ακινήτων (βλ. φύλλο 5° οπίσθια σελίδα της με αριθμό με αριθμό ...../2020 αγωγής ανάκλησης δωρεών λόγω αχαριστίας). Ας σημειωθεί, ότι μέχρι την 31-12-2013 οι φορολογούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να δικαιολογούν την προέλευση των χρημάτων που αντιστοιχούσε στην υψηλότερη τιμή που αναγραφόταν στο συμβόλαιο, ήτοι αν η αντικειμενική ήταν ανώτερη της δηλωθείσας όφειλαν να δικαιολογήσουν την αντικειμενική. Πλην, όμως, από την 1-1-2014 οι φορολογούμενοι όφειλαν να δικαιολογούν την προέλευση των χρημάτων μόνο για τη δηλωθείσα στο συμβόλαιο τιμή πώλησης του ακινήτου (άρθρο 19 του Ν. 2238/1995, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του ν. 4110/2013), ρύθμιση την οποία αξιοποίησε ο Δ. προκειμένου να αγοράσει τα ως άνω ακίνητα για λογαριασμό του ίδιου και της ενάγουσας συζύγου του. Έτσι, το αναγραφόμενο στα συμβόλαια αγοράς συνολικό τίμημα των 490.0006 (250.0006 για το ακίνητο στο ... και 240.000 Ε για το ακίνητο στη Μύκονο) μπορούσε να δικαιολογηθεί με την προηγούμενη (προ μηνός) πώληση του ακινήτου στο συγκρότημα .... σε συνδυασμό με την ανάλωση κεφαλαίων από προηγούμενες φορολογικές χρήσεις (βλ. τις δηλώσεις εισοδημάτων των ετών 2006-2013 του Δ. και της ενάγουσας). Πλην όμως, ενώ ένας φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί εισοδήματα τα οποία αποκτήθηκαν από το σύζυγό του για τη δικαιολόγηση της νομότυπης προέλευσης των χρημάτων που δαπανήθηκαν για την απόκτηση ενός ακινήτου, σε περίπτωση που ο ίδιος δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια που να προέρχονται από τα εισοδήματα του ικανά για να δικαιολογήσουν την αγορά, τότε μπορεί να συναχθεί υπό προϋποθέσεις τεκμήριο άτυπης δωρεάς από τον άλλο σύζυγο, η οποία φορολογείται (βλ. σχετικά ΣτΕ 1666/2017 σε ΝΟΜΟΣ). Με δεδομένο δε ότι ο Δ. είχε ήδη προβεί σε σημαντικές δωρεές προς την ενάγουσα σύζυγό του και η τελευταία δεν είχε ικανά εισοδήματα ή περιουσία, ανέκυψε το ζήτημα της καταβολής του φόρου άτυπης δωρεάς. Στις ενέργειες τακτοποίησης των φορολογικών ζητημάτων που άπτονται της αγοράς των ως άνω ακινήτων εντάσσεται και η εμπλοκή της εναγόμενης εταιρίας, την οποία ο Δ. ήλεγχε πληρως. Έτσι, η ως άνω αναφερόμενη σύμβαση δανείου συνδέεται, όπως προεκτέθηκε, με την αγορά της πολυτελούς κατοικίας που αγοράστηκε στο όνομα της ενάγουσας επί της δημοτικής οδού ... στην πόλη της Μυκόνου.
H σχέση του εν λόγω δανεισμού με την ως άνω αγορά κατοικίας στη Μύκονο αποδεικνύεται από την άμεση χρονική συνάφεια των ανωτέρω διαδοχικών συμβάσεων, την κατάθεση της ενόρκως βεβαιούσας Α. και συνομολογείται από την εναγόμενη εταιρία (βλ. σελ. 15η των προτάσεων της εναγόμενης, σελ. 12 η της προσθήκης και η με ημερομηνία 18-9-2014 απόφαση του ΔΣ της εναγομένης περί χορήγησης δανείου στην εργαζόμενη της ενάγουσα, για αγορά εξοχικής κατοικίας στη Μύκονο). Ωστόσο, η ένδικη σύμβαση δανείου αποδεικνύεται ότι ήταν εικονική, καθώς ουδέποτε υπήρξε πρόθεση δανεισμού της εναγομένης ως εργαζόμενης της εταιρίας, ιδιότητα άλλωστε που μόνο τυπικά έφερε. Ούτε, άλλωστε, υπήρχε κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης συμφωνία και πρόθεση να επιστρέφει η ενάγουσα το ως άνω ποσό στην εναγόμενη εταιρία, καθώς η κατάρτιση της ένδικης δανειακής σύμβασης εντάσσεται και εξυπηρετούσε το σχεδιασμό απόκτησης ακινήτων εκ μέρους της ενάγουσας και του συζύγου της, ο οποίος χρησιμοποιούσε το νομικό πρόσωπο της εναγόμενης για την εξυπηρέτηση των οικογενειακών αναγκών του.
Η κατά το έτος 2014 σύναψη σύμβασης δανείου με επαχθείς όρους, είναι απολύτως ασύμβατη με την προαναφερθείσα ειδική σχέση της ενάγουσας με το βασικό μέτοχο και de facto διοικητή της εναγόμενης. Την περίοδο που το δάνειο συνάφθηκε οι σχέσεις της ενάγουσας με τον Δ. ήταν αρμονικές, με τον τελευταίο να καλύπτει κάθε ανάγκη του κοινού τους βίου, να έχει καταστήσει την ενάγουσα συνδικαιούχο σε όλους τους τραπεζικούς του λογαριασμούς και να της είχε δωρίσει είτε προσοδοφόρα ακίνητα είτε χρηματικά ποσά για να αποκτήσει στο όνομά της άλλα ακίνητα, ενέργειες που εκπορεύθηκαν από συναισθήματα ευγνωμοσύνης και αγάπης σε ένα από τα πλησιέστερα συγγενικά του πρόσωπα (βλ. σχετική αναφορά του Δ. σε δικόγραφα του, που απευθύνονται σε βάρος της νυν ενάγουσας και ειδικότερα σελ. 2η της με αριθμό ...../2019 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, σελ. 1η και 2η της με αριθμό ...../2019 αγωγής διαζυγίου, φύλλο 1° έως και 9° της με αριθμό ...../2020 αγωγής ανάκλησης δωρεών λόγω αχαριστίας). Πρόκειται, λοιπόν, για σύμβαση που χαρακτηρίστηκε προσχηματικά από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη ως δανειακή προς τη σύζυγο του ιδρυτή και βασικού μετόχου και φερόμενη ως εργαζόμενη της εναγόμενης εταιρίας, καθόσον αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι γνώριζαν εξαρχής ότι δεν υπήρχε ούτε πρόθεση αλλά ούτε και αντικειμενική δυνατότητα η ενάγουσα να ανεύρει από προσωπικά εισοδήματα τα κεφάλαια για να αποπληρώσει το δάνειο. Χαρακτηριστική ως προς το σημείο αυτό είναι η ένορκη βεβαίωση της υπαλλήλου της εναγομένης, Α., η οποία δεν αναφέρει καμία εμπλοκή της ενάγουσας κατά τη σύναψη του εικονικού δανείου αλλά αναφέρεται αποκλειστικά σε πρωτοβουλία, μεσολάβηση και ενέργειες του Δ. καταθέτοντας αυτολεξεί «Ο Δ. το αποφάσισε να προχωρήσει στην αγορά δυο εξοχικών κατοικιών , μία στο συγκρότημα .... Χαλκιδικής και μία στη χώρα της Μυκόνου. Οι αγορές για λόγους που ανάγονταν στις προσωπικές σχέσεις του ζευγαριού θα γίνονταν στο όνομα της συζύγου. Επειδή δεν διέθετε το σύνολο των κεφαλαίων που απαιτούνταν για τις δυο αγορές αιτήθηκε από τη θυγατέρα του και διευθύνουσα σύμβουλο της εταιρίας δάνειο από την εταιρία ύψους 200.000 Ε. Μεταφέραμε τα χρήματα στα γραφεία της εταιρίας και τα παραδώσαμε στον κ. τ. προκειμένου να προχωρήσει η αγορά». Συνάγεται, λοιπόν, ευχερώς ότι η σύναψη της ένδικης σύμβασης δεν στόχευσε ούτε στη μεταβίβαση της κυριότητας των χρημάτων στην ενάγουσα και στην υποχρέωση της να τα αποδώσει ούτε στην προαγωγή των σκοπών της εναγόμενης εταιρίας, αλλά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων και ικανοποίηση του Δ. Επρόκειτο συνεπώς για εικονική και ως εκ τούτου άκυρη δανειακή σύμβαση, η οποία συνιστούσε στην πραγματικότητα παροχή της εναγομένης προς τον ιδρυτή και το βασικό της μέτοχο με τη μορφή της άνευ νομικής υποχρέωσης διαρκούς χρηματοδότησής του, για την ικανοποίηση των προσωπικών του επιθυμιών. Επιπλέον, στις περιστάσεις σύναψης και την εκτέλεσης της ως άνω σύμβασης δανείου υφίστανται στοιχεία που ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου περί εικονικότητας, καθώς η εναγόμενη εταιρία κατά παράβαση των κανόνων της λογικής και χρηστής επιχειρηματικής διαχείρισης α) κατέβαλλε το ποσό των 4.800 Ε ως έξοδα χαρτοσημάνσεως της σύμβασης, χωρίς έκτοτε να απαιτήσει την απόδοσή τους από την ενάγουσα, ενώ στη σύμβαση αναφέρεται ρητά ότι όλα τα έξοδα θα βαρύνουν αποκλειστικά την δανειολήπτρια β) ουδέποτε απαίτησε την απόδοση των ληξιπρόθεσμων δόσεων πέντε ετών παρά μόνον μετά την διάσταση της ενάγουσας με τον ιδρυτή και βασικό μέτοχό της, γ) ουδέποτε παρακράτησε, ως είχε δικαίωμα, μέρος του μισθού της ενάγουσας προς συμψηφισμό με αντίστοιχο μέρος της οφειλής κατά τα έτη 2015-2019, αλλά συνέχισε να της καταβάλει ανελλιπώς το μισθό της δ) δεν απαίτησε από την ενάγουσα οποιοδήποτε μέτρο διασφαλιστικό της αξιώσεώς της προς επιστροφή του δανείσματος και των τόκων, ιδίως δε εμπράγματη ασφάλεια στο ακίνητο που αγοράστηκε ούτε καν απλές συναλλαγματικές προς διευκόλυνση εισπράξεως των δόσεων, τις οποίες υποτίθεται ότι ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει. Η ίδια, άλλωστε, η εναγόμενη δεν δικαιολογεί αξιόπιστα τους λόγους και τις συνθήκες, υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση αυτή και ιδίως δεν προσκομίζει κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο περί της καταβολής του ποσού του δανείου στην ίδια την ενάγουσα. Επιπλέον, επισημαίνεται η ως άνω σύμβαση δανείου ήταν αντίθετη στο τότε ισχύον άρθρο 23α ν. 2190/1920 περί χορήγησης πιστώσεων σε πρόσωπα στενά συνδεδεμένα με το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, όπως και η σύζυγος του ιδρυτή. Εάν υπήρχε πραγματική πρόθεση να απαιτήσει η εναγόμενη εταιρία το ποσό του δανείου από την ενάγουσα θα είχε προνοήσει εγκαίρως να ισχυροποιήσει την ως άνω σύμβαση με προηγούμενη ειδική έγκρισή (άδεια) από τη γενική συνέλευση των μετόχων, γεγονός το οποίο δεν έπραξε παρά μόνο κατά το έτος 2019.
Το ως άνω συμπέρασμα περί της εικονικότητας της σύμβασης ενισχύεται ακόμη από τα κάτωθι αναφερόμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, στα οποία βεβαιώνεται ότι η σύμβαση που καταρτίστηκε είναι εικονική. Συγκεκριμένα, προσκομίζεται η με ημερομηνία 4/2/2019 βεβαίωση από το Δ., στην οποία αναγράφεται αυτολεξεί ότι «Στην Θεσσαλονίκη την 25η Σεπτεμβρίου του έτους 2014, μεταξύ αφενός της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Δ..... Α.Ε.» και αφετέρου της Μ. του Γ, υπαλλήλου της παραπάνω εταιρείας υπογράφηκε μία Σύμβαση Δανείου μεταξύ τους, έναντι συνολικού ποσού διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00Ε). Σήμερα την τέταρτη (04) Φεβρουάριου του έτους 2019, η εταιρεία με την επωνυμία «Δ..... Α.Ε.» ως δανειοδότρια απέναντι στην υπάλληλό της, Μ., όντας δανειολήπτρια του παραπάνω αναφερομένου χρηματικού ποσού, δηλώνει ότι ουδεμία απαίτηση έχει από την ίδια να λάβει επιστροφή του προαναφερομένου χρηματικού ποσού, σε άμεσο ή μελλοντικό χρόνο.
Επισημαίνεται δε ότι δεν θα ασκήσει εις βάρος της δανειολήπτριας ένδικα μέσα για την είσπραξη του συνολικού ποσού του δανείου».
Επίσης, η εικονικότητα της ως άνω σύμβασης προκύπτει και από έγγραφο το οποίο υπογράφηκε από τη διευθύνουσα σύμβουλο και νόμιμη εκπρόσωπο της εναγόμενης εταιρίας, Α. με το εξής περιεχόμενο : «Στις 25/9/2014 μεταξύ της εταιρείας «Δ..... Α.Ε.» , η οποία θα καλείται στην συνέχεια δανειοδότρια και της υπαλλήλου της, Σ., η οποία θα καλείται δανειολήπτρια, συμφώνησαν τα εξής: Η δανειοδότρια να παρέχει στην δανειολήπτρια ως δάνειο το ποσόν των 200.000 ευρώ, το οποίο να εξοφλείται σταδιακά από την δανειολήπτρια με ισόποσες ετήσιες δόσεις, ύψους 20.000Ε. Η ανωτέρω σύμβαση έγινε καθαρά για φορολογικούς λόγους, ουσιαστικά η Σ., υπάλληλος της εταιρείας, δεν έλαβε ποτέ το ποσό αυτό από την εταιρία «Α. ....Α.Ε.», δεν οφείλει επομένως τίποτα ούτε και η εταιρεία έχει καμία απαίτηση από την υπάλληλό της. Η σύμβαση επομένως που επισυνάπτεται είναι άκυρη και δεν ίσχυε ποτέ». Η ενάγουσα προς τεκμηρίωση της γνησιότητας των εν λόγω εγγράφουν, προσκομίζει την κοινή από 10-1 -2020 γραφολογική έκθεση των δικαστικών γραφολόγων Π. και Δ., με την οποία οι ανωτέρω αποφαίνονται με βαθμό βεβαιότητας ότι η υπογραφή των ως άνω εγγράφων έχει τεθεί από τους φερόμενους ως συντάκτες τους, ήτοι από το Δ. και την Α. αντίστοιχα. Η εναγόμενη εταιρία, δεν αμφισβητεί ευθέως την γνησιότητα της υπογραφής του Δ. επί του ανωτέρω έγγραφου, αλλά ισχυρίζεται ότι αφενός ο ίδιος δεν δεσμεύει την εταιρία, αφετέρου διατυπώνει αιχμές για υποβολιμαία απόκτησή του εκ μέρους της ενάγουσας, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο Δ. πάσχει από άνοια τύπου Alzheimer. Ο ανωτέρω ισχυρισμός περί διανοητικής έκπτωσης του εναγόμενου και εκμετάλλευσης αυτού από την ενάγουσα ουδόλως αποδεικνύεται, καθώς αφενός η από 8-1-2020 γνωμάτευση της νευρολόγου Δ. αναφέρει με σαφήνεια ότι ο Δ. διατηρεί κριτική ικανότητα και βούληση και είναι σε θέση να διαχειριστεί τις προσωπικές και οικογενειακές του υποθέσεις, αφετέρου ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκομίζεται που να αναφέρεται σε δόλια απόσπαση της υπογραφής του. Περαιτέρω, η αμφισβήτηση του γνησιότητας του δευτέρου ως άνω αναφερόμενου εγγράφου με την υπογραφή της Α. εκ μέρους της εναγόμενης δεν είναι ρητή, σαφής και ειδική αλλά περιορίζεται σε ενδοιαστικές και υποθετικές εκφράσεις αναφορικά με την εγκυρότητα των φωτοαντιγράφων και ιδίως επιμένει στην αναφορά ότι η ίδια δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει ή μη τη γνησιότητά της υπογραφής και του εγγράφου και αιτείται την επίδειξη και εξέταση των πρωτοτύπων (πάγια νομολογία αναφορικά με το περιεχόμενο της άρνησης γνησιότητας ιδιωτικών εγγράφων βλ. ενδεικτικά ΑΠ 638/2014, ΕΠολΔ 2014 με παρατηρήσεις Μπαμπινιώτη, ΑΠ 1304/2013, ΑΠ 1431/2011, ΑΠ 1254/2010, ΑΠ 718/2010, ΑΠ 1338/2008, ΑΠ 106/2007 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και σε Θεωρία Α. Βαθρακοκοίλη σε συλλογικό έργο Η απόδειξη στην πολιτική δίκη, σελ. 462). Προσκομίζεται δε σχετικώς η με ημερομηνία 19-2-2020 γνωμάτευση της Χ. κατόπιν εντολής της εναγομένης, στην οποία η δικαστική γραφολόγος καταλήγει ότι δεν είναι σε θέση να καταλήξει σε σαφή συμπεράσματα, αν η υπογραφή είναι γνήσια ή πλαστή, αφενός λόγω του μεγάλου εύρους μεταβλητότητας των υπογραφών της Α., αφετέρου λόγω της εξέτασης της υπογραφής από φωτοαντίγραφο, το οποίο πάντως η ίδια έκρινε ως καλής ευκρίνειας και καθαρότητας (σελ. 6η και 12η της γραφολογικής έκθεσης). Το ως άνω συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με το πόρισμα της ίδιας της γραφολογικής, στο οποίο η δικαστική γραφολόγος φαίνεται να πιθανολογεί την πλαστότητά της υπογραφής της Α. και ως εκ τούτου η ασαφής αμφισβήτηση της υπογραφής της Α. στο ως άνω έγγραφο θεωρείται όψιμη και προσχηματική. Με βάση, λοιπόν, όσα προεκτέθηκαν το αίτημα περί διενέργειας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τη γνησιότητα των ως άνω εγγράφων και ιδίως αναφορικά με την υπογραφή της Α. κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο, δοθέντος ότι τα ως άνω έγγραφα κρίνονται γνήσια και εκτιμώνται συμπληρωματικός για το σχηματισμό ουσιαστικού πορίσματος αναφορικά με την εικονικότητα της ένδικης σύμβασης δανείου.
Όπως ανωτέρω εκτέθηκε, κατά τη συμφωνία και σε γνώση όλων των μερών η ένδικη σύμβαση δανείου ήταν εικονική και δεν υπήρχε πρόθεση αμοιβαίας συμβατικής δέσμευσης των μερών. Πλην, όμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου η εικονική δικαιοπραξία υπέκρυπτε δωρεά του Δ. προς την ενάγουσα μέσω της εταιρίας συμφερόντων του, με πρόθεση καταστρατήγησης των φορολογικών διατάξεων προς διευκόλυνση της αγοράς ακινήτου στο όνομα της ενάγουσας για λογαριασμό της ιδίας.
Οι ισχυρισμοί της ενάγουσας περί αγοράς του ακινήτου στη Μύκονο στο όνομα της ιδίας αλλά για λογαριασμό της αδερφής της ουδόλως αποδείχθηκαν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικτικά μέσα. Συγκεκριμένα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι απώτερο κίνητρο της σύναψης της εικονικής σύμβασης ήταν η δικαιολόγηση της προέλευσης των εισοδημάτων της αγοράς των ακίνητων στη Μύκονο στο όνομά της μεν, αλλά για λογαριασμό της αδερφής της Ε. Προεισαγωγικά πρέπει να τονιστεί ότι ουδόλως εξειδικεύονται επαρκώς οι λόγοι που υπαγόρευσαν κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας την αγορά ενός τόσο ακριβού ακινήτου από την Ε. μέσω παρένθετου προσώπου, καθώς στην αγωγή γίνεται γενική αναφορά σε ανησυχία της αδερφής της από τυχόν ανώμαλη εξέλιξη τραπεζικών συμβάσεων πίστωσης που είχε συνάψει ο πρώην σύζυγός της και η ίδια ήταν εγγυήτρια, χωρίς να προσκομίζεται ουδέν αποδεικτικό μέσο για την ύπαρξη και το μέγεθος των ως άνω οφειλών και την παροχή εγγύησης εκ μέρους της. Η διακινδύνευση μίας αγοράς με παρένθετο πρόσωπο κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας εμπεριέχει κινδύνους και επιλέγεται μόνο όταν υφίσταται σοβαρός λόγος να αποκρυβεί η ταυτότητα του πραγματικού ιδιοκτήτη, ο οποίος λόγος ουδόλως αποδείχθηκε εν προκειμένω.
Περαιτέρω, κατά τη σύναψη του συμβολαίου αγοραπωλησίας η ενάγουσα όντως εκπροσωπήθηκε δυνάμει του με αριθμό ..../1-12-2014 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Μυκόνου Κ. από την αδερφή της Ε., πλην, όμως, οι εξουσίες αφορούσαν αποκλειστικά στην υπογραφή του συμβολαίου αγοράς στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας. Επίσης, στο μεταγενέστερο του συμβολαίου με αριθμό ...../26-5-2015 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Ι. η νυν ενάγουσα ανέθετε στην Ε. εκτεταμένες εξουσίες αναφορικά με τη διοίκηση και διαχείριση του ακινήτου στη Μύκονο, αλλά πάντα ως άμεση αντιπρόσωπος της, χωρίς να γίνεται ουδεμία αναφορά σε έμμεση αντιπροσώπευση και σε κυριότητα της Ε. Έτσι, το ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ουδόλως υποδεικνύει ότι το ακίνητο αγοράστηκε με χρήματα της Ε., αλλά αντίθετα εξηγείται επαρκώς από το γεγονός ότι η τελευταία διέμενε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο νησί της Μυκόνου, όπου είχε αναπτύξει φιλικό και κοινωνικό κύκλο και ήταν πρόσωπο απόλυτης εμπιστοσύνης της οικογένειας για τη διαχείριση των υποθέσεων του. Άλλωστε, αν ήθελε η Ε. να εξασφαλιστεί έναντι της ενάγουσας και του Δ. δεν θα αρκούνταν στη σύνταξη ενός γενικού πληρεξουσίου, αλλά θα απαιτούσε σύνταξη προσυμφώνου μεταβίβασης δικαιωμάτων από την ενάγουσα αδερφή της προς αυτή, καθόσον η αξία των ακινήτων είναι τέτοια που καμία συγγενική σχέση δεν μπορεί να δικαιολογήσει να συμβαίνει χωρίς διασφάλιση, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι (κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας) επρόκειτο περί του σημαντικών αποταμιεύσεων της Ε. που δεν διήλθαν του τραπεζικού συστήματος, ώστε να υπάρχει δυνατότητα εντοπισμού της προέλευσής τους. Τέλος και ο έτερος ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η εναγόμενη εταιρία δεν μπορούσε να προβεί σε δανεισμό και εκταμίευση τέτοιου ποσού λόγω της δυσχερούς οικονομικής της κατάστασης κρίνεται αναπόδεικτος, διότι από τον με αριθμό ........ λογαριασμό όψεως της εναγόμενης εταιρίας που τηρείτο στην τράπεζα EUROBANK ERGASIAS ΑΕ (Υποκατάστημα της Καλαμαριάς) προκύπτει ότι η εταιρία είχε ταμειακά διαθέσιμα και μάλιστα την 24-9-2019 (μια ημέρα πριν σύναψη του εικονικού δανείου) υπήρξε σχετική πίστωση του λογαριασμού με το ποσό των 300.000€
Στο σημείο δε αυτό πρέπει να τονιστεί, όπως προεκτέθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσης, ότι για την αναγνώριση της εικονικότητα της σύμβασης αρκεί το γεγονός ότι οι συμβληθέντες δεν αποσκοπούσαν πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίστηκε, χωρίς να είναι ανάγκη να προκύπτει και ο σκοπός ή η αιτία για τον οποίο έγινε η εικονική σύμβαση. Το κίνητρο που ωθεί τους εικονικά δηλούντες στην πραγματοποίηση εικονικής δικαιοπραξίας αποτελεί κατά κανόνα η ικανοποίηση κάποιας ανάγκης ή επιθυμίας των συμβαλλομένων που δεν θα μπορούσε να καλυφθεί με διαφορετικό τρόπο και σπάνια οι στόχοι των εικονικά δηλούντων είναι ηθικά και νομικά άμεμπτοι ή ουδέτεροι. Πλην, όμως, τα παραγωγικά αίτια της βούλησης των εικονικά δηλούντων δεν συνιστούν κατά την πάγια θέση της νομολογίας εννοιολογικά στοιχεία της εικονικότητας, στο μέτρο που το άρθρο 138§1 ΑΚ χαρακτηρίζει ως εικονική τη μη σοβαρή και φαινομενική δήλωση βούλησης χωρίς να ενδιαφέρεται για τα αίτια που στηρίζουν τη σχετική επιλογή του δηλούντος. Επομένως, με δεδομένο ότι αντικείμενο της ένδικης αγωγής είναι η αναγνώριση της ακυρότητας της δικαιοπραξίας λόγω εικονικότητας, πρέπει τούτη να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη ακόμη και αν τα παραγωγικά αίτια των διαδίκων για την κατάρτισή της είναι διαφορετικά με αυτά που επικαλείται η ενάγουσα με την αγωγή της. διότι εν προκειμένω το μεν αίτημα δικαστικής προστασίας αναφέρεται αποκλειστικά στην αναγνώριση της ακυρότητας της ένδικης σύμβασης δανείου λόγω πλήρωσης των όρων του άρθρου 138 ΑΚ , η δε πλήρωση της ιστορικής βάσης της αγωγής συνίσταται από τα στοιχεία του 138§1 ΑΚ που αποτυπώνουν το πραγματικό του. ήτοι η γνώση και η συμφωνία όλων των συμβαλλόμενων ότι η συναφθείσα σύμβαση είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι η ως άνω σύμβαση δανείου ήταν εικονική, χωρίς να απαιτείται για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης η αναβολή της παρούσας δίκης, όπως αιτείται η εναγόμενη α) κατ' άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την τελεσίδικη εκδίκαση της μεταγενέστερης με αριθμό ..../15-5-2020 αγωγής της αδερφής της νυν ενάγουσας, Ε. , σε βάρος την νυν ενάγουσας και του Δ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με αντικείμενο τη καταδίκη των εκεί εναγόμενων σε δήλωση επαναμεταβίβασης των ακινήτων στη Μύκονο στην ίδια (Ε.) διότι δεν υφίσταται δεσμός προδικαστικότητας ανάμεσα στις δυο δίκες β) κατ’ άρθρο 250 ΚΠολΔ μέχρι την τελεσίδικη εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης κατά της νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης εταιρίας για συκοφαντική δυσφήμιση και απάτη μετά από υποβολή της με αριθμό ...../27-1-2020 έγκλησης καθότι δεν αποδεικνύεται από τα νομίμως και εμπροθέσμως προσκομιζόμενα έγγραφα ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος της νόμιμης εκπροσώπου της εναγόμενης εταιρίας, αλλά και σε κάθε περίπτωση διότι το Δικαστήριο, από τα ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία, για τα οποία έγινε λόγος ανωτέρω, μόρφωσε δικανική πεποίθηση για την ουσία της διαφοράς, χωρίς να είναι απαραίτητη η αμετάκλητη κρίση του ποινικού δικαστηρίου, ως προς το αδίκημα της απάτης. Συγκεφαλαιωτικά, λοιπόν, και σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν η σύναψη του με ημερομηνία 25-9-2014 δανείου μεταξύ της εναγόμενης εταιρίας και της ενάγουσας, ως εργαζόμενη αυτής, δεν έγινε στα σοβαρά με πρόθεση να καταρτιστεί αμφοτεροβαρής σύμβαση δανείου, αλλά φαινομενικά για να δικαιολογηθεί η μεταφορά χρηματικού ποσού από την εναγόμενη εταιρία στην οικονομική σφαίρα της ενάγουσας και του Δ. Η δε επιδιωχθείσα από την εναγόμενη είσπραξη απαίτησης από το ως άνω αναφερόμενο δάνειο από την περιουσία της ενάγουσας εντάσσεται στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης, που ξεκίνησε μεταξύ των δύο συζύγων και μεταφέρθηκε στους κόλπους της εναγόμενης οικογενειακής κατ' ουσίαν επιχείρησης. Επομένως, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 25-9-2014 συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης εταιρίας συμβάσεως δανείου, ύψους 200.000 Ε και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 25-9-2014 συναφθείσας μεταξύ της ενάγουσας και της αντιδίκου της εταιρείας συμβάσεως δανείου, ύψους 200.000 €
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας σε βάρος της εναγόμενης την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (5006) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στη Θεσσαλονίκη την 21 Μαίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκη, την 28η Μαίου 2021 χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
[ΠΗΓΗ : κος Ι. Ιωαννίδης, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ]