ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 4641/2024

 

Πρόεδρος: Π. Κομισόπουλος (Πρόεδρος Πρωτοδικών)

Δικηγόρος: Εντ. Ράτσα

Δικηγόρος: Θεμ. Δαμάκης

 

[…] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 του ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 του ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 10/1997 ΕλΔ 1997.768, ΑΠ 1376/2018, ΑΠ 1012/2018, ΑΠ 914/2018 όλες δημ. Νόμος). Tο δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν μέχρι την ημέρα έκδοσης της διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και η νομιμοποίηση του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση σε περίπτωση διαδοχής, δεν μπορεί να διαγνώσει, στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν και υποβλήθηκαν στο δικαστή, που εξέδωσε τη διαταγή και συγκεκριμένα, σε έγγραφα προσκομιζόμενα το πρώτον στη δίκη της ανακοπής (ΑΠ 1012/2018 ό.π., ΑΠ 914/2018 ό.π., ΑΠ 682/2015 NoB 2016.1159). Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 του ΚΠολΔ, για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 ιδίου Κώδικα, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη, μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 του ΚΠολΔ. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τιμολόγια–δελτία αποστολής εμπορευμάτων, μόνο αν τα έγγραφα αυτά φέρουν την υπογραφή του αγοραστή, κατά τρόπο που να αποδέχεται την οφειλή του (ΑΠ 1850/2017, ΑΠ 1342/2017, ΑΠ 872/2017 όλες δημ. Νόμος, ΑΠ 682/2015 ό.π.). Μπορούν επίσης τα τιμολόγια να φέρουν την υπογραφή του εξουσιοδοτηθέντος υπαλλήλου του αγοραστή και προστηθέντος από αυτόν (ΕφΘεσ 922/2005 δημ. Νόμος) ή του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου, διότι από την έκδοσή τους και μόνο δεν συνάγεται η παράδοση των πωληθέντων εμπορευμάτων (βλ. Στ. Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, Εκδ. Σάκκουλα, σελ. 73). Η υπογραφή, όμως, ορισμένου προσώπου αποτελείται από το πλήρες ονοματεπώνυμο αυτού που υπογράφει με αλφαβητικά στοιχεία. Μονογραφή δεν αρκεί (βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, άρθρο 443 αρ. 3 και 4, Ράμμο, Εγχειρίδιο Αστ. Δικόν. Δικαίου, τ. 2ος, παρ. 276, ΕφΘεσ 788/2006 δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 74/1985 ΕλΔ 26.746). Στην περίπτωση δε κατά την οποία έχει υπογράψει επί των εγγράφων αυτών (τιμολογίων–δελτίων αποστολής) κάτω από τη δήλωση παραλαβής των εμπορευμάτων, τρίτο πρόσωπο, ως αντιπρόσωπος του υπόχρεου κατόπιν εντολής και εξουσιοδοτήσεως τούτου, απαιτείται, για την έκδοση διαταγής πληρωμής η εντολή και πληρεξουσιότητα αυτή να αποδεικνύεται από δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. (ΑΠ 1480/2007 δημ. Νόμος, ΕφΑθ 289/2012, ΕφΠειρ 668/2012 ΕλΔ 2012.1041, παρατ. Πανταζόπουλου). Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλεται και από την αρχή της ασφαλείας των συναλλαγών, διότι διαφορετικά ο φερόμενος ως αντιπροσωπευόμενος αγοραστής, δεσμεύεται υπέρμετρα χωρίς να υπάρχει προηγούμενη καθαρή δήλωση της βούλησης του για αντιπροσωπευτική διάθεση (ΑΠ 1342/2017, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1608/2014, ΑΠ 1480/2007, ΜΕφΠατρ 131/2023, ΕφΑθ 289/2012, ΠΠρΚω 56/2019, ΜΠρΑθ 5555/2010 όλες δημ. Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο και το δεύτερο από τους λόγους της ασκηθείσας κατά τα άνω ανακοπής της η αιτούσα εκθέτει ότι η καθ’ ης μετά από υποβολή σχετικής αίτησής της πέτυχε την σε βάρος της έκδοση της ήδη ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής με βάση τα αναφερόμενα τιμολόγια-δελτία αποστολής, με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το συνολικό ποσό των 57.551,95 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε τιμολόγιο είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, καθώς και την καθορισθείσα δικαστική δαπάνη. Ότι τα 26 από τα προσκομισθέντα για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής τιμολόγια δεν φέρουν την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της, αλλά υπογραφές διαφορετικών προσώπων, μη εξουσιοδοτημένων από αυτήν για την υπογραφή τους, ενώ άλλα 4 από τα προσκομισθέντα τιμολόγια είναι ανυπόγραφα. Ότι για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με βάση τα υπογεγραμμένα από τρίτους πλην του νόμιμου εκπροσώπου της τιμολόγια η καθ’ ης δεν προσκόμισε σχετικά έγγραφα πληρεξουσιότητας, από τα οποία να αποδεικνύεται κατά την αντίστοιχη περίπτωση η εξουσιοδότηση αυτών από το νόμιμο εκπρόσωπό της (αιτούσας). Ότι λόγω των ως άνω αναφερόμενων ελλείψεων δεν συνέτρεχαν οι κατά το νόμο διαδικαστικές προϋποθέσεις για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και γι’ αυτό η αρμόδια Δικαστής που έκρινε την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτηση της καθ’ ης, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο, έπρεπε να απορρίψει την αίτηση αυτή (άρθρο 628 παρ. 1 α΄ ΚΠολΔ) και όχι να την κάνει δεκτή ως παραδεκτή, νόμιμη και βάσιμη. Με βάση το ιστορικό ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και της με βάση αυτή συνταχθείσας κάτω από το ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 21-6-2023 επιταγής προς πληρωμή. Με το περιεχόμενο αυτό οι προβαλλόμενοι λόγοι της ανακοπής είναι νόμιμοι, στηριζόμενοι στις διατάξεις των άρθρων 623, 626, 628 παρ. 1 α΄, 632 παρ. 1, 2, 633 παρ. 1 ΚΠολΔ και επομένως, πρέπει να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα. Το αίτημα περί καταδίκης της καθ’ ης στα δικαστικά έξοδα της αιτούσας είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, δοθέντος ότι στις δίκες με αντικείμενο την αναστολή της εκτέλεσης τα δικαστικά έξοδα επιβάλλονται πάντα σε βάρος του αιτούντος την αναστολή (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. γ΄ Κώδικα Δικηγόρων).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του εξετασθέντος με επιμέλεια της καθ’ ης μάρτυρα, κατοίκου … και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με βάση την από …/2023 αίτησή της, που κατέθεσε η καθ’ ης ανώνυμη εταιρία ενώπιον της Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/16-5-2023, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. …/2023 διαταγής πληρωμής της αρμόδιας επιληφθείσας Δικαστή, δυνάμει της οποίας η εδώ αιτούσα ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία διατάχθηκε να καταβάλει στην εδώ καθ’ ης το συνολικό ποσό των 57.551,95 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που το ποσό καθενός από τα προσκομισθέντα τιμολόγια κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της, καθώς και το ποσό των 1.200 ευρώ ως προσδιορισθείσα δικαστική δαπάνη της καθ’ ης. Ακριβές αντίγραφο του υπ’ αριθμ. …/2023 πρώτου εκτελεστού απογράφου της ήδη προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με τη συνταχθείσα κάτω από αυτό από 21-6-2023 επιταγή προς πληρωμή του πληρεξούσιου δικηγόρου της καθ’ ης επιδόθηκε νόμιμα στην αιτούσα στις 27-6-2023. Για την έκδοση του ως άνω εκτελεστού τίτλου η καθ’ ης επικαλέστηκε και προσκόμισε τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αίτησή της 30 τιμολόγια και τα συνοδευτικά αυτών έγγραφα, αντίστοιχα. Από την επισκόπηση όλων των προσκομιζόμενων αντιγράφων των εν λόγω τιμολογίων πιθανολογείται ότι τέσσερα (4) εξ αυτών και συγκεκριμένα τα υπ’ αριθμ. … τιμολόγια για έγγραφο μη τιμολογημένων αποθεμάτων δεν φέρουν ουδεμία υπογραφή στη θέση «παραλαβή», ενώ τα συνοδεύοντα τα τιμολόγια αυτά αντίστοιχα έγγραφα που εξέδωσε η καθ’ ης και συγκεκριμένα τα υπ’ αριθμ. … έγγραφα, αντίστοιχα, φέρουν δυσανάγνωστες υπογραφές ή μονογραφές στη θέση «παραλαβή», χωρίς να προκύπτει η ταυτότητα του προσώπου που έχει θέσει την υπογραφή του κάτω από την οικεία θέση του παραλήπτη καθενός εξ αυτών. Στα υπόλοιπα είκοσι έξι (26) από τα προσκομισθέντα τιμολόγια, δε, ομοίως υφίστανται στην ίδια θέση («παραλαβή») δυσανάγνωστες υπογραφές ή μονογραφές, προερχόμενες από προφανώς διαφορετικά πρόσωπα, των οποίων η ταυτότητα δεν προκύπτει. Η αιτούσα αμφισβητεί την υπογραφή όλων των προαναφερόμενων φορολογικών παραστατικών και εγγράφων που εξέδωσε η καθ’ ης από το νόμιμο εκπρόσωπό της … η καθ’ ης, δε, συνομολογεί με το κατατεθέν στην παρούσα δίκη από 15-1-2024 έγγραφο σημείωμά της ότι ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της αιτούσας ΙΚΕ δεν υπέγραψε κανένα από αυτά, αλλά ισχυρίζεται, επικαλούμενη την κατάθεση του εξετασθέντος με επιμέλειά της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου μάρτυρα, ότι τα επίδικα τιμολόγια φέρουν υπογραφή του κατά περίπτωση εξουσιοδοτούμενου προφορικά προς τούτο υπαλλήλου της αιτούσας. Ειδικότερα, η καθ’ ης ισχυρίζεται ότι ο κατά περίπτωση υπογράφων υπάλληλος της αιτούσας είχε εξουσιοδοτηθεί προφορικά από το νόμιμο εκπρόσωπό της και συνεπώς, ενεργούσε κατόπιν ρητής εντολής και εξουσιοδότησης του τελευταίου. Ωστόσο, η καθ’ ης δεν προσκόμισε, επισυνάπτοντας στην κατατεθείσα ως άνω με ΓΑΚ/ΕΑΚ …/16-5-2023 αίτησή της, τις αντίστοιχες για την έκδοση καθενός από τα επίδικα τιμολόγια και τα συνοδευτικά αυτών έγγραφα εξουσιοδοτήσεις του νόμιμου εκπροσώπου της αιτούσας ΙΚΕ προς τον κατά περίπτωση υπογράφοντα για την παραλαβή τους υπάλληλό της και επομένως, η Δικαστής που δεν έλεγξε τη συνδρομή των παραπάνω απαιτούμενων προϋποθέσεων και στη συνέχεια, εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής παρά την έλλειψη αυτών, έσφαλε (άρθρο 628 παρ. 1 α΄ ΚΠολΔ). Τα όσα έγγραφα επικαλείται και προσκομίζει στην παρούσα δίκη η καθ’ ης, προκειμένου να ενισχύσει τον ισχυρισμό της περί ανεπιφύλακτης παραλαβής των επίδικων τιμολογίων εκ μέρους της αιτούσας και περί αναγνώρισης της απορρέουσας από αυτά οφειλής της από το νόμιμο εκπρόσωπό της προς τον δικό της νόμιμο εκπρόσωπο μέσω της ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων από τη διαδικτυακή εφαρμογή viber, δεν είναι ικανά να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση το Δικαστήριο τούτο, καθώς τα έγγραφα αυτά, ως αποδεικνύοντα κατά τους ισχυρισμούς της καθ’ ης την απαίτησή της έναντι της αιτούσας, δεν είχαν προσκομιστεί (επισυναφθεί) στην κατατεθείσα αίτησή της (βλ. ΑΠ 682/2015 ό.π., Χ. Απαλαγάκη – Στ. Σταματόπουλο, Ο Νέος ΚΠολΔ, έκδ. 2022, τ. 2ος, άρθρο 623 αρ. 50). Με βάση τα παραπάνω πιθανολογείται ότι αμφότεροι οι εξετασθέντες (πρώτος και δεύτερος) λόγοι της ανακοπής της αιτούσας θα ευδοκιμήσουν ως βάσιμοι, λόγω του ως άνω διαδικαστικού απαραδέκτου της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης (βλ. σχετ. ΜΠρΠατρ 31/2022 ΤΝΠ ΔΣΑ «Ισοκράτης»), παρέλκουσας της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής και κατά λογική ακολουθία, θα ακυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. …/2023 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου. Περαιτέρω πιθανολογείται ότι από την τυχόν εκτέλεση του παραπάνω εκτελεστού τίτλου, που ήδη επισπεύδεται με την ως άνω από 21-6-2023 επιταγή προς πληρωμή, η αιτούσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη και συγκεκριμένα, θα υποστεί οικονομική καταστροφή, καθώς θα βρεθεί σε πλήρη αδυναμία πληρωμής των αποδοχών των συνολικά εργαζομένων της και σε αδυναμία αποπληρωμής όλων των εκκρεμών υποχρεώσεών της έναντι των δανειστών της (καταβολή μισθωμάτων για τη χρήση των επαγγελματικών της χώρων, καταβολή λειτουργικών της δαπανών, οφειλών από τις εργοδοτικές της εισφορές στον e-ΕΦΚΑ και την ενεργή ρύθμιση έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.). Συνεπώς, υφίσταται άμεσος κίνδυνος και επείγουσα περίπτωση που δικαιολογούν την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής (άρθρο 632 παρ. 4 ΚΠολΔ). Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και από ουσιαστική άποψη και να ανασταλεί χωρίς την παροχή εγγύησης η εκτέλεση της υπ’ αριθμ. …/2023 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του ενταύθα Πρωτοδικείου έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ανακοπής της αιτούσας, ενώ ο επικουρικά υποβληθείς ισχυρισμός της καθ’ ης περί εξαίρεσης της αναστολής της εκτέλεσης ως προς τα ακίνητα της αιτούσας και τα υποκείμενα σε φθορά κινητά της πράγματα, κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται προεχόντως για αναστολή της εκτελεστότητας διαταγής πληρωμής, κατ’ άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολΔ και όχι για την αναστολή της εκτέλεσης κατ’ άρθρο 938 παρ. 1, 2 του ίδιου Κώδικα, για την οποία μάλιστα δεν έχει λάβει χώρα άλλη πράξη εκτέλεσης πλην της κοινοποίησης της ως άνω επιταγής προς πληρωμή. Τέλος, πρέπει η αιτούσα να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης ενόψει του σχετικού υποβληθέντος αιτήματός της (άρθρα 106, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 84 παρ. 2 εδ. γ΄, Παρ. Ι & ΙΙΙ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας…]

 

[ ΠΗΓΗ :  ΧΡΟΝΙΚΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ]