ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 53/2024
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Καραμήτρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αλέξανδρο Τσαλαπόρτα, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και Σταυρούλα Πούλιου, Πρωτόδικη και από τη Γραμματέα Ευμορφία Δέλλιου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 6-03-2024, για να δικάσει τη με αριθμό κατάθεσης …./3-01-2024 ανακοπή μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Μ. ... του …, κατοίκου ….. Χαλκιδικής, με ΑΦΜ: … και 2) Δ. .... του …, κατοίκου ..... Χαλκιδικής, με ΑΦΜ: …., οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Τούτα (AM ΔΣ Χαλκιδικής …) και κατέθεσαν νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις, ο οποίος δικηγόρος προκατέβαλε κατ' άρθρο 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013, ως αντικαταστάθηκε από εκείνη του άρθρου 7 παρ. 8 περ. γ' του Ν. 4205/2013, τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου ως άνω άρθρου εισφορές (βλ. το με αριθμό ...../6-03-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκιδικής).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «..... ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» που εδρεύει στη ..... Αττικής, επί της Λεωφόρου ....., με ΑΦΜ: ..... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «..... COMPANY» (........ΚΟΜΠΑΝΥ), με έδρα το Δουβλίνο της Ιρλανδίας (….. ,…., ..... ROAD, ....), η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «.....ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο ".....BANK", που εδρεύει στην Αθήνα, και η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Χριστίνας Κατσαμάκη (AM ΔΣ Θεσσαλονίκης …..), που κατέθεσε νομότυπα και εμπρόθεσμα προτάσεις, η οποία δικηγόρος προκατέβαλε κατ' άρθρο 61 παρ. 4 του Ν. 4194/2013, ως αντικαταστάθηκε από εκείνη του άρθρου 7 παρ. 8 περ. γ' του Ν. 4205/2013, τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του ιδίου ως άνω άρθρου εισφορές (βλ. το με αριθμό ...../12-3-2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης)
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι σε βάρος τους εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. …/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθ’ ης εις ολόκληρον το ποσό των 386.559,05 € και το ποσό των 7.661,63 € για δικαστική δαπάνη, καθώς και ότι η εν λόγω διαταγή πληρωμής τους επιδόθηκε για πρώτη φόρα στις 21-12-2022, χωρίς να ασκηθεί εκ μέρους τους ανακοπή και ακολούθως για δεύτερη φορά στις 18-12-2023. Εν συνεχεία και για τους ειδικότερους επί του δικογράφου της ανακοπής λόγους ζητούν την ακύρωση της ως άνω διαταγής πληρωμής καθώς επίσης και να καταδικασθεί η καθ’ ης στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη ανακοπή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου, που είναι το καθ' ύλην αρμόδιο Δικαστήριο του τόπου, στον οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής (άρθρ. 632 παρ.1 σε συνδ. με 14 παρ.2 και 18 ΚΠολΔ), αρμοδίως φέρεται δε προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 14 παρ. 2, 625, 632 παρ. 2 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η ανακοπή ασκήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας της διάταξης του άρθρου 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς αυτή κατατέθηκε στις 3-01-2024 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 8-01-2024 (βλ. την υπ' αριθμ. ...../8-01-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών .....), η δε επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στους ανακόπτοντες έλαβε χώρα (για δεύτερη φορά) στις 18-12-2023 (βλ. την από 18-12-2023 σφραγιδόγραφη επισημείωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκιδικής ....... στην προσκομιζόμενη εκ μέρους των ανακοπτόντων επιδοθείσα διαταγή πληρωμής). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η υπό κρίση ανακοπή και να ερευνηθεί περαιτέρω, για να κριθεί αν είναι παραδεκτοί, νόμιμοι και ουσιαστικά βάσιμοι οι λόγοι της.
Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ.1 περ. α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με την οποία μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 636 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται (μεταξύ άλλων) με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσης της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 330/2012 και ΑΠ 15/2007 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Προσέτι, εκ του άρθρου 630 στοιχ. δ’ ΚΠολΔ, δια του οποίου ορίζεται ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρα 631 και 904 παρ. 1 στοιχ. ε’ του ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αντίθετα δε αρκεί ο συνοπτικός σε αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπον βάσει του οποίου αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μην δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, ήτοι δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή απάντων των συγκροτούντων αυτήν περιστατικών (ΑΠ 1202/2018, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, αγωγή που στηρίζεται στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους δεν χρειάζεται να προσδιορίζει το γενεσιουργό λόγο της βασικής σχέσης (βλ. ΑΠ 232/2009, ΧΡΙΔ 2010/258 και ΑΠ 11/2005, Δ/ΝΗ 2005/837).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, και δη με το κατ’ εκτίμηση πρώτο σκέλος αυτού, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι μεταξύ αυτών, και ειδικότερα υπό την ιδιότητά της πρώτης των ανακοπτόντων ως πιστούχου και του δεύτερου των ανακοπτόντων ως εγγυητή, και της αρχικής δανείστριας τράπεζας καταρτίστηκε η υπ’ αριθμ. ....... σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, καθώς επίσης και ότι μεταξύ των ιδίων καταρτίστηκε και η υπ’ αριθμ. …. σύμβαση επιχειρηματικού δανείου «EASYBUSINESS», κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα επί του δικογράφου, ενώ περαιτέρω εκθέτουν ότι δυνάμει του από 29-9-2010 πρόσθετου συμφώνου ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, στο πλαίσιο του Ν. 3816/2010, η πιστούχος -δανειολήπτρια αναγνώρισε το συνολικό υπόλοιπο της οφειλής της, που ανέρχονταν στις 16-11-2009 στο ποσό των 164.173,78 € και ότι η δανείστρια τράπεζα κατήγγειλε αμφότερες τις συμβάσεις στις 16-11-2009. Προσέτι, εκθέτουν ότι στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής γίνεται αφενός μεν αναφορά στο ότι μετά την υπογραφή του ως άνω πρόσθετου συμφώνου ρύθμισης τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. «…. 300» (όπως ακριβώς παραθέτουν στο δικόγραφο της ανακοπής) λογαριασμός, ο οποίος έκλεισε, λόγω μη συμμόρφωσης των ήδη ανακοπτόντων στη ρύθμιση, στις 9-3-2017 εμφανίζοντας οφειλή ύψους 198.171,32 €, αφετέρου δε στο ότι στο πλαίσιο λειτουργίας της υπ’ αριθμ. … σύμβασης επιχειρηματικού δανείου «EASYBUSINESS» τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. «… 606» (όπως ακριβώς παραθέτουν στο δικόγραφο της ανακοπής) λογαριασμός ο οποίος έκλεισε, λόγω μη εμπρόθεσμης καταβολής εκ μέρους των ήδη ανακοπτόντων, στις 9-3-2017 εμφανίζοντας οφειλή ύψους 94.085,08 €, με συνέπεια από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς τους, ότι το κεφάλαιο της επιδικασθείσας απαίτησης είναι ανεκκαθάριστο και η αιτία πληρωμής μη ορισμένη, τούτο δε διότι δεν διευκρινίζεται το ύψος της οφειλής της υπ’ αριθμ. ....... σύμβασης και διότι το υπόλοιπο της οφειλής εκ της υπ’ αριθμ. … σύμβασης ζητείται δύο φορές, ήτοι και ως υπόλοιπο του λογαριασμού που συγχωνεύθηκε με την έτερη σύμβαση και αυτοτελώς ως υπόλοιπο του έτερου λογαριασμού, κατόπιν καταγγελίας αυτού στις 4-06-2018. Επιπρόσθετα, με το κατ’ εκτίμηση του δικογράφου δεύτερο σκέλος του πρώτο λόγου ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ομοίως το κεφάλαιο της επιδικασθείσας απαίτησης είναι ανεκκαθάριστο και η αιτία πληρωμής μη ορισμένη, καθόσον δεν γίνεται αναφορά στο εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας με βάση το οποίο υπολογίζονται οι αντίστοιχοι τόκοι. Σε συνέχεια όλων των ανωτέρω, ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Πλην, όμως, με το ανωτέρω περιεχόμενο, ο πρώτος λόγος ανακοπής τόσο κατά το πρώτο όσο και κατά το δεύτερο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω νομική σκέψη, από το ίδιο το δικόγραφο της ανακοπής προκύπτει ότι επί της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής υπήρχαν όλα τα αναγκαία στοιχεία για το εκκαθαρισμένο της επιδικασθείσας απαίτησης και η ακριβής αναγραφή της αιτίας της πληρωμής, δεδομένου ότι επί διαταγής πληρωμής με την οποία ειδικότερα διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει, ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού που τηρήθηκε, στα πλαίσια σύμβασης χορήγησης τοκοχρεωλυτικού δανείου αρκεί για την πληρότητα της, να αναφέρεται σ' αυτήν, η κατάρτιση της σύμβασης, το κλείσιμο του λογαριασμού, ότι το ποσό που διατάσσεται ο καθ' ου να πληρώσει αποτελεί το εις βάρος του οφειλέτη υπόλοιπο καθώς και να καθορίζονται τα έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύονται τα ανωτέρω (ΑΠ 405/2001 και ΕφΘεσ 1401/2017 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όλα τα οποία και υφίστανται εν προκειμένω, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής, το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΑΘ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327, ΕφΑαρ 452/2014σε ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).Σε κάθε δε περίπτωση αν ήθελε θεωρηθεί αληθής η διπλή χρέωση του υπολοίπου εκ της υπ' αριθμ. … σύμβασης, τούτο δεν θα οδηγούσε στο ανεκκαθάριστο της επιδικασθείσας απαίτησης, ώστε να έχει εφαρμογή το άρθρο 624 του ΚΠολΔ, καθώς αυτό δε συνιστά αίρεση ή προθεσμία, οι δε ανακόπτοντες θα μπορούσαν επί τη βάσει αυτών των ισχυρισμών να προσβάλουν ευθέως την απαίτηση προβάλλοντας την καταχρηστική διακωλυτική της γέννησης μέρους της απαιτήσεως ένσταση ή την καταχρηστική καταλυτική του δικαιώματος ένσταση της μερικής αποσβέσεως του χρέους, οι οποίες, αν αποδειχθούν, μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση του ποσού της απαιτήσεως και σε μερική ακύρωση της, αντίστοιχης, διαταγής πληρωμής. Πλην όμως, οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν, όπως προαναφέρθηκε, ούτε σε ποιό ποσό, κατά τους ισχυρισμούς τους, ανέρχεται το οφειλόμενο ή μη οφειλόμενο κατ' αυτούς ποσό.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή, καθώς και το ποσό της, να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ. ΑΠ 43/2005, ΑΠ 1567/2017, ΑΠ 1102/2008). Εξάλλου με την ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. μπορούν να προβληθούν λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης έκδοσής της, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε, είτε κατά της ύπαρξης της απαίτησης. Στη δίκη της ανακοπής δεν επανεκδικάζεται η υπόθεση καθολικά αλλά μόνο στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων ανακοπής, οι οποίοι σε συνδυασμό με το αίτημα της ανακοπής προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας που επέρχεται με την άσκησή της και αναγκαίως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής. Αν ο λόγος της ανακοπής είναι τυπικός, όπως συμβαίνει με αυτόν τη μη έγγραφης απόδειξης της απαίτησης τότε αντικείμενο της δίκης της ανακοπής και, κατά συνέπεια, της επ' αυτής δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή όχι της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 1632/2013, ΑΠ 713/2012, ΑΠ 665/2006, ΑΠ 1378/2009 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο, πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος, ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Έτσι, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση έγγραφη σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους (873 ΑΚ) ή σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (άρθρ. 361 ΑΚ, ΑΠ 51/2020, ΑΠ 60/2005 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη, αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδ. β' του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα, όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ), δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι κατ' αρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (άρθρο 280 ΑΚ) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β’, 437, 156). Αν, όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, οι συμβαλλόμενοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχικής σχέσης, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία, απαλλαγμένη από τα ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΠ 818/2018, ΑΠ 1402/2018, ΑΠ 634/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν, στην περίπτωση αυτή, ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις, που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι έγκυρη (άρθρ. 437 ΑΚ) (ΟλΑΠ 5/2016, ΑΠ 387/2019, ΑΠ 408/2019, ΑΠ 294/2018 και ΕφΑΘ 123/2020 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με το δεύτερο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η εκδοθείσα σε βάρος τους διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, καθόσον δεν αποδεικνύεται εγγράφως η σε βάρος τους απαίτηση. Ειδικότερα εκθέτουν ότι τόσο για την υπ’ αριθμ. … σύμβαση όσο και για την υπ’ αριθμ. ....... σύμβαση προσκομίστηκαν οι αντίστοιχοι λογαριασμοί από τις 29-12-2010 και όχι από την ημερομηνία υπογραφής έκαστης σύμβασης. Πλην, όμως, με αυτό το περιεχόμενο. Ο δεύτερος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον εκ του ίδιου του δικογράφου προκύπτει ότι δυνάμει του από 29-9-2010 πρόσθετου συμφώνου ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, στο πλαίσιο του Ν. 3816/2010, αναγνωρίστηκε εκ μέρους της πρώτης των ανακοπτόντων το συνολικό υπόλοιπο της οφειλής, που ανέρχονταν στις 16-11 -2009 στο ποσό των 164.173,78 €, αναγνώριση, η οποία επεκτείνεται και στην ευθύνη του δεύτερου των ανακοπτόντων ως εγγυητή δεδομένου ότι το αναγνωρισθέν κατάλοιπο δεν υπερβαίνει το ανώτατο ποσοτικό όριο ευθύνης του, που τέθηκε στη σύμβαση της εγγυήσεως και δεν υπάρχει επίκληση αντίθετης συμφωνίας, περί συμβατικού αποκλεισμού της ευθύνης του εγγυητή για την εκ της αναγνωρίσεως ενοχή (απεναντίας από το φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι με τον όρο 14 στην υπ' αριθμ. … σύμβαση και με τον όρο 21 στην υπ’ αριθμ. ....... σύμβαση ρητά προβλέφθηκε η επέκταση της ευθύνης του εγγυητή κατόπιν αναγνώρισης οφειλής εκ μέρους της πιστούχου -δανειολήπτριας) (βλ. και ΑΠ 1458/2006, Δ/ΝΗ 2009/1745 και ΕφΘεσ 1853/2003, ΑΡΜ 2005/550), ώστε συνακόλουθα εκ του δικογράφου προκύπτει ότι (βλ. και ως άνω μείζονα σκέψη) καταρτίστηκε, δεδομένης της αναφοράς στο συμφωνητικό αυτό των προηγούμενων οφειλών, σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους (άρθρ. 361 ΑΚ) (βλ. και αντίστοιχο όρο 7 του εν λόγω συμφωνητικού), οπότε και δεν απαιτούνταν (συνεπεία της αναγνώρισης) η προσκομιδή της κίνησης των λογαριασμών των συμβάσεων σε προγενέστερο χρόνο, λαμβανομένου υπόψιν του ότι διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού (ΑΠ 1166/2020, ΝΟΜΟΣ).
Με τον τρίτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι στο πλαίσιο λειτουργίας της υπ' αριθμ. ....... σύμβασης παρέδωσαν στη δανείστρια τράπεζα συναλλαγματική ποσού 100.000,00 € με αποδέκτη τον ....... του …… και με ημερομηνία λήξεως την 1η-09-2009, η οποία πληρώθηκε προσηκόντως κατά τη λήξη της, χωρίς ωστόσο να συνυπολογιστεί το εν λόγω ποσό στην οφειλή τους και εν τέλει να επιδικασθεί με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσό υψηλότερο από το πραγματικά οφειλόμενο (και δη κατά το ποσό των 100.000,00 €). Πλην, όμως, ο ισχυρισμός αυτός ως επιχειρούμενος να θεμελιώσει ένσταση μερικής καταβολής (εξόφλησης) κατ' άρθρο 416 ΑΚ είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος (κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ) των ανακοπτόντων, καθόσον εκ του ίδιου του δικογράφου προκύπτει ότι σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της ημερομηνίας λήξης της εν λόγω συναλλαγματικής (ήτοι μετά την 1η-09-2009) και δη στις 29-9-2010 υπογράφηκε το πρόσθετο σύμφωνο ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, στο πλαίσιο του Ν. 3816/2010 και αναγνωρίστηκε το συνολικό υπόλοιπο της οφειλής, που ανέρχονταν στις 16-11-2009 στο ποσό των 164.173,78 €, χωρίς μάλιστα να βάλλουν κατά του κύρους του εν λόγω συμφωνητικού ή να προβάλλουν ενστάσεις κατά αυτού, επί τη βάσει της αρχικής αιτίας (εκ της υπ’ αριθμ. ....... σύμβασης), ώστε συνακόλουθα με αυτό το περιεχόμενο ο προβληθείς ισχυρισμός τους δεν προτείνεται παραδεκτά κατά της επιδικασθείσας οφειλής (βλ. πάντως και για ορισμένο ένστασης εξόφλησης όπου δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μια και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία κα ο χρόνος καταβολής αυτών: ΑΠ 178/2010, ΑΠ 191,192 και 193/2011, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 250/2002, ΝΟΜΟΣ).
Με τον τέταρτο λόγο ανακοπής οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι για το δεύτερο εξ αυτών με την υπ' αριθμ. … σύμβαση ανοικτού επιχειρηματικού δανείου συμφωνήθηκε ότι ο τελευταίος ως εγγυητής παραιτείται από τις ενστάσεις των άρθρων 866, 867, 868 και 869 ΑΚ, καθώς και ότι αυτός ελευθερώνεται από τη δοθείσα εγγύηση, εάν η Τράπεζα δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτηση εντός ενός έτους, αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή. Επί τη βάσει αυτής της συμφωνίας, ισχυρίζονται ότι εφόσον η απαίτηση εκ της εν λόγω σύμβασης έγινε απαιτητή στις 7-06-2018 και εφόσον η καθ’ ης επέδωσε στους ανακόπτοντες αντίγραφο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής εξ απογράφου με επιταγή προς πληρωμή στις 21-12-2022, ήτοι πολύ μεταγενέστερα του έτους, έχει επέλθει η απελευθέρωση -απαλλαγή του δευτέρου των ανακοπτόντων από την οφειλή, που περιγράφεται στην υπό στοιχείο Β παράγραφο της πρώτης σελίδας του έβδομου φύλλου της διαταγής πληρωμής και η εν μέρει απελευθέρωση -απαλλαγή του από την υπό στοιχείο A παράγραφο. Με το περιεχόμενο αυτό ο τέταρτος λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, ερειδόμενος στα άρθρα 361, 866 και 867 ΑΚ οπότε και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από το σύνολο των προσκομιζόμενων εγγράφων προκύπτει ότι μεταξύ των ήδη ανακοπτόντων και της τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…. Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ», η οποία ακολούθως απορροφήθηκε από την «... Τράπεζα ΑΕ», καταρτίστηκε αφενός η υπ’ αριθμ. ......./14-3-2001 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και αφετέρου η υπ’ αριθμ. …/19-08-2004 σύμβαση ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου «EASYBUSINESS». Σε αμφότερες τις συμβάσεις ο δεύτερος των ήδη ανακοπτόντων συμβλήθηκε ως εγγυητής και ειδικότερα ως προς την υπ’ αριθμ. …/19-08-2004 σύμβαση (στην οποία αφορά ο κρινόμενος τέταρτος λόγος ανακοπής) δυνάμει του 14ου όρου ο ήδη δεύτερος των ανακοπτόντων εγγυήθηκε ως προς την τράπεζα την τήρηση όλων των υποχρεώσεων της πιστούχου (ήδη πρώτης των ανακοπτόντων), την πλήρη εξόφληση του υπολοίπου και παραιτήθηκε από το ευεργέτημα της διζήσεως (άρθρο 855 ΑΚ) ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως αυτοφειλέτης, καθώς και από τις ενστάσεις των άρθρων 862, 863 και 864 ΑΚ, με την προϋπόθεση ότι το πταίσμα ή η παραίτηση από τις ασφάλειες ή η απόσβεση της κύριας οφειλής δεν θα οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια της τράπεζας, αλλά και από τις ενστάσεις των άρθρων 866, 867, 868 και 869 ΑΚ, με την πρόσθετη όμως συμφωνία ότι ο ίδιος ελευθερώνεται από τη δοθείσα εγγύηση του, εάν η τράπεζα δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτησή της εντός ενός έτους, αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή ή αφότου ζητήθηκε η καταγγελία από τον εγγυητή. Επί τη βάσει της τελευταίας αυτής συμφωνίας, η οποία επαναλήφθηκε με όμοιο περιεχόμενο και στο από 19-08-2004 πρόσθετο σύμφωνο της εν λόγω σύμβασης, αλλά και στην από 10-01-2007 πράξη μεταβολής ύψους πίστωσης, με τον κρινόμενο τέταρτο λόγο ο δεύτερος των ανακοπτόντων ισχυρίζεται ότι έχει απελευθερωθεί από την εγγύηση, καθώς η απαίτηση της ήδη καθ’ ης ανακοπή εκ της εν λόγω σύμβασης έγινε απαιτητή στις 7-06-2018 και ακολούθως η καθ’ ης επέδωσε στους ανακόπτοντες αντίγραφο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής εξ απογράφου με επιταγή προς πληρωμή στις 21-12-2022, ήτοι σε χρονικό διάστημα πλέον του ενός έτους. Στο πλαίσιο αυτού του ισχυρισμού του, και με δεδομένο ότι σε κάθε περίπτωση κρίσιμο δεν είναι το χρονικό σημείο της επίδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή, αλλά το χρονικό σημείο της έκδοσης αυτής, που έγινε 16-11-2022, καθόσον η (απαιτούμενη) δικαστική επιδίωξη είναι ασύνδετη με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, προκύπτει ότι σε μεταγενέστερο χρόνο μεταξύ των ανωτέρω καταρτίστηκε το από 29-09-2010 πρόσθετο σύμφωνο ρύθμισης οφειλής δυνάμει του Ν.3816/2010, με το οποίο αναγνωρίστηκε μεταξύ άλλων το συνολικό υπόλοιπο της οφειλής τους και συμφωνήθηκε (βλ. όρο 2 του εν λόγω συμφωνητικού) ότι η υπ’ αριθμ. …/2002 σύμβαση, η οποία καταγγέλθηκε και ο λογαριασμός της οποίας έκλεισε, εντάχθηκε, κατόπιν σχετικού συμβατικού δικαιώματος, στην έτερη σύμβαση (την υπ’ αριθμ. ......./2001). Συνεπώς, και με δεδομένο ότι στον όρο 9 του συμφωνητικού αυτού γίνεται αναφορά στο ότι το σύνολο των υφιστάμενων πάσης φύσεως εξασφαλίσεων και εγγυήσεων διατηρείται αναλλοίωτο, η εγγυητική ευθύνη του ήδη δεύτερου των ανακοπτόντων μετά την ένταξη της υπ’ αριθμ. …/2002 σύμβασης στην έτερη σύμβαση ρυθμίζεται από τους όρους της τελευταίας αυτής σύμβασης, στην οποία (βλ. όρο 21) δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη περί ελευθερώσεως του εγγυητή από τη δοθείσα εγγύηση του, εάν η τράπεζα δεν επιδιώξει δικαστικά την απαίτησή της εντός ενός έτους, αφότου έγινε απαιτητή η κύρια οφειλή. Συνακόλουθα, δεδομένης της αποδεικνυόμενης τροποποιηθείσας εγγυητικής ευθύνης του ήδη δεύτερου των ανακοπτόντων, ο τέταρτος λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, καθόσον δεν έχει εμφιλοχωρήσει απελευθέρωσή του από την δοθείσα εγγύησή του.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και ενόψει της απόρριψης όλων των λόγων ανακοπής, πρέπει η ένδικη ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολό της και να επικυρωθεί η υπ’ αριθμ. …/2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Προσέτι, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν, κατόπιν αιτήματος της [ΑΠ 100/2002 ΕλλΔνη 43(2002). 1033] και χωρίς κατάλογο εξόδων της (άρθρα 190 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ)σε βάρος των ανακοπτόντων, λόγω της ήττας τους (κατά τα άρθρα 176 και 180 παρ. 3 ΚΠολΔ και 63 παρ. Ια, 65, και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθμ. …./2022 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία καθορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων ευρώ (7.000,00 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στον Πολύγυρο την 10/9/2024 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, με διαφορετική σύνθεση, αποτελούμενη από τους Δικαστές Αμαλία Καραμήτρου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Σταυρούλα Πούλιου και Αθηνά Βαγενά, Πρωτόδικες, καθώς και την ίδια Γραμματέα, λόγω μετάθεσης του Πρωτοδίκη-Εισηγητή Αλέξανδρου Τσαλαπόρτα στο Πρωτοδικείο Βέροιας (άρθρο 306 ΚΠολΔ), την 17/0/2024, χωρίς την παρουσία, των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
[ ΠΗΓΗ : κος Ι. Ιωαννίδης , Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ]