Αριθμός 622/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY APEIOY ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Ασπασία Μεσσηνιάτη-Γρυπάρη, Αλεξάνδρα Αποστολάκη και Σωκράτη Πλαστήρα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Απριλίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «...... ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ», που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Χαλκιδικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Α. του Ι., 3) Α. του Α. και 4) Ι. του Α., κατοίκων .... Θεσσαλονίκης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Παπαδόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. του Λ., κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης και 2) Ε. του Λ., κατοίκου ... Θεσσαλονίκης, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Ζερβά με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-6-2020 αίτηση των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2021 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1283/2021 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 22-10-2021 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ασπασία Μεσσηνιάτη-Γρυπάρη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 22-10-2021 αίτηση, για αναίρεση της εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, υπ’ αριθμ. 1283/2021 τελεσίδικης αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Είναι, συνεπώς, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 Κ.Πολ.Δ.).

Στις διατάξεις των άρθρων 103-105 του ν. 4548/2018, ορίζονται τα ακόλουθα: «Το διοικητικό συμβούλιο έχει την υποχρέωση έγκαιρης, πλήρους και επιμελούς άσκησης των αξιώσεων της εταιρείας κατά των προσώπων που έχουν ευθύνη, σύμφωνα με το άρθρο 102, σταθμίζοντας το εταιρικό συμφέρον. Το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να παρέχει στους μετόχους εξηγήσεις για την τυχόν μη άσκηση των αξιώσεων» (άρθρο 103). «1. Μέτοχοι που εκπροσωπούν το ένα εικοστό (1/20) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου έχουν δικαίωμα να υποβάλουν εγγράφως προς το διοικητικό συμβούλιο αίτηση με αντικείμενο την άσκηση των αξιώσεων της εταιρείας κατά το άρθρο 103. Το καταστατικό της εταιρείας μπορεί να μειώσει το παραπάνω ποσοστό. Οι αιτούντες πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν καταστεί μέτοχοι έξι (6) μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης. 2. Η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου αναφέρει τις πληροφορίες που κατέχουν οι αιτούντες μέτοχοι ως προς τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν κατά την κρίση τους την ευθύνη μελών του διοικητικού συμβουλίου και τη ζημία της εταιρείας. Στην αίτησή τους οι μέτοχοι θέτουν εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας το διοικητικό συμβούλιο οφείλει να αξιολογήσει το περιεχόμενο της αίτησης και να αποφασίσει αν η εταιρεία θα ασκήσει αγωγή για τις αξιώσεις που περιγράφει η αίτηση αυτή. Η ανωτέρω προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα (1) μήνα από τότε που η αίτηση υποβλήθηκε στο διοικητικό συμβούλιο. 3. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει επί του αιτήματος των μετόχων, αφού λάβει υπόψη του τις παρατηρήσεις και εξηγήσεις των μελών εκείνων του διοικητικού συμβουλίου, που κατονομάζονται στην αίτηση των μετόχων. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που κατονομάζονται στην αίτηση, δεν έχουν δικαίωμα ψήφου στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος των μετόχων. Αν η αδυναμία ψήφου αφορά τόσα μέλη, ώστε τα υπόλοιπα να μη σχηματίζουν απαρτία, το διοικητικό συμβούλιο θεωρείται ότι δεν λαμβάνει απόφαση, κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 97, και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 105. Η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου επί της αιτήσεως των μετόχων, καθώς και το γεγονός της ενδεχόμενης αδυναμίας λήψεως αποφάσεως από το διοικητικό συμβούλιο, κοινοποιείται στους αιτούντες με επιμέλεια του ιδίου και με επιβάρυνση της εταιρείας, 4. Σε περίπτωση που η αίτηση της παραγράφου 1 υποβληθεί από την πλειοψηφία των μετόχων, το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να προβεί αμελλητί στην άσκηση της εταιρικής αγωγής» (άρθρο 104). «1.Αν: (α) το διοικητικό συμβούλιο απορρίψει εν όλω ή εν μέρει την αίτηση της μειοψηφίας, ή (β) παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του εδαφίου β' της παραγράφου 2 του άρθρου 104, ή (γ) παρέλθουν τέσσερις (4) μήνες από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου που αποφάσισε την άσκηση της αγωγής, χωρίς να έχει ασκηθεί η αγωγή, όπως αποφασίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο, ή (δ) το διοικητικό συμβούλιο δεν μπορεί να λάβει απόφαση επί της αιτήσεως της μειοψηφίας, ή (ε) στην περίπτωση της παραγράφου 4 του άρθρου 104, η εταιρεία δεν ασκεί αμελλητί την αγωγή, η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν το αίτημα του προηγούμενου άρθρου έχουν δικαίωμα, εντός δύο (2) μηνών από την κατά το εδάφιο γ' της παραγράφου 3 του άρθρου 104 κοινοποίηση της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου ή από την άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών των περιπτώσεων α' και γ', να υποβάλουν αίτημα ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου με αντικείμενο το διορισμό ειδικού εκπροσώπου γιατην άσκηση αγωγής κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αίτηση της μειοψηφίας του άρθρου 104. 2. Η αίτηση των μετόχων της παραγράφου 1 εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κοινοποιείται προς την εταιρεία και το μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, που κατονομάζονται στην αίτηση. Παρεμβάσεις, πρόσθετες και κύριες, ενώπιον του δικαστηρίου ασκούνται και με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων και ορίζει ειδικό εκπρόσωπο, εφόσον δεν συντρέχει προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας, που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει την ιστορική βάση που θα διερευνήσει ο ειδικός εκπρόσωπος, ώστε να ασκήσει την αγωγή κατά των προσώπων του άρθρου 102. 3. Ως ειδικός εκπρόσωπος μπορεί να ορισθεί ένας εκ των μετόχων που υποβάλλουν την αίτηση του παρόντος άρθρου ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου ή και τρίτο πρόσωπο. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται ως προς την επιλογή του ειδικού εκπροσώπου από τις προτάσεις των αιτούντων. Η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να ορίζει και αναπληρωτή ειδικό εκπρόσωπο. 4. Ο ειδικός εκπρόσωπος έχει ως ειδική και μόνη εξουσία την άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102 και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της με επιμέλεια και ταχύτητα. Καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο ειδικός εκπρόσωπος εκπροσωπεί κατ’ αποκλειστικότητα την εταιρεία για τις ανάγκες της σχετικής δίκης και μόνο. Ο ειδικός εκπρόσωπος έχει εξουσία πρόσβασης σε έγγραφα και πληροφορίες, η γνώση των οποίων είναι κατά εύλογη κρίση απαραίτητη για την άσκηση της αγωγής και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης. 5. Κατά την άσκηση των εξουσιών του, ο ειδικός εκπρόσωπος δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση περί ορισμού του όσον αφορά την ιστορική βάση που θα διερευνήσει για την άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102. Η δέσμευση αυτή δεν περιορίζει την ευχέρεια του ειδικού εκπροσώπου να διαμορφώσει τους ισχυρισμούς της εταιρείας ως προς τη νομική βάση, την υπαιτιότητα ή την αιτιώδη συνάφεια και να προσδιορίσει την έκταση των αξιώσεών της, σύμφωνα με το άρθρο 102. Επίσης ο ειδικός εκπρόσωπος έχει υποχρέωση εχεμύθειας, όπως και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Το δικαστήριο μπορεί να του επιδικάσει εύλογη αμοιβή. 6. Αν, πριν ασκήσει την αγωγή, ο ειδικός εκπρόσωπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για οποιοδήποτε λόγο δεν υπάρχει ευθύνη προς αποζημίωση, γνωστοποιεί τούτο στο διοικητικό συμβούλιο, που έχει την υποχρέωση να πληροφορήσει σχετικά τους μετόχους που ζήτησαν την άσκηση της αγωγής. Οι μέτοχοι αυτοί έχουν δικαίωμα να επανέλθουν με νεότερη αίτηση, η παραγραφή όμως δεν αναστέλλεται. 7. Σε περίπτωση κατ’ ουσίαν απόρριψης της αγωγής σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, το διοικητικό συμβούλιο ύστερα από εισήγηση του ειδικού εκπροσώπου, μπορεί να παραιτηθεί των ενδίκων μέσων» (άρθρο 105). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες ορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ορισμού ειδικού εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας προς άσκηση αγωγής κατά των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, σε περίπτωση που συντρέχει ευθύνη αυτών, σαφώς συνάγεται ότι ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου γίνεται αποκλειστικώς και μόνο προς άσκηση αγωγής, όχι δε και για υποβολή εγκλήσεως κατά των προαναφερομένων προσώπων. Τούτο προκύπτει, πέραν πάσης αμφιβολίας, και από την εισηγητική έκθεση του ως άνω νόμου, στις σελίδες 19 και 20 της οποίας, επί των άρθρων 103 και 104, αναφέρεται ότι με τις διατάξεις αυτές αναμορφώνεται η διαδικασία ασκήσεως της εταιρικής αγωγής, ενώ, επί του άρθρου 105, αναφέρει, επί λέξει, ότι «Το παρόν άρθρο συμπληρώνει τη ρύθμιση του άρθρου 104 και καλύπτει τις περιπτώσεις που α) το Λ / Δ.Σ. απορρίψει εν όλω ή εν μέρει την αίτηση της μειοψηφίας ή β) παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παραγράφου 2 εδάφιο β' του άρθρου 104, ή γ) παρέλθουν άπρακτοι τέσσερις (4) μήνες από την απόφαση του Δ.Σ. που αποφάσισε την άσκηση της αγωγής, ή δ) το Δ.Σ. δεν λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως της μειοψηφίας, ή ε) η εταιρεία δεν ασκεί αμελλητί την αγωγή στην περίπτωση του άρθρου 104 παράγραφος 4. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλαν το αίτημα του προηγούμενου άρθρου δικαιούται εντός δύο (2) μηνών από την κατά την παράγραφο 3 εδάφιο γ' του άρθρου 104 κοινοποίηση της απόφασης του Δ.Σ., ή από την άπρακτη παρέλευση των ανωτέρω προθεσμιών να υποβάλλει αίτημα ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της εταιρείας με αντικείμενο το διορισμό ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση αγωγής κατά των μελών του Δ.Σ., σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αίτηση της μειοψηφίας του άρθρου 104. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, η αίτηση των μετόχων της προηγούμενης παραγράφου εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και κοινοποιείται προς την εταιρεία και το μέλος ή τα μέλη του Δ.Σ. που κατονομάζονται στην αίτηση... Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση των μετόχων και ορίζει ειδικό εκπρόσωπο, εφόσον δεν συντρέχει προφανώς υπέρτερο συμφέρον της εταιρείας που να δικαιολογεί τη μη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα σε βάρος των μελών του Δ.Σ. Η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει την ιστορική βάση που θα διερευνήσει ο ειδικός εκπρόσωπος, ώστε να ασκήσει την αγωγή κατά των προσώπων του άρθρου 102... Όσον αφορά τα καθήκοντα του ειδικού εκπροσώπου, η παράγραφος 4 προβλέπει ότι ειδική και μόνη εξουσία του είναι η άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102 και η διεξαγωγή της σχετικής δίκης μέχρι την αμετάκλητη περάτωσή της. Σύμφωνα με την παρ. 5, ο ειδικός εκπρόσωπος δεσμεύεται από τη δικαστική απόφαση περί ορισμού του όσον αφορά την ιστορική βάση που θα διερευνήσει για την άσκηση της αγωγής κατά των προσώπων του άρθρου 102, όπως αυτή περιέχεται στην αίτηση των μετόχων και συμπληρώθηκε κατά τη συζήτηση της σχετικής αίτησης ενώπιον του δικαστηρίου. Η δέσμευση αυτή δεν περιορίζει, ωστόσο, την ευχέρεια του ειδικού εκπροσώπου να διαμορφώσει τους νομικούς ισχυρισμούς την υπαιτιότητα και την αιτιώδη συνάφεια, και να προσδιορίσει αντίστοιχα το περιεχόμενο των εταιρικών αξιώσεων. Σύμφωνα με την παράγραφο 6, εφόσον πριν ασκήσει την αγωγή, ο ειδικός εκπρόσωπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για οποιοδήποτε λόγο δεν υπάρχει ευθύνη των μελών του Δ.Σ. προς αποζημίωση, γνωστοποιεί τούτο στο Δ.Σ., που έχει την υποχρέωση να πληροφορήσει». Ο διοριζόμενος, δηλαδή, με την ανωτέρω διαδικασία, ειδικός εκπρόσωπος, έχει την ειδική και αποκλειστική αρμοδιότητα μόνο για την άσκηση της εταιρικής αγωγής κατά των υπαιτίων μελών του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής αποφάσεως (σχετ., υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος άρθρου 22β παρ. 3 του κ.ν. 2190/1920, ΑΠ 189/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν λ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε Με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.Α.Π. 31/2009, Ολ.Α.Π. 7/2006, Α.Π. 1040/2022, Α.Π. 604/2021, Α.Π. 981/2020). Με το λόγο αυτό αναιρέσεως, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ., ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Α.Π. 75/2022, Α.Π. 75/2022, Α.Π. 42/2020).

Από την επιτρεπτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι η ως άνω προσβαλλομένη απόφαση, είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Οι αιτούντες και ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής την από 4-6-2020 (αρ. κατ. ...../2020) αίτησή τους, με την οποία ισχυρίστηκαν ότι οι ίδιοι είναι μέτοχοι της πρώτης των καθ’ ων η αίτηση, ήδη πρώτης αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία «...... ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ» και ότι, παρότι με αίτηση-δήλωσή τους ζήτησαν από τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των αιτούντων, ήδη δεύτερο, τρίτο και τέταρτο των αναιρεσειόντων, που είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης, να υποβάλουν έγκληση κατά των ιδίων (ως μελών του Δ.Σ.) και κατά των αναφερόμενων τρίτων προσώπων, για τα περιγραφόμενα ποινικά αδικήματα, που τελέστηκαν σε βάρος της εταιρείας, αυτοί (δεύτερος, τρίτος και τέταρτος των καθ’ ων η αίτηση, ήδη αναιρεσειόντων) δεν ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό. Για το λόγο αυτό ζήτησαν να διορισθεί από το δικαστήριο ειδικός εκπρόσωπος της πρώτης αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, για την υποβολή εγκλήσεως κατά των ανωτέρω προσώπων, για τις περιγραφόμενες στην αίτηση αξιόποινες πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 103-105 του ν. 4548/2018 «Αναμόρφωση του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών». Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 5/2021 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που απέρριψε αυτήν ως νόμω αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις των άρθρων 103-105 του ν. 4548/2018 εφαρμόζονται μόνο για την άσκηση εταιρικής αγωγής, και όχι για την υποβολή εγκλήσεως. Κατά της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως οι αιτούντες άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, την από 7-4-2021 (αρ. κατ. ...../2021) έφεση. Επί της εφέσεως, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε ότι οι διατάξεις των άρθρων 103-105 του Ν. 4548/2018 πρέπει να τύχουν αναλογικής εφαρμογής και σε περίπτωση υποβολής εγκλήσεως, εξαφάνισε την εκκληθείσα, έκανε δεκτή την αίτηση και διόρισε ειδικό εκπρόσωπο, με ειδική εξουσία την υποβολή της εγκλήσεως. Σύμφωνα, όμως, με την προηγηθείσα νομική σκέψη, οι διατάξεις των άρθρων 103-105 του ν. 4548/2018, περί διορισμού ειδικού εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας, εφαρμόζονται, αποκλειστικά και μόνο, προκειμένου ο τελευταίος να ασκήσει (εταιρική) αγωγή κατά των ευθυνομένων μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, όχι όμως και για να υποβάλει έγκληση κατ’ αυτών, για ποινικά αδικήματα που φέρονται ότι τέλεσαν σε βάρος της εταιρείας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, εφόσον τα συμφέροντα του νομικού προσώπου της εταιρείας, συγκρούονται με αυτά των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, που φέρονται ότι τέλεσαν ποινικά αδικήματα σε βάρος της (εταιρείας), κάθε μέτοχος έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, το διορισμό προσωρινής διοίκησης αυτής, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 69 του Α.Κ., όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 1, 110 παρ. 21 Ν.4055/2012 (και 1 περ. α' Ν. 4077/2012, που ορίζει ότι «Αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου ή αν τα συμφέροντά τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο ειρηνοδίκης διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον». Επομένως, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο με την προσβαλλομένη απόφαση, έκρινε ότι οι διατάξεις των άρθρων 103-105 του Ν. 4548/2018 πρέπει να τύχουν αναλογικής εφαρμογής και σε περίπτωση υποβολής εγκλήσεως και, μετ’ εξαφάνιση της εκκληθείσας πρωτόδικης αποφάσεως, έκανε δεκτή την αίτηση, ως νόμιμη και βάσιμη κατ’ ουσίαν, και, διόρισε ειδικό εκπρόσωπο, με ειδική εξουσία την υποβολή της εγκλήσεως, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις, κατά το βάσιμο περί τούτου πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση παρέλκει δε λόγω της αναιρετικής εμβέλειας του λόγου αυτού η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.

Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές". Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με την διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι ”Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν" συνάγεται, ότι οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για "περαιτέρω εκδίκαση" της υποθέσεως αλλά υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, με βάση το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την έκταση της αναιρέσεως αυτής, η παραπομπή, κατά την παραπάνω διάταξη, σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο (Ολ.Α.Π. 42/2005). Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ο Άρειος Πάγος κρίνει δεσμευτικά για το δικαστήριο της παραπομπής ότι η από 4-6-2020 (αρ.κατ....../2020) αίτηση είναι μη νόμιμη, δεν υπάρχει στάδιο "περαιτέρω εκδικάσεως" της υποθέσεως, και κατά συνέπεια δεν συντρέχει λόγος να παραπεμφθεί η υπόθεση στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπόθεση, να κρατηθεί στο δικαστήριο τούτο και να απορριφθεί η έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της υπ' αριθμ. 5/2021 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Ενόψει δε του ότι αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου στους αναιρεσείοντες. Τέλος τα δικαστικά έξοδα για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 179 και 183 Κ.Πολ.Δ.), λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 1283/2021 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Διατάσσει την απόδοση του παράβολου στους αναιρεσείοντες.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Απορρίπτει την από 7-4-2021 (αρ.κατ. ...../2021) έφεση των αναιρεσίβλητων, κατά της υπ’ αριθμ. 5/202/1 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Φεβρουαρίουβ 2024.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Απριλίου 2024.

 

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

[ ΠΗΓΗ : κος Ι. Ιωαννίδης , Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ]