ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΑΠΟ ΑΜΟΙΒΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 53/2023
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Εορδαίας, Αθηνά Φονηά, που όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Κοζάνης και τη Γραμματέα Ελένη Γκουκουλάρα.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 24 Φεβρουαρίου 2023, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Μ.. του Χ. και της Ι., (συνταξιούχου δικηγόρου), κατοίκου Κοζάνης, με ΑΦΜ ...., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημήτριου Γκουτζιώτη (Α.Μ. Δ.Σ.Κ...).
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Γ. του Χ., κατοίκου … …., με ΑΦΜ ....., ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων του, Γεωργίου Κοκκά (Α.Μ. ΔΣΑ ...) και Αλέξανδρου Καράτζιου (AM Δ.Σ. Καστοριάς .....).
Ο ενάγων, με την από 3-12-2020 αγωγή του, που απευθύνεται προς το δικαστήριο αυτό και στρέφεται κατά του εναγομένου, που νόμιμα κατατέθηκε και γράφτηκε στο σχετικό βιβλίο με αύξοντα αριθμό ..../4-12-2020, ζητεί, όσα αναφέρονται σε αυτή. Αρχική δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης ορίσθηκε η 24η-9-2021 και μετ’αναβολών η στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη τοιαύτη. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου και κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται ανωτέρω και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211-212 του ΑΚ προκύπτει ότι επί αγωγής εκ συμβάσεως καταρτισθείσης με τον αντιπρόσωπο και στρεφόμενης κατά του αντιπροσωπευομένου απαιτείται για το ορισμένο κατά νομική βασιμότητα της αγωγής ως προς την παθητική, νομιμοποίηση του εναγόμενου, να επικαλεσθεί ο εναγών και σε περίπτωση αμφισβητήσεως να αποδείξει, εκτός άλλων και ότι ο αντισυμβληθείς με αυτόν ως αντιπρόσωπος του εναγομένου είχε επιχειρήσει τη σύμβαση επ’ ονόματι εκείνου και είχε καταστήσει ρητά γνωστό στον ενάγοντα ότι η εκ της συμβάσεως ενέργεια θα παραχθεί όχι γι' αυτόν αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο εναγόμενο ή ότι αυτό (το ότι δηλαδή είχε καταστήσει φανερό στον ενάγοντα ότι η εκ της συμβάσεως ενέργεια θα παραχθεί όχι γι' αυτόν αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο-εναγόμενο) δεν είχε μεν δηλωθεί ρητά σ' αυτόν από τον αντισυμβληθέντα αντιπρόσωπο, αλλά συναγόταν οπωσδήποτε από τις περιστάσεις, τις οποίες πρέπει να προσδιορίζει και να επικαλείται ο ενάγων. Σε περίπτωση όμως, που ο εναγόμενος αμφισβητήσει την αντιπροσωπευτική εξουσία του προσώπου που φέρεται ότι ενήργησε για λογαριασμό του. ο ενάγων πρέπει να αποδείξει ότι το τελευταίο τούτο πρόσωπο είχε την εξουσία να εκπροσωπήσει τον εναγόμενο.
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94, 96, 97, 142 και 143 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η επίδοση προς διάδικο μπορεί να γίνεται και προς το νόμιμο διορισμένο αντίκλητό του, εφόσον εξακολουθεί να έχει αυτή την ιδιότητα. Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 142 παρ. 1 και 4. είτε με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου της κατοικίας του διαδίκου, είτε με ρήτρα σε σύμβαση (που καλύπτει μόνο τις σχετικές με τη σύμβαση αυτή πράξεις). Επίσης, έχει την ιδιότητα του αντίκλητου και ο νόμιμα διορισμένος, σύμφωνα με το άρθρο 96 ΚΠολΔ, πληρεξούσιος δικηγόρος, στον οποίο μπορούν να γίνονται μόνον οι επιδόσεις που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η επίδοση της οριστικής απόφασης (άρθρο 143 παρ. 1 Κπολ., αφού ο διορισμός του πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή σε άλλο στάδιο αυτής ενέχει την έννοια του διορισμού του για όλες τις μετέπειτα διαδικαστικές πράξεις (ίδ. Βαθρακοκοίλης άρθρ 96 ΚΠολΔ, σελ 640). Στην παρ. 4 του άρθρου 143, ορίζεται ότι η επίδοση σε πρόσωπο που έχει τη διαμονή ή την έδρα του στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής, πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά στον αντίκλητο, εφ' όσον αναφέρεται στον κύκλο των υποθέσεων για τις οποίες έχει γίνει ο διορισμός του και όταν ακόμη πρόκειται για αποφάσεις ή πράξεις που επιβάλλουν αυτοπρόσωπη ενέργεια του παραλήπτη της επίδοσης (ΑΠ 1174/2003, ΑΠ 315/2000. 153/2019 ΑΠ).
III. Το άρθρο 190 του ν.δ. 3026/1954 "περί Κώδικας Δικηγόρων" ορίζει ότι «οι απαιτήσεις των δικηγόρων για τις αμοιβές και δαπάνες τους παραγράφονται μετά πενταετία, που αρχίζει, αν μεν πρόκειται περί διοικητικών υποθέσεων ή εξωδίκων εργασιών, από το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθη η σχετική πράξις, εάν δε πρόκειται περί δικών, από του τέλους του έτους κατά το οποίο ενηργήθη υπ' αυτών η τελευταία διαδικαστική πράξις». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, χρόνος έναρξης της αναφερόμενης σ' αυτήν πενταετούς παραγραφής είναι, αν πρόκειται για δίκες, το τέλος του έτους κατά το οποίο έχει ενεργηθεί η τελευταία διαδικαστική πράξη από το δικηγόρο και όχι από το δικαστήριο. Τούτο σαφούς προκύπτει από τη χρήση των λέξεων «υπ' αυτών» (εννοείται : των δικηγόρων) και όχι «υπ' αυτών ή υπό του δικαστηρίου». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 251 Α.Κ., η οποία εφαρμόζεται συμπληρωματικώς επί των ρυθμιζόμενων από το ως άνω άρθρο του Κώδικα των Δικηγόρων περιπτώσεων, «η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της». Ενόψει τούτων, χρόνος ενάρξεως της πιο πάνω πενταετούς παραγραφής είναι, αν πρόκειται για δίκες, το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθηκε από το δικηγόρο η τελευταία διαδικαστική πράξη και υπό την προϋπόθεση ότι κατά το εν λόγω κρίσιμο χρονικό σημείο ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως. Επομένως, αν ανατεθεί σε δικηγόρο η εντολή εκπροσωπήσεως στη διεξαγωγή δίκης, η αξίωση αυτού υφίσταται για την όλη αμοιβή, δηλαδή για το σύνολο των μερικότερων ενεργειών του στη δίκη αυτή, γεννιέται δε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη από το χρονικό σημείο, κατά το οποίο ενήργησε αυτός την τελευταία διαδικαστική πράξη στην δίκη, λαμβανομένη στο σύνολό της, ανεξαρτήτως των βαθμών δικαιοδοσίας από τους οποίους διήλθε η διαφορά ή έπαυσε από οποιοδήποτε λόγο να εκπροσωπεί τον εντολέα του και όχι από του τέλους του έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε κάθε μία επί μέρους διαδικαστική πράξη και αρχίζει από το τέλος του έτους, στο οποίο εμπίπτει κατά τα ανωτέρω γένεση της αξίωσης (Α.Π. 1276/2018, 478/2017, 192/2008, 8/2008 και 1117/2000). Υπό την ισχύ όμως του Ν. 4194/2013, που κατήργησε όλες τις διατάζεις επομένως και το άρθρο 190 του ν.δ. 3026/1954, για την παραγραφή των αξιώσεων δικηγορικών αμοιβών ισχύουν από 27-9-2013 μόνον οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ήτοι του άρθρου 250 αρ. 11 που ορίζει ότι «Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, για τις αμοιβές και για τις δαπάνες τους», του άρθρου 251 που ορίζει ότι «Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της» και του άρθρου 253 που ορίζει ότι «Η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα».
IV. Κατάρτιση πλαστού εγγράφου στοιχειοθετείται όταν δημιουργείται εξ υπαρχής κάποιο έγγραφο που δεν υπήρχε και το οποίο φέρεται ότι προέρχεται από ορισμένο πρόσωπο ενώ στην πραγματικότητα δεν προέρχεται από αυτό, όταν δηλαδή ο αληθής εκδότης δεν συμπίπτει με τον φαινόμενο εκδότη (ΑΠ297/1994 ΠΧ ΜΔ.481, ΑΠ 1463/1993, ΠΧ ΜΔ.153). Η εν λόγω διάσταση αληθούς και φερομένου εκδότη υπάρχει όταν το περιεχόμενο εγγράφου εμφανίζεται ως δήλωση προσώπου από το οποίο δεν προέρχεται (ΑΠ 1025/1995,ΠΧ ΜΣΤ.105). Εκδότης δε του εγγράφου είναι εκείνος από τον οποίο προέρχεται το διανόημα που είναι ενσωματωμένο στον υλικό φορέα, ανεξαρτήτως του ποιος το ενσωμάτωσε. Σημασία δηλαδή έχει ότι το περιεχόμενο του εγγράφου προέρχεται πνευματικός από τον εκδότη του ή κατ’ άλλη διατύπωση ποιος είναι ο φορέας και ουσιαστικός εκφραστής του ενσωματωμένου στον υλικό φορέα διανοήματος και όχι ποιος προέβη στην υλική ενέργεια της σύνταξης του εγγράφου που μπορεί να έγινε και από τρίτον εφόσον ενεργεί για λογαριασμό ή κατά τη θέληση του δηλούντος (ΑΠ 1250/1990. ΠΧ ΜΑ.549, ΣυμβΠλημμΑΘ 3302/1994). Αλλά και πάλι σημασία δεν έχει ποιος υπήρξε πράγματι ο πνευματικός δημιουργός του διανοήματος, αλλά ποιος θεωρείται κατά νόμο πνευματικός δημιουργός του, ήτοι σε ποιον καταλογίζεται το ενσωματωμένο διανόημα ως ίδιον. Επομένως, εκδότης του εγγράφου είναι το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εξ αυτού ευθύνη (X. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα, εκδ.Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2005, σελ.44-45). Η ανάληψη άρα της εκ του εγγράφου ευθύνης (που με τη σειρά της προϋποθέτει την πνευματική προέλευση του διανοήματος από τον εκδότη) δεν είναι μόνο αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη της γνησιότητας του εγγράφου. Έτσι όταν υπάρχει θεμελιώνει από μόνη της τη γνησιότητα του εγγράφου και όταν δεν υπάρχει την πλαστότητα αυτού, χωρίς να απαιτείται κατ’ ανάγκη και το ιδιόχειρο της υπογραφής του εκδότη (ΑΠ 1640/1999,ΠΧ Ν 1.729, ΑΠ1814/1993, ΠΧ ΜΔ.176). Συνακόλουθα, όταν η εξ υπαρχής κατάρτιση ενός εγγράφου ή η μεταγενέστερη αλλοίωση του περιεχομένου γνησίου εγγράφου, γίνεται κατόπιν εντολής ή (προγενέστερης) συναίνεσης του φερομένου ως εκδότη, αποκλείεται η αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας, αφού υπάρχει και αποστασιοποιείται αντικειμενικά η πρόθεση δέσμευσης (X. Μυλωνόπουλος/Ποινικό Δίκαιο. Ειδικό Μέρος. Τα εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα, εκδ.Δίκαιο και Οικονομία. Π.Ν. Σάκκουλας. Αθήνα, 2005, σελ.44-45, ΑΠ 171/2002. ΠοινΑ 02.127). Η συναίνεση μάλιστα μπορεί να είναι και σιωπηρή συναγόμενη συμπερασματικά από την όλη συμπεριφορά του εκδότη (ΑΠ 307/2001, ΠοινΑ 01.448). Εν κατακλείδα από τα ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι, σε περίπτωση που σε ένα έγγραφο, τεθεί στη θέση της υπογραφής του εκδότη, δηλαδή του προσώπου που αναλαμβάνει την εξ αυτού ευθύνη, υπογραφή από άλλο πρόσωπο, κατ’εντολή όμως και κατ’εξουσιοδότηση του εκδότη ή έστω εν γνώσει του εκδότη με συναίνεση αυτού ακόμη και σιωπηρή, τότε το έγγραφο είναι γνήσιο, δεσμεύει πλήρως τον εκδότη του, και αποκλείει την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της πλαστογραφίας. Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (άρθρο 455 ΚΠολΔ ), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή του ιδιωτικού εγγράφου προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητας του, ο δε αντίδικος τούτου έχει το βάρος της δηλώσεως περί αρνήσεως της γνησιότητας και ο πρώτος της απόδειξης αυτής, όζον αμφισβητηθεί, β) Εφόσον το ιδιωτικό έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, το παραγόμενο από τη μη αμφισβήτηση της γνησιότητας υπογραφής αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου που καλύπτεται από ζην υπογραφή ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, Του επικαλούμενου την πλαστότητα βαρυνομένου με την απόδειξη της (Α.Π 655/20)3, αδημ. 1403/2002 αδημ., 1616/2001 ΕλλΔνη 2002. 407, Εφ.ΑΘ. 266/1998 ΕλλΔνη 59. 623). Επειδή, κατ' άρθρο 460 ΚΠολΔ κάθε έγγραφο δύναται να προσβληθεί ως πλαστό, τα δε ιδιωτικά και όταν διά παραβολής προς άλλα απεδείχθησαν γνήσια και κατ άρθρον 461 ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, δύναται να προταθεί κατά πάσα στάση της δίκης διά κυρίας ή παρεμπιπτούσης αγωγής ή διά των προτάσεων ή και προφορικός, όταν η υποβολή προτάσεων άν είναι υποχρεωτική, ως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Περαιτέρω κατ' άρθρο 463 ΚΠολΔ, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς πλαστότητας εγγράφου είναι ταυτοχρόνως υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα, τα οποία αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικός τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, άλλως οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτα. Εν αντιθέσει προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος η οποία προτείνεται προνομιακώς κατά πάσα στάση της δίκης δια αγωγής, ανακοπής ή ένστασης. εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο τότε ως και επί απλής αμφισβήτησης γνησιότητας πρέπει να προταθεί μόνον κατά την συζήτηση κατά την οποίαν προσκομίζεται το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση όμως κατ’ άρθρο 463 ΚΠολΔ η πλαστότητα πρέπει να προαποδεικνύεται, ήτοι ο προσβάλλων έγγραφο ως πλαστό δια ενστάσεως, για το παραδεκτό της ενστάσεως του, οφείλει να κατονομάσει τους μάρτυρες και να επικαλεσθεί τα έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν την πλαστότητα, άλλως η ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η επίκληση των εγγράφων και η ονομαστική αναφορά των μαρτύρων πρέπει να γίνει κατά την προβολή της ενστάσεως και όχι μεταγενεστέρων κατά την προσήκουσα ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου διαδικασία. Το άρθρο 463 ΚΠολΔ είναι εντεταγμένο στο κεφάλαιο της απόδειξη και συνιστά, εν όψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ παρά την γενική του διατύπωση. εικόνα της αποδεικτικής μόνον διαδικασίας. Προϋποθέτει δηλαδή εκκρεμή δίκη, ενώπιον της οποίας προσεκομίσθη ως αποδεικτικό μέσο ένα έγγραφο, το οποίον προσβάλλεται ήδη κατ' ένσταση ως πλαστό. Επομένως ο περιορισμός, τον οποίον τάσσει, δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κηρύξεως εγγράφου ως πλαστού. Για τον λόγο αυτό η προβλεπομένη από την διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνον όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ' ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή (ΑΠ 0)23/1990), όχι δε και όταν η πλαστότητα του εγγράφου προτείνεται διά κυρίας αυτοτελούς αγωγής ή και δι’ ανακοπής, η οποία αποτελεί εισαγωγικό αυτοτελούς δίκης δικόγραφο, αφού κατ' άρθρον 585 παρ. 1 ΚΠολΔ οι διατάξεις για την άσκηση της αγωγής, την εισαγωγή της προς συζήτηση και την συζήτηση στο ακροατήριο εφαρμόζονται και στην ανακοπή (ΑΠ 922/2002 ΕλλΔνη 44,1352). Εξάλλου, κατ' άρθρο 98 ΚΠολΔ περ. β', για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού είναι αναγκαία ειδική πληρεξουσιότητα, αλλιώς η προσβολή αυτή είναι απαράδεκτη (ΑΠ 251/90 ΕΕΝ 1990.718). Η ειδική πληρεξουσιότητα, που είναι επίσης αναγκαία ακόμη και για την παρεμπίπτουσα, χωρίς την ονομασία του πλαστογράφου, προσβολή εγγράφου ως πλαστού (ΕφΚρ 721/91 Δ 24.085, ΕφΑΘ 9793/81 Δνη 23.66), πρέπει να δοθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή με δήλωση στο ακροατήριο και πρέπει να ορίζεται ρητά το έγγραφο που πρόκειται να προσβληθεί. Η απουσία ειδικής πληρεξουσιότητας, που λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπάγγελτα, καλύπτεται από την παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση, καθώς και αν επακολουθήσει έγκριση ή αν προηγήθηκε μήνυση (ΑΠ 587/1993 ΕλλΔνη 35.1544. ΕφΑΘ 173/1991 ΕΕΝ 1992.214. ΕφΑΘ 3317/1990 ΕλλΔνη 1991.150, ΕφΘεσ 466/1990 Λρμ 1991.382, ΜονΠρΙωαν 369/1996 ΕΕμπΔ 1997,303).
V. Η διάταξη του άρθρου 134 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔικ, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης, η οποία ισχύει ως εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, και μάλιστα με υπερνομοθετική ισχύ, από 18 Σεπτεμβρίου 1983. Η Σύμβαση της Χάγης αναφέρεται στις περιπτώσεις επίδοσης δικογράφων σε κράτη όπου δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δηλ. ισχύει όταν η επίδοση γίνεται από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς μία τρίτη χώρα (όπως για παράδειγμα η Ελβετία) ή από όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Δανία, η οποία δεν υπέγραψε τον Κανονισμό 1393/2007 (άρθρο 1 παρ. 3 του Κανονισμού) [ΠΠρΞανθ 91/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Καθιερώνεται δηλαδή η αρχή της πραγματικής επίδοσης εγγράφου, όπως η αγωγή που εδώ ενδιαφέρει, η οποία συντελείται με την πραγματική, κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, περιέλευσή του (επιδοτέου εγγράφου) στο διαμένον στην αλλοδαπή πρόσωπο παραλήπτη, τούτο δε και' εκτοπισμό του άρθρου 136 παρ. 1 σε συνδ. με το άρθρο 134 ΚΠολΔ, που υιοθετεί την πλασματική επίδοση, αρκούσας της κοινοποίησης στον αρμόδιο εισαγγελέα (ΑΠ 28/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 28129/2006 Αρμ 2007. 418). Όμως η εν λόγω αρχή (της πραγματικής επίδοσης) αφορά μόνο το παραδεκτό της συζήτησης (και) της αγωγής στο Δικαστήριο, με την έννοια του νομότυπου της κλήτευσης του καθ' ου η επίδοση διαδίκου, ενώ ως προς αυτή καθ’ εαυτήν την ολοκλήρωση της άσκησής της και της επέλευσης των εξ αυτής δικονομικών και ουσιαστικών συνεπειών της (221 παρ. 1 ΚΠολΔ). συμπεριλαμβανομένης και της διακοπής παραγραφής της αξίωσης, αρκεί η πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα, κατά τις παραπάνω διατάξεις του ημεδαπού οικονομικού δικαίου, που εξακολουθούν ισχύουσες (ΕφΠειρ 371/2010 ΕπΝαυτΔικ 2011. 110, ΕφΔωδ 10/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 558/1998 Αρμ 1999. 1245. Π Γέσιου-Φαλτσή Η επίδοση δικογράφων στην αλλοδαπή, σελ. 64, Ορφανίδη; στην Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, άρθρο 134, αρ. 12).
VI. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικός, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη δημιουργία μιας αξίωσης μέχρι την άσκηση της. χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή, με επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, μιας κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ιδιαίτερες συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, ακόμη και όταν δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού. Απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες. κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου. ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της επί μακρόν διαμορφωθείσας κατάστασης, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων. Η αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην έλασσον του διά την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα του (ΟλΑΠ 8/2001. ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990). Το ζήτημα αν οι συνέπειες από την άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματος του (αΠ 321/2002).
Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος καθίσταται μη ανεκτή από την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο το χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγόρων προς καταβολή της ελάχιστης αμοιβής για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ.1, 98, 100 επ. του ν.δ. 3026/1954 "περί Κωδικός των Δικηγόρων" (ΑΠ 229/2006). Ειδικότερα (α) κατ' άρθρο 91 παρ. 1 του ως άνω κώδικα ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αμοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη, (β) κατ’ άρθρο 92 παρ.1 του ίδιου κώδικα (όπως ισχύει μετά την προσθήκη του εδ. β’ αυτής με το άρθρο 5 παρ.3 του ν.δ. 4272/1962 και την αντικατάσταση του με το άρθρο 8 του ν. 1093/1980), η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του και περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης, είτε μέρος της, είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης «ρύσεως εργασίες, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελάχιστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του ως άνω κώδικα. Κάθε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ως άνω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από το χρόνο συνάψεώς της. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του δικηγόρου ως εργαζόμενου, αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους αυτού ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέως και του δικηγόρου για τη λήψη αμοιβής κατώτερης των ορίων που καθορίζονται στα άρθρο 98 επ. του κώδικα δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και την μορφή υπό την οποία συνάπτεται, όπως άφεση χρέους του άρθρου 456 ΑΚ ή άλλη συμφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (ΑΚ 174, 180). Ο δικηγόρος, παρά τη συμφωνία αυτί), δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας δεν μπορεί ν’ ανατάξει κατά της αξιώσεως προς καταβολή της εν λόγω αμοιβής ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη. Η αφορμή ή οι συνθήκες, όμως, υπό τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από την ελάχιστη αμοιβή, το περιεχόμενο του σχετικού εγγράφου κλπ. μπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της αντιθέσεως της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από το κύρος της συμφωνίας, η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της ελάχιστης αμοιβής ενδέχεται να καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκηση της ΑΠ Ολ 10/2012, ΑΠ 1453/2018, ΑΠ 439/2013, ΕφΘεσ 778/2017, ΝΟΜΟΣ). Πάντως η συμπεριφορά του δικαιούχου δικηγόρου δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται μόνο σε θετικές ενέργειες του τελευταίου (πχ έγγραφη παραίτηση, κατάρτιση συμφωνίας με περιεχόμενο έλλασον του δικαιούμενου δικαιώματος κ.λπ.), αλλά μπορεί να στηρίζεται και σε παραλείψεις, εφόσον αυτές συνοδεύονται από συνθήκες κάτω από τις οποίες εύλογα θα ανέμενε κανείς από τον δικαιούχο να μη σιωπήσει αλλά να αντιδράσει, δεδομένου ότι στις περιπτώσεις αυτές στην ουσία πρόκειται περί σιωπηρής παραίτησης του δικηγόρου, η οποία, εάν είναι και αβίαστη, καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκηση της νόμιμης αμοιβής του (βλ. ΑΠ 439/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσσαλ 778/2007 Αρμ 2017.879).
VII. Εξάλλου, το δικαίωμα του εντολέα να άρει την εμπιστοσύνη του από τον εντολοδόχο δικηγόρο και να αφαιρέσει από αυτόν την υπόθεση ασκείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 167 και 724 ΑΚ, με μονομερή και απευθυντέα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως. η δε λύση της εντολής επέρχεται με την περιέλευση αυτής στο πρόσωπο που απευθύνεται. Η ανάκληση της εντολής μπορεί να γίνει και σιωπηρά, αρκεί ο εντολέας να καταστήσει γνωστή την περί τούτου βούλησή του στον εντολοδόχο. Στο δικαστήριο της ουσίας απόκειται κάθε φορά να κρίνει αν υπάρχει ή όχι ανάκληση της εντολής (ΑΠ 1309/2012. ΑΠ 1278/2010, ΑΠ 193/2008). Πάντως, από τη διάταξη του άρθρου 170 του Κώδικα Δικηγόρων συνάγεται ότι ο εντολέας, ενόψει της απόλυτα προσωπικής σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και του δικηγόρου του, δύναται κατά πάντα χρόνο να ανακαλέσει την εντολή είτε υφίστανται λόγοι που δικαιολογούν την ανάκληση είτε όχι. Σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές γεννώνται οι αντίστοιχες υποχρεώσεις του εντολέα, που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (1338/2018 ΑΠ).
VIII. Κατά το άρθρο 69 παρ. 1 περ. ε' του ΚΠολΔ, επιτρέπεται να ζητηθεί δικαστική προστασία και αν το δικαίωμα εξαρτάται από την πλήρωση αίρεσης ή την επέλευση γεγονότος. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ., 8, 16, 35 και 36 του ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (ΦΕΚ Δ' 248/7-112000), συνάγεται, ότι ο ΦΠΑ αποτελεί γενικά έμμεσο φόρο κύκλου εργασιών και εισπράττεται από τον λήπτη των υπηρεσιών, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη σχετικής συμφωνίας. Ο εν λόγω φόρος καθίσταται απαιτητός, σε περίπτωση, που η πληρωμή της αμοιβής πραγματοποιείται κατόπιν επιταγής δημόσιας αρχής (όπως δικαστικής απόφασης), κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής αυτής και επομένως, κατά τον χρόνο είσπραξης, που γεννάται η φορολογική του υποχρέωση, ο υποκείμενος στο φόρο αυτόν Θα εκδώσει τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο, που προβλέπουν οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικοί Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράφει τη φορολογική αξία και το ποσό του φόρου χωριστά, το, δε, τιμολόγιο ή άλλο έγγραφο, που εξομοιώνεται με τιμολόγιο, για το ποσό αυτό του φόρου, θα εκδοθεί, κατά την είσπραξη του επιδικαζόμενου ποσού (βλ, ΑΠ 535/2018, ΑΠ 80/1999, ΕφΘεσ 802/2014, ΕφΑαμ 58/2016, δημ. σε Τ.Ν.Π Νόμος, ΕφΑθ 8884/2003, ΕλλΔνη 2004. 1104). Η απαίτηση, δηλαδή, για ΦΠΑ ζητείται, κατ' άρθρο 69 παρ. 1 περ. ε' του ΚΠολΔ, από της επέλευσης του χρονικού σημείου της καταβολής του ποσού της κύριας οφειλής, ήτοι, την επέλευση του γεγονότος (βλ. A Π 80/1999 ό.π.). Στην περίπτωση, όμως αυτή, κατά τα άρθρα 345 και 346 ΑΚ δεν οφείλονται τόκοι, προ της επέλευσης του άνω χρονικού σημείου, το οποίο στην ειδική περίπτωση καταβολής ΦΠΑ, επί ολικής καταβολής των επιδικαζόμενων ταυτίζεται με την εξόφληση (βλ ΕφΑΘ 8884/2003 ό.π.).
Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων, που είναι ήδη συνταξιούχος δικηγόρος Κοζάνης, ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του εναγόμενου, Χ. Κάτοικος ..., στις 31-1-1998, κι ενώ είχαν προηγηθεί δύο συναντήσεις και σχετικές συζητήσεις μεταξύ τους τον ίδιο μήνα του αυτού ως άνω έτους, του δήλωσε ρητά ότι είχε επικοινωνήσει με τον εναγόμενο, ο οποίος συμφώνησε να αναθέσει στον ενάγοντα τον χειρισμό υπόθεσης, κατ’ αρχάς προφορικώς, με τους όρους που όλοι οι λοιποί εντολείς του (ενάγοντος) από την..., συμπεριλαμβανομένων και των γονέων του εναγόμενου, είχαν συμφωνήσει, υπό την ιδιότητά τους ως συγγενών θυμάτων του αεροπορικού ατυχήματος της 17ης-12-1997, στην Κατερίνη αναλαμβάνοντας και για λογαριασμό του εναγομένου ως δικηγόρος, να διεξαγάγει κατά παντός υπευθύνου, όλες τις απαραίτητες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες ενώπιον κάθε ποινικού τακτικού και διοικητικού Δικαστηρίου και σε κάθε βαθμό, μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης που θα εκδιδόταν, με δαπάνες του ίδιοι (ενάγοντος), η δε αμοιβή του τελευταίου, συμφωνήθηκε σε ποσοστό 20% επί τον ποσού και των τόκων που τυχόν θα επιδικάζονταν και θα εισπράττονταν, πλέον των τυχόν δικαστικών δαπανών που θα επιδικάζονταν και θα ήταν του ενάγοντος, σε περίπτωση δε αποτυχίας συμφωνήθηκε ρητά, ότι ο ενάγων δεν θα ελάμβανε αμοιβή Ότι είχε δηλώσει στον ενάγοντα ο ως άνω πατέρας του εναγομένου, πως στο εξής ο ίδιος θα συνεννοείτο μαζί του για ό,τι χρειαζόταν αναφορικά με τον χειρισμό της εν λόγω υπόθεσης (ως άμεσος αντιπρόσωπος) του εναγόμενου-υιού του αφού ο τελευταίος δεν μπορούσε να είναι πάντα στην Ελλάδα και ότι όταν θα απαιτούνταν υπογραφές θα προσκόμιζε ο ενάγων στον Χ. τα έγγραφα και εκείνος θα τα έστελνε στον υιό του εναγόμενο προς υπογραφή. εκτός εάν επρόκειτο να έρθει ο ίδιος ο εναγόμενος στην χώρα. Ότι παρέδωσε στον πατέρα του εναγόμενου το ειδικό πληρεξούσιο και το ιδιωτικό συμφωνητικό (εργολαβικό δίκης) προς υπογραφή από τον εναγόμενο και ο ως άνω Χ. , μετά από είκοσι ημέρες περίπου, του προσκόμισε τα ανωτέρω έγγραφα υπογεγραμμένα από τον υιό του εναγόμενο, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του. Ότι προέβη, για λογαριασμό του εναγόμενου στις εξώδικες και δικαστικές ενέργειες που αναλυτικά αναφέρει στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής, για τις οποίες δικαιούται αμοιβή ύψους 14.677,04 ευρώ, με ΦΠΑ, η οποία όπως προκύπτει από την υπ'αριθμ 3057/2014 απόφαση του Δ’ Τμήματος του ΣΤΕ. που επικύρωσε την υπ'αριθμ 1307/2010 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί της αναγνωρισθείσης σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υποχρέωσης να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης του εναγόμενου για το θάνατο του αδελφού του Ν. , κατά τη συντριβή του προρρηθέντος αεροσκάφους, συνολικού ποσού μετά τόκων 59.181.64 ευρώ. Ότι ο εναγόμενος οφείλει να του καταβάλει την ως άνω δικηγορική του αμοιβή, ήδη από τις 21-12-2015, όταν αυτός εισέπραξε από το Ελληνικό Δημόσιο την ανωτέρω αποζημίωση, πλην όμως ο ως άνω αντίδικός του αρνείται μέχρι σήμερα να του εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί, για την παραπάνω αιτία, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινός εκτελεστή, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 14.677.04 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα που επικαλείται (επομένη ημέρα καταβολής της ως άνω αποζημίωσης στον αντίδικό του, ήτοι από 22-12-2015.) άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί ο τελευταίος στη δικαστική του (ενάγοντας) δαπάνη.
Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή παραδεκτά εισάγεται στο παρόν Δικαστήριο, ως αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπον για την εκδίκασή της (άρθ. 14§1, 33 ΚΠολΔ). προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των Περιουσιακών Διαφορών και συγκεκριμένα των διαφορών από αμοιβές των άρθρων 591 επ.. 614 περ. 5 και 622A παρ. 1 του ΚΠολΔ. Η αγωγή, περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα για το ορισμένο αυτής στοιχεία, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, αφού στο δικόγραφό της μνημονεύονται Α. αναφορικά με την δι' αντιπροσώπου κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εργολαβίας δίκης ότι ο αντισυμβληθείς με τον ενάγοντα ως αντιπρόσωπος του εναγομένου είχε επιχειρήσει τη σύμβαση επ' ονόματι του τελευταίου και είχε καταστήσει ρητά γνωστό στον ενάγοντα ότι η εκ της συμβάσεως ενέργεια θα παραχθεί όχι γι’ αυτόν αλλά για τον αντιπροσωπευόμενο εναγόμενο, σύμφωνα και με τα στην υπό στοιχ. I νομική σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα. Β, αναφορικά με την προφορικώς καταρτισθείσα σύμβαση εργολαβίας δίκης: α) η συμφωνία περί εντολής και το ύψος της αμοιβής και β) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την ενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσης υποθέσεως δικαστικών και εξώδικων πράξεων (βλ. ΑΠ 1338/2018 ΧρΙΔ 2019 414, ΑΠ 556/2009 ΝΟΜΟΣ), ενώ Γ. αναφορικά με την έγγραφη σύμβαση εργολαβικού δίκης (που καταρτίσθηκε στο πλαίσιο της ίδιας ως άνω εντολής) αναφέρονται α) η συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέως του για την κατάρτιση σύμβασης εργολαβίας δίκης και το αντικείμενο αυτής, με περαιτέρω μνεία του ρητώς συμφωνηθέντος όρου ότι σε περίπτωση αποτυχίας η δικηγόρος δεν Θα δικαιούται να λάβει την αμοιβή, β) η αμοιβή με μνεία του συμφωνηθέντος ποσοστού επί του αντικειμένου της δίκης και η αξία αυτού μετά την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας και γ) η επιτυχής τελεσίδικη επίλυση της διαφοράς με τη δικαίωση του εντολέως του και την επιτυχή ολοκλήρωση της ανατεθείσης εργασίας με τη διενέργεια των αναγκαίων προς τούτο δικαστικών και εξώδικων πράξεων εκ μέρους του δικηγόρου για την επίτευξη συμβιβασμού (ΑΠ 396/2017. ΑΠ 1239/2003, ΑΠ 598/2017, ΑΠ 1388/2015, ΑΠ 57/2005). Η αγωγή είναι και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 3, 5, 98 του κυρωθέντος με το νδ. 3026/1954, προϊσχύσαντος Κώδικα των Δικηγόρων, που σύμφωνα με το άρθρο 24 του ΕισΝΑΚ, έχει εν προκειμένω εφαρμογή, για τις ένδικες αξιώσεις που προέρχονται από την παροχή των αντιστοίχων υπηρεσιών που έλαβαν χώρα κατόπιν εντολής, που δόθηκε πριν από την κατάργηση του εν λόγω Κώδικα, καθώς και τον άρθρων 713 επ., 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 176, 907, 908 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με το άρθρο 86 ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) για τις ενέργειες που έγιναν κατόπιν εντολών που δόθησαν υπό την ισχύ του. Αναφορικά με το αίτημα περί επιδίκασες ΦΠΑ επί της επιδικασθησομένης δικηγορικής αμοιβής του ενάγοντος, τούτο είναι νόμω βάσιμο, ερειδόμενο στις διατάξεις που αναφέρονται στην υπό στοιχ. Viii νομική σκέψη της παρούσας, ο δε ενάγων, συνταξιούχος δικηγόρος, σε περίπτωση ευδοκίμησης της αγωγής του θα προβεί σε έκδοση απόδειξης είσπραξης δικηγορικής αμοιβής και σε έκτακτη δήλωση ΦΠΑ, άμα τη εκδόσει της ανωτέρω απόδειξης, διότι αυτός τυγχάνει φορολογικά υπόχρεος έναντι του Ελληνικού Δημοσίου για Την καταβολή του ΦΠΑ, που αντιστοιχεί στην εν λόγω αμοιβή, κατά τις διατάξεις του Ν 2859/2000. Επειδή άλλωστε ο ενάγων δεν επικαλείται ότι είχε εκδώσει απόδειξη είσπραξης της αιτούμενης δικηγορικής του αμοιβής, ενόσω ήταν εν ενεργεία, ώστε να είχε ήδη καταβάλει ΦΠΑ και να αξίωνε νομίμως την καταβολή του σε αυτόν, με το νόμιμο τόκο από την έκδοση της απόδειξης ή του τιμολογίου (ΑΠ 80/1999 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 113/1996 αδημ., ΕΑ 8884/2003 ΕλλΔνη 45 σελ. 1102), το αγωγικό αίτημα περί τοκοφορίας (πέραν του κεφαλαίου της επίμαχης δικηγορικής αμοιβής και) του αντιστοιχούντος στην ένδικη αξίωση ΦΠΑ, από τη δήλη ημέρα που επικαλείται ότι η αξίωσή του ήταν καταβλητέα και δικαστικά επιδιώξιμη, απορριπτέο ελέγχεται ως νόμω αβάσιμο, αφού αυτός δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη του ανωτέρω φόρου, από το χρονικό σημείο που θα προβεί στην έκδοση του σχετικού τιμολογίου ή της απόδειξης, δοθέντος ότι η απαίτηση για την καταβολή του Φ.Π.Α., γεννιέται από την επέλευση του χρονικού σημείου της έκδοσης του σχετικού παραστατικού με την καταβολή του ποσού της οφειλόμενης αμοιβής και ως εκ τούτου μπορεί να ζητηθεί κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε' ΚΠολΔ (ΑΠ 271/2016, ΑΠ 1598/2011, Εφ.ΛΘ.157/2014 ΝΟΜΟΣ, διαφορετικά Εφ. Λαρ. 342/2011). Επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, κατ’ουσίαν, αφού καταβλήθηκε ήδη το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα υπέρ του Τ.Ν., ΤΑΧΔ1Κ και ΤΠΔ ποσοστά (ίδ. προσαγόμενο υπ’αριθμ ....../21-11-2023 e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, με απόδειξη εξόφλησής του στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ), που προσκομίσθηκε, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και εντός της ταχθείσης από τη Γραμματέα του παρόντος δικαστηρίου προθεσμίας των τριών ημερών για την προσκομιδή του, κατόπιν τηλεφωνικής ειδοποίησής του, στο πλαίσιο της καθοδηγητικής του διαδίκου λειτουργίας της δικαστικής αρχής κατ’ άρθρ 227 Κ.Πολ.Δ, για την κάλυψη τυπικών παραλείψεων (Μακρίδου σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα άρθρο 227, ΑΠ 1095/2015, Ολ. ΣτΕ 1858/2015, ΠΠρΘεσ 14082/2017 ΜΠΡ ΠΑΤΡ 204/2022, ΤΝΠ Νόμος).
Ο εναγόμενος, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και εξειδικεύει στις έγγραφες προτάσεις του, ομολόγησε την αγώγή ως προς την προφορική κατάρτιση της αναφερόμενης σε αυτήν σύμβασης εντολής, που συνήφθη μεταξύ αφενός μεν του ενάγοντος, εν ενεργεία τότε δικηγόρου και του πατέρα του εναγόμενου, Χ. , ως (άμεσου) αντιπροσώπου του τελευταίου, με βάση την οποία ο ενάγων διεκπεραίωσε τις παρατιθέμενες στο δικόγραφό της δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, πλην όμως ισχυρίσθηκε ότι η συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων αμοιβή του ενάγοντος δικηγόρου ανήλθε σε ποσοστό 10% επί της επιδικασθησομένης καθαρής αποζημίωσης και ότι έχει εξοφληθεί ολοσχερώς από τον ανωτέρω αντιπρόσωπό του -πατέρα του σε μετρητά, ήδη από τις 21-12-2015, καταβάλλοντας στον ενάγοντα συνολικά 35.000 ευρώ, εκ μέρους του εναγόμενου και άλλων συγγενών του, που είχαν αναθέσει στον ενάγοντα υποθέσεις τους, σχετικά με το ανωτέρω δυστύχημα, με βάση νεότερη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, που έλαβε χώρα περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2015, με αρχές Οκτωβρίου του ιδίου ως άνω έτους, αρνούμενος κατά τα λοιπά την αγωγή. Ο ισχυρισμός περί εξόφλησης της ένδικης απαίτησης συνιστά ένσταση, είναι ορισμένη κατ’ άρθρ 262 ΚΠολΔ και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρ 416 ΑΚ, θα συνερευνηθεί δε με την αγωγή κατ’ουσίαν. Ο εναγόμενος ακολούθως, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων του δικηγόρων, στους οποίους παρέσχε ειδική πληρεξουσιότητα προς τούτο, κατ'άρθρ 98 στοιχ. β' ΚΠολΔ, άσκησε ένσταση πλαστογραφίας α) των αναφερομένων στην αγωγή με ημερομηνία 30-1-1998 ειδικού πληρεξουσίου του εναγομένου προς τον ενάγοντα και σύμβασης εργολαβικού δίκης μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του, β) των υπ’αριθμ .../13-10-1998 και .../12-10-2015 ειδικών πληρεξουσίων του συμβολαιογράφου Κοζάνης, .... και του ευρετηρίου συμβολαίων του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, ως προς την φερόμενη ως τεθείσα από αυτόν υπογραφή του στα ως άνω έγγραφα, ως προς τα δύο πρώτα των οποίων (με ημερομηνία 30-1-1998 ειδικού πληρεξουσίου του εναγομένου προς τον ενάγοντα και σύμβασης εργολαβικού δίκης μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του) το γνήσιο της υπογραφής του αυτής βεβαιώνει ο Δήμαρχος ..., ενώ ως πλαστογράφο όλων των ως άνω εγγράφων κατονόμασε τον ενάγοντα, πρότεινε δε προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού ως μάρτυρα τον ....και επικαλέσθηκε αποδεικτικά της πλαστότητας έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε ότι θα προσκομίσει με τις προτάσεις του (ένορκη εξέταση ...... Διάταξη της Εισαγγελείς Εφετών Δυτικής Μακεδονίας). Η ένσταση αυτή, για τα προρρηθέντα προσβληθέντα έγγραφα ως πλαστά είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην υπό στοιχ. IV νομική σκέψη της παρούσας και θα συνερευνηθεί με την αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Επίσης, (επικουρικώς) προέβαλε την ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, ισχυριζόμενος ότι από το τέλος του έτους 2010, κατά το οποίο διενεργήθηκε η, με βάση την ένδικη σύμβαση εργολαβίας δίκης, τελευταία διαδικαστική πράξη από τον ενάγοντα, στο πλαίσιο δίκης κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ήτοι η παράστασή του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, εκπροσωπώντας τον εναγόμενο, κατά τη δικάσιμο της 9ης-2-2010. μέχρι την 31η-12-2015, συμπληρώθηκε πενταετία. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι εάν υποτεθεί πως η παραγραφή της ένδικης αξίωσης άρχισε από το τέλος του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα η τελευταία διαδικαστική πράξη της ανωτέρω δίκης, σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, ήτοι από τέλος του έτους 2014, εντός του οποίου εξεδόθη υπ’αριθμ 3.057/2014 απόφαση του Α' Τμήματος ΣΤΕ, η παραγραφή της ένδικης αξίωσης, αρχόμενη στις 31-12-2014, συμπληρώθηκε στις 31-12-2019, ήτοι ένα έτος προ της ασκήσεως της κρινόμενης αγωγής. Η ένσταση αυτή είναι ορισμένη] κατ'άρθρο 262 ΚΠολΔ και νόμω βάσιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις ΚΠολΔ που διαλαμβάνονται στην υπό στοιχ III νομική σκέψη της παρούσας. Επί της ανωτέρω ένστασης, ο ενάγων άσκησε αντένσταση, ισχυριζόμενος ότι η εκ μέρους του εναγομένου προβληθείσα ένσταση παραγραφής ασκήθηκε κατά παράβαση της διάταξης του άρθρο 281 ΑΚ, διότι η αδράνεια αυτού δημιούργησε στον ενάγοντα την πεποίθηση ότι δεν ασκήσει εναντίον του το ανωτέρω δικαίωμα (προβολής της ένστασης παραγραφής της ένδικης αξίωσης), με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη ενέργεια του υποπθέμενου δικαιούχου να συνεπάγεται επαχθείς για τον ενάγοντα επιπτώσεις, ενώ είναι απορριπτέος ο, μετά από 24 χρόνια, ισχυρισμός του εναγομένου όπ δεν υπέγραψε το συμφωνητικό, ενώ αυτός (ενάγων) στο ανωτέρω διάστημα ολοκλήρωσε επιτυχώς όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με το συμφωνητικό, ο δε εναγόμενος εισέπραξε για όλα τα μέλη της οικογένειας του τα ποσά που δικαιούνταν και ανήλθαν σε 636.686.23 ευρώ. Σύμφωνα όμως με όσα σχετικώς αναφέρονται στην υπό στοιχ. VI μείζονα σκέψη της παρούσας, η αντένσταση αυτή του ενάγοντος, επιχειρώντας να στηριχθεί στη διάταξη του άρθρ 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη, καθότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου-εναγομένου, χωρίς την αναφορά άλλων πραγματικών περιστατικών που να την συνοδεύουν, όπως εν προκειμένω, δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος.
Ο εναγόμενος, διά της προσθήκης των προτάσεών του ισχυρίζεται, αναφορικά με την εκ μέρους του ενάγοντος προσκομιζόμενη ένορκη βεβαίωση των .... και ......, ενώπιον της δικηγόρου Κοζάνης, Α., που δόθηκε στις 21-2-23, κατ'άρθρ 74 παρ. 7 Ν 4690/2020, μετά από κλήτευση του Α. δικηγόρου, κατοίκου Καστοριάς, ως αντικλήτου του εναγομένου, ότι είναι ανυπόστατη, λόγω άκυρης κλήτευσής του (εναγομένου), διότι επιδόθηκε στον ως άνω δικηγόρο, πριν ακόμη αυτός καταστεί αντίκλητός του, διοριζόμενος με έναν από τους αναφερόμενους στη διάταξη του άρθρου 96 ΚΠολΔ τρόπους. Όπως όμως επισκοπείται από τα διαδικαστικά έγγραφα, ο προαναφερθείς δικηγόρος (ο οποίος εκπροσωπεί τον εναγόμενο και στην παρούσα δίκη) είχε παραστεί, εκπροσωπήσας τον προμνησθέντα διάδικο, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο της 15ης-4-2022, για λογαριασμό του οποίου είχε ζητήσει την αναβολή της συζήτησης της ένδικης αγωγής, κατά παραδοχή δε του αιτήματος του, η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Επομένως, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρ 143 Κ.Πολ.Δ., σε συνδυασμό με τα στην υπό στοιχ II νομική σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, ο προμνησθείς δικηγόρος είχε καταστεί αντίκλητος του εναγομένου, ήδη από τη δικάσιμο της 15ης-4-2022, αφού ο διορισμός του πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή σε άλλο στάδιο αυτής ενέχει την έννοια του διορισμού του για όλες τις μετέπειτα διαδικαστικές πράξεις και συνακόλουθα η επίδοση της κλήσης για την ως άνω ένορκη βεβαίωση σε αυτόν, νομότυπα έλαβε χώρα και η επίμαχη ένορκη βεβαίωση των ανωτέρω, είναι κατά το νόμο επιτρεπόμενο, ως αποδεικτικό μέσο, ώστε να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, κατά το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης, απορριπτομένου του ως άνω ισχυρισμού του εναγομένου, ως αβάσιμου κατ'ουσίαν (AΠ 276/2020, ΤΝΠ Νόμος).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 στοιχ. στ' Κ.ΠολΔ, όπως ίσχυε, πριν τροποποιηθεί και συμπληρωθεί από την 1η. 1.2022, δυνάμει των άρθρων 39 και 120 Ν. 4842/2021, (ΦΕΚ A 190/1310,2021), προκειμένου περί υποθέσεων που εκδικάζονται με τις ειδικές διαδικασίες, όπως η υπό κρίση αγωγή, οι διάδικοι μπορούν έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να καταθέσουν προσθήκη στις προτάσεις τους, με την οποία αξιολογούνται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις κατά το άρθρο 390 του ιδίου ως άνω κώδικα, μόνον για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν. Επομένως, μετά το πέρας ης συζήτησης, με την εν λόγω προσθήκη, παραδεκτώς προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν παραδεκτός για πρώτη φορά κατά η συζήτηση (Α.Π, 471/2021. Εφ.Αθ. 150/2022 δημ. Τ.Ν.Π. ’’Νόμος”). Δεν εμπίπτουν στην έννοια του ισχυρισμού επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται προς ανατροπή των όσων εκθέτει ο αντίδικος ή τα συμπεράσματα που συνάγονται από την αξιολόγηση των αποδείξεων ή την επεξεργασία των όσων υποστηρίζει ο αντίδικος (ΑΠ 1332/2010, 1043/2010, 999/2010, 842/2010, 677/2010, 570/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος προσκομίζει και επικαλείται με την προσθήκη των προτάσεων του, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, τις υπ’αριθμ .../2023 και .../2023 ένορκες βεβαιώσεις των ....και ...., αντίστοιχα, που δόθηκαν στις 2-3-2023 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κοζάνης, μετά από γνωστοποίηση του ενάγοντος, περί του ονόματος των ως άνω ενόρκως βεβαιούντων, της ημέρας και της ώρας, που θα ελάμβανε χώρα η ένορκη βεβαίωση ενώπιον της ανωτέρω Ειρηνοδίκη, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου, στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτική δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου, ο οποίος ανέφερε επιπλέον αυτολεξεί ότι «οι παραπάνω ....και ....είναι συγγενείς θυμάτων και μπορούν να βεβαιώσουν το κρίσιμο θέμα, το εάν υπήρξαν ή όχι αυτά τα δήθεν συμφωνητικά που επικαλείται ο συνάδελφος, ο ενάγων, ή όχι». Στη δε προρρηθείσα προσθήκη των προτάσεων του και στη σελ. 8 αυτής, ο εναγόμενος αναφέρει ότι προσκομίζει τις προμνησθείσες ένορκες βεβαιώσεις «προς αντίκρουση των εμπεριεχόμενων στις προτάσεις του αντιδίκου και στις καταθέσεις των μαρτύρων του ισχυρισμών» και ότι αυτές δόθηκαν «στο Ειρηνοδικείο Κοζάνης, μετά νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου, με δήλωση των πληρεξουσίων μου δικηγόρων, κατά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο του σεβαστού Δικαστηρίου σας...». Πέραν του γεγονότος ότι η ανωτέρω κλήτευση του ενάγοντος στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, έγινε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εναγομένου με δήλωσή του στα πρακτικά δίκης, όχι κατά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, όπως αβάσιμα αναφέρει στην ως άνω προσθήκη του, αλλά αμέσως μετά την διατύπωση της εκ μέρους του γενικής άρνησης της ένδικης αγωγής και πριν την προβολή των ενστάσεων που δήλωσε ότι θα ασκήσει και πριν την εξέταση των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, (ίδ σελ 2 των πρακτικών δίκης), οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις προσκομίζονται χωρίς να γίνεται επίκληση ότι αυτές αφορούν την αντίκρουση συγκεκριμένων ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο από τον ενάγοντα. Σημειώνεται ότι, πέραν των ιστορούμενων στο δικόγραφο της αγωγής περιστατικών, που είναι γνωστά στον εναγόμενο ήδη από την επίδοση του δικογράφου της σε αυτόν και όσιοι διαλαμβάνονται στις προτάσεις του ενάγοντος, που αφορούν ανάλυση των αγωγικών του ισχυρισμών και την περιγραφή των προσκομιζομένων εκ μέρους του αποδεικτικών μέσων, ισχυρισμός του ενάγοντος προταθείς το πρώτον στο ακροατήριο ήταν μόνον ένας αυτοτελής τοιούτος εν προκειμένω, σύμφωνα με τα πρακτικά δίκης, ήτοι η αντένσταση που προέβαλε ο τελευταίος, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρ 281 ΑΚ, έναντι της ένστασης του εναγομένου περί παραγραφής της ένδικης αξίωσης, η απόκρουση του περιεχομένου της οποίας αντένστασης, ουδόλως συνιστά αντικείμενο των προδιαληφθησών ενόρκων βεβαιώσεων. Επομένως, αμφότερες οι εκ μέρους του εναγομένου προσαγόμενες όπως ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις προς αντίκρουση των εμπεριεχομένων στις προτάσεις του ενάγοντος και στις καταθέσεις των μαρτύρων του ισχυρισμών, αλλά και προς απόδειξη της ύπαρξης ή μη των συμφωνητικών που επικαλείται ο ενάγων στην κρινόμενη αγωγή του, οι οποίες ελήφθησαν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και προς επίρρωση των ισχυρισμών του εναγομένου, όπως τούτο προκύπτει από το περιεχόμενο των εν λόγω βεβαιώσεων, δεν αποτελούν υποστατό αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα με τα στην αμέσως νομική σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα και ως απαραδέκτως εισφερθείσες, δεν θα ληφθούν υπόψη, παρελκόμενης της έρευνας περί του εμπρόθεσμου της προσκομιδής τους (ΑΠ 991/2012, ΝΟΜΟΣ, Νίκας «ΠολΔικ», τ.Π έκδ. 2003 §79 αρ. 11, ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/ Κονδύλη/Νίκα, ΕφΑΘ 4786/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η τήρηση των οποίων έγινε με φωνοληψία (άρθ. 256 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ), που εκτιμώνται η καθεμία χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, σύμφωνα με το λόγο της γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, την ανωμοτί εξέταση των διαδίκων προς παροχή διευκρινίσεων, την ένορκη βεβαίωση των ....και ...., ενώπιον της δικηγόρου Κοζάνης, Α., κατ’άρθρ 74 παρ 7 Ν 4690/2020, με ημερομηνία 21-2-2023, που κατατέθηκε νομίμως στον ΔΣ Κοζάνης, με ΓΑΚ ..../21-2-2020, την οποία προσκομίζει μετ' επικλήσεως ο ενάγων διά των προτάσεών του, με πρωτοβουλία του οποίου έλαβε χώρα, μετά τη νομότυπη και εμπρόθεσμη, ήτοι πριν από δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, κλήτευση του αντικλήτου (πληρεξουσίου δικηγόρου) του αντιδίκου του, Α.. κατοίκου Καστοριάς (άρθρ.421 επ. 591 ΚΠολΔ. υπ’ υριθμ .../16-2-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καστοριάς. ......). χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι υπ’ αριθμ ..../2023 και .../2023 ένορκες βεβαιώσεις των ....και ..... αντίστοιχα, που δόθηκαν στις 2-3-2023, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κοζάνης. τις οποίες προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο εναγών διά της προσθήκης των προτάσεων του, οι οποίες κρίθηκαν όπως ανωτέρω, ως ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, από όλα τα έγγραφα, που νομίμως προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως εκ μέρους των διαδίκων, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 237§§12, 336§3, 339, 340, 395 και 432 επ. ΚπολΔ), ορισμένα εκ των οποίων εγγράφων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αλλά και τις ομολογίες, που συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων (άρθρο 261 του ΚΠολΔ), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στις 17-12-1997, συνετρίβη στα Πιερία Όρη, πλησίον της πύλης της Κατερίνης, αεροσκάφος τύπου Yakovlev (YAK), της Ουκρανικής αεροπορικής εταιρείας ...., προερχόμενο από την Οδησσό Ουκρανίας, κατά το οποίο έχασαν τη ζωή τους, τα οκτώ μέλη του πληρώματος και 66 επιβάτες του. Μεταξύ των θυμάτων ήταν και επτά κάτοικοι της ... Κοζάνης, οι οποίοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους για τις γιορτές των Χριστουγέννων, από τη Μαριούπολη της Ουκρανίας όπου εργάζονταν. Ο ενάγων, συνταξιούχος πλέον δικηγόρος, πρώην μέλος του ΔΣ Κοζάνης, τον Ιανουάριο 1998, όντας τότε εν ενεργεία δικηγόρος, μετέβη στην ... και μετά από συζητήσεις με τους συγγενείς των θυμάτων του ανωτέρω δυστυχήματος αυτοί του ανέθεσαν δυνάμει προφορικώς καταρτισθέντος εργολαβικού δίκης, να παρασταθεί ως πληρεξούσιος δικηγόρος τους για την παράστασή τους πολιτικής αγωγής, κατά την ποινική δίκη των υπεχόντων ποινική ευθύνη για την συντριβή του ως άνω αεροσκάφους και να αναλάβει για λογαριασμό των ως άνω συγγενών θυμάτων, υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, την διεκδίκηση αποζημιώσεων λόγω ψυχικής οδύνης τους σε βάρος της αεροπορικής εταιρείας «......» ιδιοκτήτριας του ως άνω αεροσκάφους, αλλά και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, εφόσον θα προέκυπταν ευθύνες, από πράξεις ή παραλείψεις των Υπαλλήλων του Δημοσίου και συγκεκριμένα των Ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ) και για οποιαδήποτε άλλη αιτία και κατά οποιουδήποτε άλλου υπευθύνου, που συνδεόταν με το θάνατε των προσφιλών τους προσώπων κατά το ατύχημα, αναλαμβάνοντας παράλληλα να διεξαγάγει όλες τις απαραίτητες δικαστικές και εξώδικες ενέργειες, μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης, που θα εκδιδόταν, Τακτικού, Διοικητικού και Ποινικού Δικαστηρίου, με δικές του δαπάνες, η δε αμοιβή του συμφωνήθηκε σε ποσοστό 20% επί του κεφαλαίου και των τόκων του ποσού που τυχόν α επιδικαζόταν και θα εισπράττετο από τους εντολείς του, πλέον των τυχόν δικαστικών δαπανών που θα επιδικάζονταν και θα αποδίδονταν σε αυτόν, σε περίπτωση δε αποτυχίας συμφωνήθηκε ρητά ότι δεν θα ελάμβανε ο ενάγων αμοιβή. Μεταξύ των συγγενών που συμφώνησαν στην προρρηθείσα ανάθεση της ανωτέρω υπόθεσης στον ενάγοντα, προφορικώς και με τους ως άνω όρους, ήταν οι γονείς του εναγόμενου, ήτοι ο πατέρας του Χ. και η μητέρα του Ε., των οποίων ο υιός και αδελφός του εναγόμενου, Ν. , ήταν ένα από τα θύματα της συντριβής του προμνησθέντος αεροσκάφους. Μετά από λίγες ημέρες, μεταξύ του ενάγοντος και του Χ. , ως άμεσου αντιπροσώπου του υιού του εναγομένου, κατοίκου …, συνήφθη προφορικώς εργολαβικό δίκης για την ανωτέρω υπόθεση, με τους προαναφερθέντες όρους, προκειμένου ο ενάγων να εκπροσωπούσε τον εναγόμενο ενώπιον των ως άνω Δικαστηρίων, μέχρι τελεσιδικίας των σχετικών αποφάσεων. Σημειώνεται ότι η σχετική περί εργολαβίας δίκης συμφωνία δεν προϋποθέτει για το κύρος της την τήρηση έγγραφου τύπου, αφού η δικονομικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 95 § 2 εδ. α' του ΝΔ 3026/1954, με την οποία περιοριζόταν η απόδειξη της συμφωνίας αυτής μόνο με έγγραφα ή όρκο ή ομολογία, θεωρείται κατηργημένη από την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κατ' εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 38 του ΕισΝΚΠολΔ και, συνεπώς, επί εκδίκασης διαφοράς μεταξύ δικηγόρου και εντολέα για την αμοιβή του πρώτου, η απόδειξη γίνεται και με μάρτυρες καθώς και με ένορκες βεβαιώσεις τρίτων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου (ΑΠ 31/2022, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 133/201880/2023 ΜΠΡ ΠΑΤΡ , ΝΟΜΟΣ). Εν συνεχεία, ο ενάγων παρέδωσε στους ως άνω εντολείς του από την ...., μεταξύ των οποίων και στον ως άνω άμεσο αντιπρόσωπο του εναγομένου, ειδικό πληρεξούσιο και ιδιωτικό συμφωνητικό εργολαβίας δίκης, προς υπογραφή, ο δε πατέρας του εναγομένου του επέστρεψε τα ως άνω έγγραφα υπογεγραμμένα από τον τελευταίο του και θεωρημένα για το γνήσιο της υπογραφής τους από τον Δήμαρχο ....., με ημερομηνία 30-01-1998. Όπως κρίθηκε με την 3802/2002 απόφαση του Τριμελούς (Ποινικού) Εφετείου Θεσσαλονίκης, η πτώση του αεροσκάφους οφείλεται, εκτός από τους λανθασμένους χειρισμούς του πληρώματος που είχε προστηθεί από τις εταιρείες «......” (πραγματικού αερομεταφορέα) και «.....» (συμβατικού αερομεταφορές, και σε παραλείψεις τον υπαλλήλων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, .....και ....., οι οποίοι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας, ως ελεγκτές, προσεγγίσεως αεροσκαφών ο πρώτος και ως προϊστάμενος ελεγκτής προσεγγίσεως και προσγειώσεως αεροσκαφών, ο δεύτερος. Για τις παραλείψεις τους οι ανωτέρω ελεγκτές, μολονότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παράσχουν στο αεροσκάφος την απαιτούμενη βοήθεια, κηρύχθηκαν ένοχοι για ανθρωποκτονία από μη συνειδητή αμέλεια, κατά συρροή, καθώς και για διατάραξη ασφαλείας αεροσκαφών από μη συνειδητή αμέλεια και καταδικάσθηκαν σε συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, τεσσάρων μηνών και δεκαπέντε ημερών, ο καθένας από αυτούς, με τριετή αναστολή. Η ποινική αυτή απόφαση κατέστη αμετάκλητη, διότι η καθαυτής ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε με την 1238/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο ενάγων είχε παρασταθεί για λογαριασμό και του εναγόμενου ως πολιτικώς ενάγων και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στην ποινική δίκη κατά των προαναφερθέντων Ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας του Αεροδρομίου «Μακεδονία». Ο ενάγων, στο πλαίσιο της ως άνω εντολής, συνεργάσθηκε με τον Δικηγόρο του ΔΣ Θεσσαλονίκης Θ., ο οποίος παραστάθηκε σε κάποιες από τις συζητήσεις ενώπιον των αρμοδίων Δικαστηρίων, καταβάλλοντας ο ίδιος στον ως άνω συνάδελφό του (υποκατάστατο) τα έξοδα παράστασης και την αμοιβή του, ως είχε προς τούτο δικαίωμα. Ακολούθως, στις 12.11.2002 ο ενάγων κατέθεσε δια του συναδέλφου και συνεργάτη στη συγκεκριμένη υπόθεση ως άνω δικηγόρου Θεσσαλονίκης, Θ., ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 20.10.2001 αγωγή του με κοινό δικόγραφο των συγγενών των θανόντων μεταξύ των οποίων συγγενών ήταν και ο εναγόμενος. Με την αγωγή αυτή, αναφορικά με τον εναγόμενο, ζητούσε να καταδικασθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον θάνατο του αδελφού του, Ν. , κατά τη συντριβή του ως άνω αεροσκάφους το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή 73.368 ευρώ. Συζητήσεως γενομένης επί της ως άνω αγωγής, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 462/2006 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία διετάχθη ο χωρισμός της αγωγής με κατάθεση αυτοτελών δικογράφων, καθένα από τα οποία να περιλαμβάνει συγγενείς ενός έκαστου των θανόντων. Σε συμμόρφωση με το διατακτικό της απόφασης αυτής, ο ενάγων κατέθεσε εκ νέου, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Η’), την από 10.05.2006 αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου με ενάγοντες τον εναγόμενο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, ήτοι τον πατέρα του Χ., την μητέρα του Ε. του Ν. και τους παππούδες του, τον θανόντα στο μεταξύ πατέρα της τελευταίας, .....και την ....., με την οποία ζητούσε να γίνει δεκτή η αγωγή και να καταδικαστεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον εναγόμενο, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, έντοκα από την κοινοποίηση της και για κάθε ημέρα καθυστέρησης το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ. ή 73.368 ευρώ, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το Ελληνικό Δημόσιο στη δικαστική δαπάνη του ήδη εναγομένου και την αμοιβή του πληρεξουσίου του δικηγόρου. Συζητήσεως γενομένης επί της αγωγής αυτής, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εξεδόθη η υπ αριθμ 481/2007 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωριζόταν η ευθύνη των προαναφερθέντων Ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας στην πρόκληση του δυστυχήματος, ως προστηθέντων του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο υποχρεώθηκα να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που υπέστη από το θάνατο του αδελφού του Ν. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο έφεση ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (Τμήμα Α’) από το Ελληνικό Δημόσιο και αντέφεση του ενάγοντος για λογαριασμό των ως άνω εναγομένου και συγγενών του, κατά τη συζήτηση των οποίων παραστάθηκε ο Δικηγόρος Θεσσαλονίκης Θ., με εξουσιοδότηση του ενάγοντος όπως είχε ο τελευταίος προς τούτο δικαίωμα. Επί της έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου και της αντέφεσης του ενάγοντος για λογαριασμό του εναγομένου, που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ 1307/2010 απόφαση του Δ' Τμήματος του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο δέχθηκε εν μέρει την αντέφεση του ενάγοντος και αναγνώρισε την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων (35.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του αδελφού του Ν., κατά τη συντριβή του ως άνω αεροσκάφους. Κατά της απόφασης αυτής το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 10.03.2011 Αίτηση Αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας, συζητήσεως γενομένης επί της οποίας εξεδόθη η υπ' αριθμ. 3057/2014 απόφαση του Α' Τμήματος ΣΤΕ που απέρριψε την αναίρεση του Ελληνικού Δημοσίου. Το προρρηθέν υπέρ του εναγόμενου ποσό, που αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται να του καταβάλει του Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει της ανωτέρω απόφασης ΣΤΕ, μετά των νομίμων τόκων ανήλθε σε 59.181,64 ευρώ, ήτοι 35.000 κεφάλαιο συν 24.181,64 τόκους και στις 21-12-2015 κατατέθηκε στο σύνολό του, σε τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου από το Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς το πραγματικό αυτό περιστατικό να αμφισβητείται από τον εναγόμενο. Με βάση το επίδικο εργολαβικό δίκης, η αμοιβή του ενάγοντος, αναφορικά το ως άνω επιδικασθέν ποσό και τους τόκους, ανήλθε σε [(59.181,64 -επί 20% =) 11.836,33 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 24% 2.840,71 ευρώ=] 14.677,04 ευρώ. Στο πλαίσιο άλλωστε αγαστής συνεργασίας που μέχρι το χρονικό αυτό σημείο υπήρχε μεταξύ των διαδίκων, του εναγομένου διά του ως άνω αντιπροσώπου του, ο ενάγων δεν εισέπραξε αυτομάτως την δικηγορική του αμοιβή από την αρμόδια Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, όπως είχε προς τούτο δικαίωμα, αλλά δέχθηκε την παράκληση του εναγομένου διά του αμέσου αντιπροσώπου του πατέρα του να καταβάλει την συμφωνηθείσα αμοιβή στον ενάγοντα με μικρή πίστωση χρόνου, διάρκειας δύο μηνών. Ωστόσο, ο εναγόμενος αρνείται μέχρι σήμερα να καταβάλει στον ενάγοντα την ανωτέρω δικηγορική του αμοιβή, ισχυριζόμενος ότι συνήφθη μεν μεταξύ τους εργολαβικό δίκης, αναφορικά με τον ίδιο, διά του αντιπροσώπου πατέρα του Χ. πλην όμως ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή του ενάγοντος ανήλθε σε ποσοστό 10% της χρηματικής ικανοποίησης που τελικώς θα του επιδικαζόταν και πάντως θα εισέπραττε ο εναγόμενος, την οποία έχει καταβάλει στο σύνολό της προς τον αντίδικό του. Σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου απορριπτέος ελέγχεται ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.
Και τούτο, διότι η κατάρτιση του επίμαχου εργολαβικού δίκης ήταν προφορική, η δε έγγραφη σύναψή του επιβεβαιώνει τα ατύπως μεταξύ των διαδίκων ανωτέρω συμφωνηθέντα, περί του ποσοστού 20% της δικηγορικής αμοιβής του ενάγοντος. Η πολυπλοκότητα των προς επίλυση ιδιαίτερων νομικών ζητημάτων της υπόθεσης σε συνδυασμό με την πολυετή δικαστική διαμάχη των εμπλεκομένων στο ατύχημα, καθιστά τη συμφωνημένη τούτη δικηγορική αμοιβή, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ως αντιστοιχούσα στην πραγματική αξία της παρεχόμενης υπηρεσίας, δοθέντος ότι πέραν της συστηματικής μελέτης του αεροπορικού δικαίου και την αναγκαστική ενασχόλησή του με την υπόθεση αυτή και μόνον, ο ενάγων αναγκάσθηκε επί μήνες να μετακομίσει από την Κοζάνη στη Θεσσαλονίκη για την παράστασή του στα ποινικά ακροατήρια των προαναφερθέντων Δικαστηρίων που επελήφθησαν της υπόθεσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική του επιβάρυνση και την απουσία του από το δικηγορικό του γραφείο. Εξάλλου, ο ενάγων δεν είχε συμφέρον να καταρτίσει με τον εναγόμενο ένα εργολαβικό δίκης, που θα είχε ως αντικείμενο την ανάθεση της επίμαχης υπόθεσης σε αυτόν, αντί δικηγορικής αμοιβής, σε ποσοστό επί της επιδικασθησομένης αποζημίωσης, που να αντιστοιχεί στο ήμισυ της αμοιβής που συμφωνήθηκε με τους λοιπούς δικαιούχους της σχετικής αποζημίωσης, παρόλο που επιτρέπεται, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (361 ΑΚ), διότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα είχε ως αντίκτυπο, στον κλειστό κύκλο της ...., να διαδοθεί αμέσως το περιεχόμενό της και να οδηγήσει σε δυσαρέσκεια των λοιπών εντολέων του ή ακόμη και σε πίεση εκ μέρους τους για αναγκαστική τροποποίηση όλων των λοιπών εργολαβικών δίκης, προς την κατώτερη ως άνω δικηγορική αμοιβή. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι στις 21-12-2015 ο πατέρας του κατέβαλε σε μετρητά στον ενάγοντα 35.000 ευρώ, ποσό που αφορούσε την δικηγορική του αμοιβή για το χειρισμό της εν λόγω υπόθεσης και για λογαριασμό των λοιπών προαναφερθέντων συγγενών του στα Διοικητικά Δικαστήρια, δεν αποδείχθηκε. Ως προς την ένσταση πλαστογραφίας α) των αναφερομένων στην αγωγή με ημερομηνία 30-1-1998 ειδικού πληρεξουσίου του εναγομένου προς τον ενάγοντα και σύμβασης εργολαβικού δίκης μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του, β) των υπ’αριθμ ..../13-10-1998 και .../12-10-2015 ειδικών πληρεξουσίων του συμβολαιογράφου Κοζάνης, .... και του ευρετηρίου συμβολαίων του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, αναφορικά με την φερόμενη ως τεθείσα από αυτόν υπογραφή του στα ανωτέρω έγγραφα, ως προς τα δύο πρώτα των οποίων (με ημερομηνία 30-1-1998 ειδικού πληρεξουσίου του εναγομένου προς τον ενάγοντα και σύμβασης εργολαβικού δίκης μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του) το γνήσιο της υπογραφής του αυτής βεβαιώνει ο Δήμαρχος ...., ενώ ως πλαστογράφο όλων των ως άνω εγγράφων κατονόμασε τον ενάγοντα, λεκτέα τα εξής: το υπ’αριθμ ..../1998 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Κοζάνης, ...., συνετάγη κατ’εντολήν 29 δικαιούχων αποζημίωσης ως συγγενών θυμάτων του ως άνω αεροπορικού δυστυχήματος, μεταξύ των οποίων και του εναγομένου, με το οποίο παρείχαν στον ενάγοντα εντολή, πληρεξουσιότητα και δικαίωμα α) να προβαίνει σε συμβιβασμό ως προς το ποσό της εγγύησης, που θα λάβει για λογαριασμό των εντολέων του, προς εξασφάλιση των απαιτήσεών τους, που πηγάζουν από τον θάνατο του Ν., συνεπεία αεροπορικού ατυχήματος στα Πιέρια όρη τον Δεκέμβριο του 1997, με αεροσκάφος της αεροπορικής εταιρείας με την επωνυμία ....., είτε έχει ασκηθεί για αυτές αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συντηρητικής κατάσχεσης και έχει εκδοθεί απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, είτε δεν έχει καν ασκηθεί τέτοια αξίωση και β) να συναινέσει στην ανάκληση της με αριθμό 10940/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) και γ) να παραιτηθεί του δικαιώματος των εντολέων να στραφούν κατά της παραπάνω αεροπορικής εταιρείας στο μέλλον με οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα που προβλέπει η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για συντηρητική κατάσχεση, με σκοπό την εξασφάλιση της απαίτησης των εντολέων κατά της εταιρείας αυτής, που αναφέρεται στην παραπάνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που πηγάζουν από τον θάνατο των παραπόνου επιβατών εκτός των δικαστικών εξόδων». Επίσης, το υπ αριθμ ..../2005 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου Κοζάνης, που συνετάγη κατ’εντολήν του εναγόμενου και συγγενών του, με το οποίο παρείχαν στον ενάγοντα εντολή, πληρεξουσιότητα και δικαίωμα, «α) να προβαίνει, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ (δεν συμπληρώθηκε αριθμός) απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, σε συμβιβασμό με οποιουσδήποτε όρους αυτός (εντολοδόχος) κρίνει και ως προς το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης και διατροφής, για τον θάνατο του τέκνου, αδελφού και εγγονού των εντολέων, Ν. του Χ., συνεπεία αεροπορικού ατυχήματος, την 17-12-1997, με αεροσκάφος της αεροπορικής εταιρείας με την επωνυμία .... AIRLINES, για ποσό συνολικά 255.000 ευρώ, να παραιτηθεί από τα ένδικα μέσα και του δικαιώματος κατά της .... AIRLINES, επιφυλασσόμενος για αξιώσεις τους έναντι οποιουδήποτε άλλου προσώπου και να εισπράττει το παραπάνω ποσό για λογαριασμό τους, υπογράφοντας προς τούτο οποιοδήποτε έγγραφο απαιτηθεί. Να διορίζει και άλλους πληρεξουσίους δικηγόρους και όχι, με τις ίδιες ή με λιγότερες εντολές και να τους ανακαλεί νόμιμα». Από το προπαρατεθέν περιεχόμενο των προσβληθέντων με την ως άνω ένσταση ειδικών συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, αλλά και του ευρετηρίου συμβολαίων του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, αποδεικνύεται πλήρως ότι αυτά ουδεμία σχέση έχουν με το αντικείμενο της παρούσης δίκης, αφού αμφότερα τα πληρεξούσια αυτά αφορούν παροχή πληρεξουσιότητας προς τον ενάγοντα από τους ανωτέρω εντολείς, συμπεριλαμβανομένου και του εναγομένου, αναφορικά όμως με την χρηματική ικανοποίησή τους ως συγγενής θυμάτων συνεπεία του προμνησθέντος αεροπορικού ατυχήματος σε βάρος αεροπορικής εταιρείας .... AIRLINES και όχι την άσκηση αυτής χρηματικής ικανοποίησης του εναγομένου κατά του Ελληνικού Δημοσίου για την όπως ανωτέρω αιτία. Συνακόλουθα, η ένσταση πλαστογραφίας αμφοτέρων των προαναφερθέντων ειδικών πληρεξουσίων και του ανωτέρω ευρετηρίου συμβολαίου του ιδίου, όπως ανωτέρω, συμβολαιογράφου, απορριπτέα ελέγχεται, ως κατ’ουσια αβάσιμη. Περαιτέρω, ο εναγόμενος, λόγω της μόνιμης εγκατάστασής του στη …., ανέθεσε, όπως προελέχθη, την ένδικη υπόθεση στον ενάγοντα δικηγόρο διά του ως άνω πατέρα του, ο οποίος λειτουργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπός το (άρθρ 211 ΑΚ), οι δε διάδικοι συναντήθηκαν για πρώτη φορά κατά την εκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου. Από την εκτίμηση του συνόλου του προσαχθέντος αποδεικτικού υλικού και ιδίως με βάση τα προσκομισθέντα από τον εναγόμενο έγγραφα που φέρουν την υπογραφή του, προέκυψε ότι ναι μεν σε αμφότερα τα ως άνω προσβληθέντα έγγραφα με ημερομηνία 30-1-1998 ειδικού πληρεξουσίου του εναγομένου προς τον ενάγοντα και σύμβασης εργολαβικού δίκης μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του, βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής του εναγομένου από τον τότε Δήμαρχο ....., πλην όμως η υπογραφή του αυτή δεν τέθηκε από τον ίδιο τον εναγόμενο. Από κανένα ωστόσο εκ των προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων δεν προέκυψε ότι η υπογραφή του εναγομένου πλαστογραφήθηκε από τον ενάγοντα. Ο εξετασθείς προς απόδειξη της εν λόγω ένστασης μάρτυρας του εναγομένου, ....κατέθεσε μεν ότι δεν ήταν δυνατόν, λόγω της απουσίας του στο εξωτερικό, να υπέγραψε τα ως άνω έγγραφα ο εναγόμενος και ότι εξαιτίας του βαρέως πένθους, λόγω της απώλειας του αδελφού του, ήταν επίσης πολύ δύσκολο να υπογραφούν τούτα για λογαριασμό του από τον πατέρα του, ο οποίος βρισκόταν σε κακή ψυχολογική κατάσταση, που δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί με κάτι τέτοιο, πλην όμως δεν ήταν σε θέση να καταθέσει πειστικώς, σαφώς και κατηγορηματικά, ότι ο ενάγων πλαστογράφησε σε αυτά την υπογραφή του εναγομένου, καθώς η κατάθεσή του, σχετικά με το στοιχείο της πλαστογραφίας ή μη της επίμαχης υπογραφής, δεν αφορούσε γεγονότα των οποίων αυτός είχε ιδία αντίληψη, αλλά περιστατικά τα οποία του είχε διηγηθεί ο εναγόμενος και ο πατέρας του τελευταίου, Χ. Το γεγονός ότι ο ενάγων ομολόγησε πως έθεσε την υπογραφή του εντολέως αντιδίκου του στα προρρηθέντα συμβολαιογραφικά πληρεξούσια, έχοντας την συναίνεση του τελευταίου προς τούτο, δεν συνεπάγεται άνευ άλλου τινός, ότι ο ίδιος έθεσε την υπογραφή του εναγόμενου του στα επίμαχα ανωτέρω με ημερομηνία 31-1-1998 έγγραφα, έστω με την συναίνεση του τελευταίου. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων ουδεμία σχέση είχε με την υπογραφή των επίμαχων ιδιωτικών εγγράφων και τη θεώρηση του γνησίου της υπογραφής αυτής από τον Δήμαρχο ...., αυτά δε του παραδόθηκαν από τον πατέρα του εναγομένου, υπογεγραμμένα, φέροντα υπογραφή ως τεθείσα από τον αντίδικό του, με θεωρημένο το γνήσιο αυτής όπως ανωτέρω. Αδιαμφισβήτητα ο εναγόμενος-εκδότης των προσβαλλόμενων ως άνω εγγράφων, έμπρακτα ανέλαβε την εξ αυτών ευθύνη καταβολής στον ενάγοντα δικηγορικής αμοιβής ποσοστού 20% επί της αποζημίωσης υπέρ του, που θα επιδικαζόταν και θα εισεπράττετο από αυτόν. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο εναγόμενος, υπό την προρρηθείσα ιδιότητά του, ως αδελφός θανόντος επιβάτη του μοιραίου αεροσκάφους, το 2005 εισέπραξε το ποσό που αναφέρεται και του αναλογούσε στο από 13-10-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήφθη μεταξύ της εταιρίας με την επωνυμία «.... Airlines» πρώην «.... AIRLINES» με έδρα την Ουκρανία, νομίμως εκπροσωπούμενης και των α) Χ. του ...., β) .... συζ, Χ. , γ) Γ. του .... (εναγομένου), δ) ...... χήρας .... , ε) ....., το γένος ..... και στ) ...., το γένος ....., συνολικού ύψους 273.142,90 ευρώ και δη 98.142,90 ο πρώτος, 95.000 η δεύτερη, 55.000 ο τρίτος (εναγόμενος) και 25.000 η τέταρτη εξ αυτών, με βάση δε την ένδικη σύμβαση εντολής και σε εκτέλεσή της, ο εναγόμενος, στο πλαίσιο της παραπάνω εκ μέρους του ανάληψης ευθύνης καταβολής δικηγορικής αμοιβής στον ενάγοντα, κατέβαλε στον τελευταίο ποσοστό 20% της ανωτέρω αποζημίωσης που εισέπραξε και συνολικά οι ανωτέρω κατέβαλαν στο ενάγοντα 55.000 ευρώ για την αιτία αυτή. Επίσης, ο εναγόμενος, όταν στις 23-08-1999 η προρρηθείσα ουκρανικών συμφερόντων αεροπορική εταιρεία κατέβαλε σε έκαστο εκ των μελών της οικογένειας του το ποσό των 5.000.000 δρχ. (απόδειξη κατάθεσης της Τράπεζας Εργασίας με ημερομηνία 23-08-1999), ώστε να αρθεί η κατάσχεση του αεροσκάφους της» το οποίο ο ενάγων είχε κατάσχει για λογαριασμό των δικαιούχων χρηματικής ικανοποίησης για την ανωτέρα αιτία, στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, δυνάμει της υπ’αριθ. [10940/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), κατέβαλε, με βάση την ίδια, σύμβαση εντολής και σ εκτέλεσή της, στο πλαίσιο της παραπάνω εκ μέρους του ανάληψης ευθύνη καταβολής δικηγορικής αμοιβής στον ενάγοντα. χωρίς επιφύλαξη (5.000X20%1.000.000 δρχ. Σημειωτέον. ότι τα ποσά αυτά της χρηματικής ικανοποίηση« καταβλήθηκαν στον Χ. . πατέρα του εναγόμενου για λογαριασμό των συγγενών του και ως αντιπροσώπου τους, συμπεριλαμβανομένου και του εναγομένου, όπως ο τελευταίος ομολογεί στις προτάσεις του. Η αποδειχθείσα εκ μέρους του εναγόμενου, μέσω των προειρημένων ενεργειών του ανάληψη της ευθύνης καταβολής της συμφωνημένης δικηγορικής αμοιβής στον ενάγοντα, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει την πνευματική προέλευση του περιεχομένου στα έγγραφα αυτά διανοήματος από τον’ ίδιο, ως εκδότη τους και δοθέντος ότι η ευθύνη καθίσταται ικανή συνθήκη της γνησιότητας του εγγράφου, που εν προκειμένω υφίσταται τούτη (η ευθύνη) θεμελιώνει από μόνη της τη γνησιότητα του εγγράφου, χωρίς να απαιτείται κατ'ανάγκην και το ιδιόχειρο της υπογραφής του εναγομένου που εν προκειμένω στηρίχθηκε σε εκπεφρασμένη αν’ όχι εντολή, πάντως συναίνεσή του, στις ενέργειες του άμεσου αντιπροσώπου του. πατέρα του. να θέσει την υπογραφή του αντ'αυτού ή να επιτρέψει ο τελευταίος τούτο σε τρίτον (ιδ. υπό στοιχ IV νομική σκέψη της παρούσας). Κι ενώ ο εντολέας ενόψει της απόλυτα προσωπικής σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και του δικηγόρου του δύναται κατά πάντα χρόνο, να ανακαλέσει την εντολή, είτε υφίστανται λόγοι που δικαιολογούν την ανάκληση είτε όχι, το δε δικαίωμα του εντολέα να άρει την εμπιστοσύνη του από τον εντολοδόχο δικηγόρο και να αφαιρέσει από αυτόν την υπόθεση ασκείται με μονομερή και απευθυντέα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως, η δε λύση της εντολής επέρχεται με την περιέλευση αυτής στο πρόσωπο που απευθύνεται, εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι ουδέποτε ο εναγόμενος ανακάλεσε την επίμαχη εντολή διεξαγωγής της υπόθεσής του από τον ενάγοντα, με βάση το προρρηθέν εργολαβικό δίκης, ρητά ή σιωπηρά, σύμφωνα και με τα στην υπό στοιχ. VII της παρούσας διαλαμβανόμενα. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, από το έτος 1999, έως το έτος 2015, που εισέπραξε την τελευταία επιδικασθείσα σε αυτόν χρηματική ικανοποίηση, ως συγγενής θύματος του εν λόγω αεροπορικού δυστυχήματος, εμπιστευόταν τον χειρισμό της υπόθεσής του από τον ενάγοντα, χωρίς επιφύλαξη. Επομένως, η καταβολή της δικηγορικής αμοιβής στον ενάγοντα, ύψους 20% κατά τα έτη 1999 έως 2005 ποσού 1.000 ευρώ και 11.000 ευρώ, αντίστοιχα, στηρίχθηκε στο επίδικο εργολαβικό δίκης, η δε διαμορφωθείσα ως άνω αμοιβή του δικηγόρου-ενάγοντας υπολογίσθηκε με βάση δικαστικές αποφάσεις και ιδιωτικά συμφωνητικά, του περιεχόμενο των οποίων οπωσδήποτε του γνωστοποιήθηκε από τον ενάγοντα, διά του άμεσου αντιπροσώπου του, πατέρα, του ....., ενώ τέλος, η ανάθεση της ένδικης υπόθεσής του στον ενάγοντα κατά τα έτη επιρρωνύουν την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του ήδη αντιδίκου του δικηγόρου. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η όλη συμπεριφορά του εναγόμενου, κατά τα έτη 1998-2015, αναφορικά με την τεθείσα στα ως άνω προσβληθέντα ιδιωτικά έγγραφα υπογραφή του εργολαβικό δίκης και πληρεξούσιο, αποδεικνύει την κατ'ελάχιστον σιωπηρή συναίνεσή του στη θέση της υπογραφής αυτής από τρίτον, πάντως όχι από τον ενάγοντα και συνακόλουθα η ένσταση πλαστογραφίας των προμνησθέντων ιδιωτικών εγγράφων που πρότεινε ο εναγόμενος απορριπτέα τυγχάνει ως αναπόδεικτη.
Ως προς την ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης, λεκτέα τα εξής: Ο χρόνος ενάρξεως της πενταετούς παραγραφής της ένδικης αξίωσης, αφού αφορά δίκη, είναι σύμφωνα με τα στην υπό στοιχ. H νομική σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργήθηκε από τον δικηγόρο η τελευταία διαδικαστική πράξη και υπό την προϋπόθεση ότι κατά το εν λόγω κρίσιμο χρονικό σημείο ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως. Η τελευταία διαδικαστική εκ μέρους του ενάγοντος δικηγόρου πράξη προς είσπραξη της χρηματικής ικανοποίησης λόγιο ψυχικής οδύνης του εναγομένου, έλαβε χώρα το Νοέμβριο του 2015, με την αποστολή στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας όλων των απαραίτητων εγγράφων που απαιτούνταν, ενδεικτικά, υπεύθυνες δηλώσεις του εναγομένου, φωτοτυπία τραπεζικού λογαριασμού για την κατάθεση της αποζημίωσης, αντίγραφο της αστυνομικής του ταυτότητας. Εν προκειμένω λοιπόν, η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης του ενάγοντος ήταν δυνατή στο τέλος του έτους 2015, μετά την εκ μέρους του αντιδίκου του είσπραξη της χρηματικής ικανοποίησης που του επιδικάσθηκε με την προρρηθείσα 1307/2010 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία επικυρώθηκε με την 3057/2014 απόφαση του A’ Τμήματος Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. προσαγόμενο με αριθ. πρωτ. ...../08.07.2015 έγγραφο της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, Δ/νση Οικονομικού & Εφοδιασμού, Τμήμα Ελέγχου Εξόδων στο οποίο αναγράφεται το ποσό της αποζημίωσης και κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα). Ειδικότερα, η κρισιολογούμενη αγωγή επιδόθηκε στον εναγόμενο α) ως αγνώστου διαμονής, στις 7.12.2020 όπως αποδεικνύεται με βάση την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπ'αριθμ ..../7.12.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας ..... και β) ως κατοίκου γνωστής διαμονής στο εξωτερικό, μέσοι του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κοζάνης, στις 8.12.2020, όπως αποδεικνύεται με βάση την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα υπ'αριθμ ...../8.12.2020 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας ...... Από το τέλος του έτους 2015 μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, με την επίδοσή της στον εναγόμενο, δεν παρήλθε πενταετία (άρθρο 250 παρ.11 του Α.Κ.) και συνακόλουθα η υπό κρίση ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη.
Τέλος, για την έναρξη τοκοφορίας της αμοιβής δικηγόρου απαιτείται δήλη ημέρα καταβολής του τιμήματος (910/2002 Εφ.Πατρών) ή όχληση (939/2013 ΑΠ 1223/2010 Πολ.Πρ. Αθηνών), η οποία πρέπει για να επιφέρει έννομα αποτελέσματα να είναι ορισμένη και καθαρή (1223/2010 Πολ.Πρ.Αθηνών, 1511/2000 ΑΠ. ΕλλΔνη 42.1351). Εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα έγγραφη όχληση του εναγόμενου περί της ένδικης αξίωσης, για τον προ της επίδοσης της κρισιολογούμενης αγωγής χρόνο και συνακόλουθα το αίτημα περί τοκοφορίας της αιτούμενης δικηγορικής αμοιβής από δήλη ημέρα και δη από τις 21-12-2015, ημέρα κατάθεσης από μέρους του Ελληνικού Δημοσίου της ως άνω αποζημίωσης στον Τραπεζικό λογαριασμό του εναγομένου, απορριπτέο ελέγχεται ως κατ'ουσίαν αβάσιμο. Κατόπιν τούτων, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 14.677,04 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, με το νόμιμο τόκο για μεν τη δικηγορική αμοιβή από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, για δε τον ΦΠΑ δεδομένου ότι ο φόρος αυτός δεν έχει αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο (Εφ Δυτ Μακ 117/2018, ΤΝΠ Νόμος), μετά δε την είσπραξή του δυνάμει σχετικού εκδοθησομένου παραστατικού, θα αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο με έκτακτη δήλωση ΦΠΑ (ίδ. υπό στοιχ. VΙ νομική σκέψη της παρούσας) με το νόμιμο τόκο από την επομένη της έκδοσης του σχετικού παραστατικού είσπραξης της ένδικης αξίωσης (ΕφΘεσ 45/2022, ΤΝΠ Νόμος). Το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό γιατί κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα (άρθ. 908 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εναγομένου, λόγω της ήττας του στη δίκη αυτή (άρθρ. 176, 191 παρ. 2), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό Γης παρούσας.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι έκρινε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά, την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.677,04 ευρώ, για μεν το ποσό των 11.836,33 ευρώ της κύριας οφειλής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, για δε τον αναλογούντα ΦΠΑ, ποσού 2.840,71 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της εκδόσεως του σχετικού παραστατικού είσπραξης της οφειλής, μετά φόρου.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου την δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία προσδιορίζει στο ποσό των 380 ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Κοζάνη, στις 30-11-2023, σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
[ ΠΗΓΗ : κος Ι. Ιωαννίδης , Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ]