ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 2ο - ΔΗΜΟΣΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ 904/2021

 

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Παναγιώτη Φιλόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, τον οποίο όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου, και τη Γραμματέα Φωτεινή Μπριντζίκη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα ... Ανώνυμη Εταιρεία» και το διακριτικό τίτλο «...» που εδρεύει στην Αθήνα (....) με ΑΦΜ ...., Δ.Ο.Υ. Αθηνών (Γ.Ε.Μ.Η. με αριθμ. ...), νόμιμα εκπροσωπούμενης ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα ... ... Α.Ε.» (ΑΦΜ ....) λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρο 16 ν. 2515/1997 και άρθρα 57 παρ. 3 και 59-74 του ν. 4601/2019 Ανακοινώσεις για Καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ υπ’ αριθμ. ....)», την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Δημήτριος Λιακόπουλος βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, όπως νομίμως κατοικοεδρεύει, τον οποίο εκπροσώπησε η δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. βάσει δηλώσεως κατ'άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, τραπεζική εταιρεία με την από 22-12-2016 (με αριθ. εκθ. κατ. δικ. .../.../29-12-2016) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτήν. Το ανωτέρω Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 11525/2018 οριστική του απόφαση απέρριψε την αγωγή.

Κατά της απόφασης αυτής η πρωτοδίκως ηττηθείσα εν όλω ως άνω ενάγουσα άσκησε την από 27.5.2020 (με αρ. εκθ. κατ. .../.../22.6.2020 στο εκδόν την εκκαλουμένη Δικαστήριο και με αρ. κατ. δικ. .../.../3-7-2020 στο Δικαστήριο τούτο) έφεσή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, οπότε και εκφωνήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής με τη σειρά του πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά με χωριστή δήλωσή τους κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ προκατέθεσαν προτάσεις. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 27.5.2020 (αριθμ. κατάθεσης δικογράφου .../.../22- 6-2020 στο εκδόν την εκκαλουμένη Δικαστήριο και αριθμ. κατάθεσης δικογράφου .../.../3-7-2020 στο παρόν Δικαστήριο) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας εν όλω ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα ... Ανώνυμη Εταιρεία», κατά της υπ’ αριθ. 11525/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαν την από 22-12-2016 αγωγή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου .../.../29-12-2016) κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου, η οποία εξεδόθη κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 495 παρ.1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άνω άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ (δημοσίευση της εκκαλουμένης στις 16-10-2018, κατάθεση του πρωτοτύπου της έφεσης στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 22-6-2020), δεδομένου ότι έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα παράβολο εκ ποσού 100 ευρώ, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 εδ. α' ΚΠολΔ, Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ως άνω τραπεζική εταιρεία εξέθετε ότι στο πλαίσιο της υπ’ αριθμ. .../28-06-2006 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, το Συμβούλιο Διαχείρισης και Αξιολόγησης της εγγυητικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου ενέκρινε την παροχή εγγύησης αυτού για το ποσό των 68.553,71 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσοστό του 80% των υφιστάμενων μέχρι την 31-12-2005 οφειλών της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «....» προς την ίδια (την ενάγουσα), με τον όρο διατήρησης των υφιστάμενων εξασφαλίσεων, οι οποίες (οφειλές) προέρχονταν από την με αριθμό .../12-01-2004 σύμβαση πίστωσης που συνήφθη στην ... μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και του ως άνω πιστούχου, δυνάμει της οποίας του χορήγησε πίστωση για κεφάλαιο κίνησης ύψους 70.000 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο, που ανερχόταν κατά το χρόνο υπογραφής της ως άνω δανειακής σύμβασης συνολικά σε 7,60%, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονται σε αυτήν. Ότι, ακολούθως, επειδή τροποποιήθηκε η ως άνω υπουργική απόφαση με τις υπ’ αριθμ. ....αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η 25η Δ/νση Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. .... έγγραφό της παρέσχε την έγκρισή της για την εκ νέου ρύθμιση, σε ποσοστό 80%, των μέχρι την 30-06- 2009 εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών της ανωτέρω ατομικής επιχείρησης του πιστούχου προς την ενάγουσα, που είχαν εν τω μεταξύ ανέλθει στο ποσό των 88.269,70 ευρώ, υπό τον όρο να παραμείνουν ισχυρές οι ήδη ληφθείσες εξασφαλίσεις και να καταβληθεί με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης το 20% των τόκων, που αντιστοιχούσαν στο χρονικό διάστημα από 01-01-2008 έως 30-06-2009, καθώς και η προμήθεια ασφαλείας σε ποσοστό 0,4% επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου την 30-06-2009, όπως απαιτούνταν από την ως άνω υπουργική απόφαση. Ότι, σε εφαρμογή των ανωτέρω, υπογράφηκε μεταξύ της ενάγουσας και του ως άνω πιστούχου ... ... το από 17-12-2009 τροποποιητικό ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο προσυπέγραψε ως εγγυήτρια και η σύζυγος του πιστούχου, ... ... συζ. ..., με το οποίο ρυθμίστηκαν οι οφειλές του τελευταίου, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ως άνω αναφερόμενης υπ’ αριθμ. .... υπουργικής απόφασης και συγκεκριμένα συνομολογήθηκε να αποπληρωθεί η οφειλή εκ της ως άνω δανειακής συμβάσεως, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, με ισόποσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, της πρώτης καταβληθείσας την 01-01- 2011 και της τελευταίας την 01-01-2019, κατά τις οποίες θα καταβάλλονταν και οι εκάστοτε οφειλόμενοι τόκοι του διαδραμόντος χρόνου. Ότι ο πιστούχος δεν ήταν συνεπής στις ως άνω υποχρεώσεις του και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε την πρώτη δόση της 01-01-2011, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να προβεί στην καταγγελία της ως άνω σύμβασης πιστώσεως την 30-03-2011 και ακολούθως στο οριστικό κλείσιμο του δανειακού λογαριασμού, το οποίο γνωστοποίησε αφενός στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν και αφετέρου στους πιστούχο και εγγυήτρια, με την από 14-09-2011 εξώδικη καταγγελία της, η οποία κοινοποιήθηκε στο μεν εναγόμενο την 21-02-2012, στους δε πιστούχο και εγγυήτρια στις 06-10-2012. Ότι, εν συνεχεία η ενάγουσα προέβη στην έκδοση της με αριθμό .../2011 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., με την οποία οι ως άνω πιστούχος και εγγυήτρια επιτάχθηκαν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 96.526,84 ευρώ, πλέον τόκων συμβατικών από 30-03-2011 και μέχρι την 14-09-2011, πλέον τόκων συμβατικών από 30-03-2011 και μέχρι την 14-09-2011, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό αυτών από 14-09-2011 και μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και το ποσό των 9.132,67 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό αυτών από 14-09- 2011 και μέχρι εξοφλήσεως. Ότι μετά ταύτα, η ενάγουσα, την 16-12-2016 προσκομίζοντας, τα κατά νόμο, απαιτούμενα δικαιολογητικά, γνωστοποίησε στην 25η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, αναλυτική κατάσταση της απαίτησής της, που απέρρεε από την ανωτέρω σύμβαση και αξίωσε την κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου και την καταβολή του ποσού των 69.924,73 ευρώ, που συνιστά το 80% της συνολικής απαίτησης της ενάγουσας και συγκεκριμένα α) του ανεξόφλητου εγγυημένου ποσού κεφαλαίου, β) των ανεξόφλητων τόκων, συμβατικών και υπερημερίας μέχρι ενός τριμήνου και τέλος, γ) των εξόδων επίδοσης της αναγγελίας κλεισίματος του λογαριασμού (τα οποία, ωστόσο, καλύπτονται στο 100%), κατά τα ειδικώς οριζόμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενη η ενάγουσα ότι το εναγόμενο, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του, δεν έχει εισέτι συμμορφωθεί με τις απορρέουσες, από την εγγυοδοτική του ευθύνη, υποχρεώσεις του, ζήτησε να υποχρεωθεί αυτό (εναγόμενο) να της καταβάλει, συνολικά, το ως άνω αναφερόμενο χρηματικό ποσό των εξήντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (69.924,73 €), με το νόμιμο τόκο από την 01-01-2011, οπότε ήταν καταβλητέα η πρώτη τοκοχρεολυτική δόση από τον πιστούχο, άλλως από την 17-12-2016, ήτοι από την επομένη της υποβολής του αιτήματος κατάπτωσης της εγγύησης του εναγόμενου, άλλως και όλως επικουρικώς από την επομένη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής, όπως προαναφέρθηκε, εξεδόθη η με αριθμό 11525/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απερρίφθη η αγωγή. Κατά της οριστικής αυτής απόφασης, παραπονείται ήδη η πρωτοδίκως ηττηθείσα εν όλω ως άνω τραπεζική εταιρεία με την κρινόμενη έφεσή της και με τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της.

I. Στο ν.2322/1995 «Παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων ...» (Α' 143), όπως ίσχυε ως εκ του χρόνου υποβολής από τη δανείστρια στις 6-12-2016 στο Γ.Λ.Κ. των απαιτούμενων για την καταβολή της εγγύησης δικαιολογητικών και στοιχείων, και πριν από την κατάργηση μεταξύ άλλων των παραγράφων του 1 έως και 12 αυτού με την περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 106 του ν. 4549/2018 (Α' 105/14.6.2018), ορίζονται τα εξής Άρθρο 1: «1. Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να παρέχει με απόφασή του ... την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου σε ημεδαπές ή αλλοδαπές τράπεζες ... : α. Για την κάλυψη δανείων, εγγυητικών επιστολών και πιστώσεων που χορηγούν προς: αα. Ημεδαπά πιστωτικά ιδρύματα, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, Ν.Π.Δ.Δ., Κρατικά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, Δημόσιες Επιχειρήσεις γενικά, Ασφαλιστικούς Οργανισμούς και Ταμεία, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Ανώνυμες Εταιρίες, ββ. Ομάδες φυσικών προσώπων ή βιώσιμων ιδιωτικών επιχειρήσεων και επαγγελματιών, για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, καθώς και για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων κλάδων και δραστηριοτήτων, γγ. Ιδιώτες, επαγγελματίες, επιχειρήσεις και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου που έχουν πληγεί από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα ή σοβαρές οικονομικές διαταραχές προς αποκατάσταση των ζημιών τους και τη συνέχιση της δραστηριότητάς τους. β. Για την κάλυψη υποχρεώσεων είτε Ανωνύμων Εταιρειών, των οποίων οι μετοχές ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο ... είτε άλλων επιχειρήσεων και οργανισμών που ανήκουν στον δημόσιο τομέα, γ. [όπως προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 2733/1999 (Α' 155)]. Για την κάλυψη πιθανών ζημιών τραπεζών, των οποίων οι μετοχές ανήκουν κατά 100% στο Ελληνικό Δημόσιο, από επισφάλειες κάθε φύσεως δανείων που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις ορισμένων κλάδων και δραστηριοτήτων ... 2. ... 4. [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 10 περ. α' του ν. 2469/1997 (Α' 38)]. Για την παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου προς τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα για τη δανειοδότηση των φορέων που αναφέρονται στις παρ. 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου δύναται να ζητηθούν κατά την κρίση του εγγυητή επαρκείς ασφάλειες, όπως εγγραφή υποθήκης υπέρ του Δημοσίου επί ακινήτων τους, εκχώρηση πόρων και δικαιωμάτων. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας παραγράφου καθορίζονται κάθε φορά στην απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με την οποία παρέχεται η εγγύηση. 5. ... 6. [όπως προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 10 περ. β' του ν. 2469/1997 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 1 περ. α' του ν. 2628/1998 (Α’ 151)]. Τα δάνεια χορηγούνται στους φορείς των παραγράφων 1, 2 και 3 του παρόντος άρθρου από τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα και κοινοπραξία τραπεζών. Η διαδικασία επιλογής δανείστριας τράπεζας ή πιστωτικού ιδρύματος, ο ελάχιστος αριθμός τραπεζών που είναι απαραίτητος για την υποβολή προσφορών ... καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.». Άρθρο 3 [όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο έβδομο του ν. 3550/2007 (Α' 72)]: «Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται μετά από την ψήφιση του Προϋπολογισμού κάθε έτους, καθορίζεται το ανώτατο συνολικό ποσό των νέων εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου που είναι δυνατόν να παρασχεθούν μέσα στο έτος αυτό με βάση τις διατάξεις του παρόντος νόμου, πλην αυτών που αφορούν έκτακτα γεγονότα. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει το τρία τοις εκατό (3%) των δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού. 2. Τα σχέδια περί χρηματοδότησης επιχειρήσεων ή κλάδων παραγωγής με την εγγύηση του Δημοσίου που δεν συμβιβάζονται με την Κοινή Αγορά ... τίθενται υπόψη της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ... έλεγχο και έγκριση. ...». Άρθρο 5. «1. Συνιστάται Τριμελής Διυπουργική Επιτροπή από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και τον Υπουργό που εποπτεύει τον υπό δανειοδότηση ή πιστοδότηση φορέα. 2. Η Επιτροπή: α. Εξετάζει τα θέματα χορήγησης δανείων, εγγυητικών επιστολών και πιστώσεων με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, αξιολογεί τη σκοπιμότητα παροχής της από οικονομικής και κοινωνικής πλευράς στα πλαίσια των αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, της Κυβερνητικής Επιτροπής και γενικά στα πλαίσια της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και αποφασίζει ομόφωνα για την παροχή της σύμφωνης γνώμης στον Υπουργό Οικονομικών, β. ... 8. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις για τα συλλογικά κυβερνητικά όργανα.». Άρθρο 6. «1. Συνιστάται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους Υποεπιτροπή ... 4. Η Υποεπιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) Εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αίτησης παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για να διαπιστώσει αν πληρούνται από τους ενδιαφερομένους φορείς οι προϋποθέσεις που ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 1 του παρόντος νόμου, β) Μελετά και επεξεργάζεται τα οικονομικά στοιχεία των φορέων αυτών με σκοπό να διαπιστώσει την προοπτική αυτών και κυρίως τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των προς εγγύηση υποχρεώσεων από ίδια τους έσοδα με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Σε αντίθετη περίπτωση σταθμίζει το μέγεθος του αναλαμβανόμενου κινδύνου από το Ελληνικό Δημόσιο και την επίδραση που έχει ο κίνδυνος αυτός στη διαμόρφωση του Δημοσίου Χρέους, γ) ... δ) Υποβάλλει τα πορίσματά της στη Διυπουργική Επιτροπή του άρθρου 5 και εισηγείται εγγράφως για την παροχή ή όχι της σχετικής σύμφωνης γνώμης της, προτείνοντας προϋποθέσεις και όρους παροχής της εγγύησης, καθώς και ασφάλειες που πρέπει να παραχωρηθούν από τους ενδιαφερομένους ... 5. Τα αιτήματα υποβάλλονται στην Υποεπιτροπή μέσω της Δ/νσης Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών του ΓΛΚ.». Άρθρο 7 του άνω ν. 2322/1995 [όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 15 παρ. 10 περ. β' του ν. 2469/1997]. «Σε περίπτωση κατάπτωσης των εγγυήσεων εξετάζονται από το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Οικονομικών), που ως εγγυητής εξυπηρετεί πλέον το δάνειο, οι λόγοι και οι ενδεχόμενες παραλείψεις που συνετέλεσαν στην αδυναμία κανονικής εξόφλησης του δανείου από τους υπόχρεους φορείς. Το Υπουργείο Οικονομικών δύναται να θέσει σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης τα πάσης φύσεως έσοδα και τις δαπάνες των φορέων και να επιβάλλει περιορισμούς στη διαχείριση της περιουσίας των φορέων αυτών, προς τον σκοπό συνέχισης αποπληρωμής των δανείων από τους ίδιους και εξόφλησης των όσων έχει καταβάλει το Ελληνικό Δημόσιο.». Άρθρο 8. [όπως προστέθηκε με το άρθρο 37 του ν. 3458/2006 (Α' 94)] «α. Συνιστάται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους Συμβούλιο Διαχείρισης και Αξιολόγησης της εγγυητικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες: αα) Εξέταση ανά φορέα των υποπεριπτώσεων ββ' και γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος υπέρ του οποίου παρέχεται η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται στην Ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων ... ββ) Αξιολόγηση της βιωσιμότητας των φορέων των υποπεριπτώσεων ββ' και γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος και να εγκρίνει συγκεκριμένα οικονομικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν ανά φορέα, προκειμένου να παρασχεθεί και να ισχύσει η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου με γνώμονα πάντα τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του φορέα, γγ) Εισήγηση προς τον Υφυπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέτρων για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου που προκύπτουν από την εγγυητική του ευθύνη ... δδ) Εξέταση αιτημάτων των φορέων ή και των πιστωτικών ιδρυμάτων, σχετικά με τις προαναφερόμενες αρμοδιότητές του. εε) ... β. Το Συμβούλιο είναι ενδεκαμελές ... δ. Οι φορείς που αναφέρονται στις υποπεριπτώσεις ββ' και γγ’ της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του παρόντος άρθρου, των οποίων οι εγγυημένες από το Ελληνικό Δημόσιο οφειλές ανέρχονται σε ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο του 20% των συνολικών υποχρεώσεών τους, είναι δυνατόν να υπαχθούν στις διατάξεις των άρθρων 44, 45, 46 ή 46α του ν. 1892/1990.». Άρθρο 9. «Η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεούται να ενημερώνει την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών ... για τις εκάστοτε διαπιστούμενες παραβάσεις των δανειστριών τραπεζών και των δανειοληπτών που αφορούν δάνεια του ιδιωτικού τομέα που χορηγήθηκαν με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου να κρίνεται από την Υπηρεσία αυτή αν και σε ποια έκταση ισχύει η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Στο δε άρθρο 11 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι: «1. Το Ελληνικό Δημόσιο, ως εγγυητής, προβαίνει σε εξόφληση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από την κατάπτωση των εγγυήσεων που έχει παράσχει μετά από προηγούμενη βεβαίωση, ως εσόδων του, των σχετικών ποσών στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και με βάση τα δικαιολογητικά που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάστασή του στα δικαιώματα του πιστωτικού ιδρύματος ή άλλου φορέα που χορήγησε το δάνειο, την εγγυητική επιστολή ή την πίστωση γενικά, τόσο κατά των πρωτοφειλετών όσο και κατά των εγγυητών και λοιπών συνυπόχρεων. 2. Οι ασφάλειες που χορηγούνται από τους πρωτοφειλέτες, τους εγγυητές και άλλους συνυπόχρεους στο όνομα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών φορέων για την εξασφάλιση των δανείων, εγγυητικών επιστολών ή πιστώσεων, λειτουργούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από τη βεβαίωση και εγγυημένων ανεξόφλητων οφειλών. 3. Οι ασφάλειες αυτές, σε περιπτώσεις βεβαίωσης στις Δ.Ο.Υ. τμήματος των ανεξόφλητων απαιτήσεων των τραπεζών, λειτουργούν υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου αναλογικά κατά τη σχέση του ποσού των βεβαιωμένων οφειλών χωρίς προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, προς το συνολικό ποσό ανεξόφλητων οφειλών (βεβαιωμένων και μη). 4. Αν από υπαιτιότητα του δανειστή ή πιστωτή δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων εξέλειπαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της εγγύησης, το Δημόσιο ελευθερώνεται και τυχόν εντολές πληρωμής λόγω κατάπτωσης της εγγύησης, ανακαλούνται και εκπίπτονται από τις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες όπου έχουν βεβαιωθεί τα αντίστοιχα ποσά με μέριμνα της Δ/νσης Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών (Γ.Λ.Κ.-Δ25). 5. Τα αναγκαία δικαιολογητικά, που καθιστούν δυνατή τη βεβαίωση και την πλήρη υποκατάσταση του Δημοσίου στα δικαιώματα των τραπεζών, ο χρόνος και ο τρόπος βεβαίωσης, οι περιπτώσεις έκπτωσης από την αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Λ.Κ. - Δ25), βεβαιωμένων ήδη οφειλών και κάθε άλλο σχετικό θέμα, καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ...». Άρθρο 12. «Οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών περί παροχής της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατ' εξουσιοδότηση της αμέσως ανωτέρω παρ. 5 του άρθρου 11 του Ν. 2322/1995 εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ΥΑ 2/478/0025/4-1-2006 (ΦΕΚ Β' 16/2006) υπό τον τίτλο «Διαδικασία βεβαίωσης και διαγραφής οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο» σύμφωνα με την οποία ... 6. Στις περιπτώσεις που έστω και εκ των υστέρων κριθεί, ότι, συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4, του άρθρου 11, του ν. 2322/1995, δηλαδή διαπιστωθεί, ότι από υπαιτιότητα του δανειστή ή του πιστωτή δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων εξέλιπαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της εγγύησης, το Δημόσιο ελευθερώνεται και η 25η Διεύθυνση, ανακαλεί την εγγύηση του Ελληνικού δημοσίου, προβαίνει στη σύνταξη ΑΦΕΚ για την διαγραφή της βεβαιωμένης απαίτησης και τυχόν εντολές πληρωμής, λόγω κατάπτωσης της εγγύησης, ανακαλούνται. Η πράξη της ανάκλησης κοινοποιείται και στον πρωτοφειλέτη.».

II. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 2 και 3 και 95 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α’ 84), συνάγεται ότι διοικητική διαφορά, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδια είναι είτε το Συμβούλιο της Επικράτειας είτε τα διοικητικά δικαστήρια, δεν προκαλεί κάθε πράξη που φέρει τα γνωρίσματα μονομερούς διοικητικής πράξεως και παράγει έννομα αποτελέσματα, αλλά μόνον εκείνη η οποία, στο πλαίσιο των διατάξεων που διέπουν τη δημόσια διοικητική δράση, εκδίδεται κατ' ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και επιδιώκει δημόσιο σκοπό. Οι λοιπές μονομερείς πράξεις της Διοικήσεως, όσες, δηλαδή, στερούνται του λειτουργικού αυτού στοιχείου και κινούνται σε κύκλο σχέσεων του ιδιωτικού δικαίου, δημιουργούν διαφορές που ανήκουν στη γενική, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων επί προσβολής ιδιωτικών δικαιωμάτων, εκτός εάν ανήκουν σε ειδική κατηγορία ιδιωτικών διαφορών, η εκδίκαση των οποίων έχει ανατεθεί με νόμο στα διοικητικά δικαστήρια, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 94 του Συντάγματος (βλ. ΣΕ 2694/2016, 1237/2016, 3032/2008 Ολομ). Στην προκειμένη περίπτωση υπό τα άνω εκτιθέμενα, η επίδικη σύμβαση για δάνεια που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα με παροχή της εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου προς ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων κατ' εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2322/1995, όπως η ως άνω ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «......» ως «πρωτοφειλέτρια», γεννάται παρεπόμενη ενοχή, η φύση της οποίας καθορίζεται βάσει της κύριας έννομης σχέσεως, της σχέσεως, δηλαδή, στο πλαίσιο της οποίας γεννήθηκε η κύρια οφειλή, προς εξασφάλιση της οποίας χορηγείται η εγγύηση. Εφόσον, συνεπώς, η κύρια έννομη σχέση του δανείου, για το οποίο ζητήθηκε εν προκειμένω από την δανειοδοτηθείσα επιχείρηση η παροχή της εγγυήσεως του Δημοσίου, διέπεται καθ' ολοκληρίαν από το ιδιωτικό δίκαιο, η υπό κρίση διαφορά που γεννήθηκε με κατάπτωση της εγγυήσεως του Δημοσίου συνιστά, ενόψει του παρεπομένου χαρακτήρα της συμβάσεως εγγυήσεως, ιδιωτική διαφορά, η επίλυση της οποίας ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια κατ' άρθρο 94 παρ. 2 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1877/2018, ΤΝΙΙ ΔΣΑ, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΣτΕ 1237/2016, πρβλ. ΣτΕ 1479/2015, 2016/2013, 3493/2005, 3851/2002 Ολομ., 1370/2000, 322/1995, 2212/1969, ΑΕΔ 14/2003, 5/2003, 5/1989). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δίκασε επί της κρινόμενης αγωγής που άσκησε η ως άνω δανείστρια τραπεζική εταιρεία, ήδη εκκαλούσα στρεφόμενη κατά του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου λόγω κατάπτωσης της εγγύησης χορήγησης δανείου που έλαβε η άνω ατομική επιχείρηση με την επωνυμία «....», ως πρωτοφειλέτρια, και δέχθηκε ότι αυτό είχε δικαιοδοσία κατ' άρθρο 3 ΚΠολΔ (δεδομένου ότι η ύπαρξη δικαιοδοσίας του δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης σύμφωνα με το άρθρο 4 α' εδ. ΚΠολΔ), προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς (η οποία κατά τα αναλυθέντα στην παραπάνω νομική σκέψη δημιουργήθηκε από ιδιωτικής φύσεως ενοχή), ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε τις παραπάνω νομικές διατάξεις.

Στην προκειμένη περίπτωση από την δέουσα επανεκτίμηση της .../11-4-2017 ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος της ενάγουσας-εκκαλούσας, ...., στην Ειρηνοδίκη Αθηνών που επαναπροσκομίζεται μετ'επικλήσεως, η οποία δόθηκε κατόπιν νομίμου κλήτευσης του εναγόμενου - εφεσίβλητου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της, γεγονός που αποδεικνύεται από την υπ’ αριθμ. .... έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή περιφέρειας Εφετείου Αθηνών .... (άρθρο 422 ΚΠολΔ), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα (ρητώς μνημονευόμενα κατωτέρω ή μη) που οι διάδικοι επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά παραστατικά: Στο πλαίσιο της υπ’ αριθμ. .../28-06-2006 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, το Συμβούλιο Διαχείρισης και Αξιολόγησης της εγγυητικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου κατά την 18η Συνεδρίασή του στις 20-12-2006 ενέκρινε την παροχή εγγύησης αυτού για το ποσό των 68.553,71 ευρώ, που αντιστοιχούσε στο ποσοστό του 80% των υφιστάμενων μέχρι την 31-12-2005 οφειλών της ατομικής επιχείρησης με την επωνυμία «...ς ... του ....» προς την εκκαλούσα, με τον όρο διατήρησης των υφιστάμενων εξασφαλίσεων, οι οποίες (οφειλές) προέρχονταν από την με αριθμό .../12-01-2004 σύμβαση πίστωσης που συνήφθη στην ... μεταξύ αυτής (εκκαλούσας) και του ως άνω πιστούχου, δυνάμει της οποίας αυτή (εκκαλούσα) του χορήγησε πίστωση για κεφάλαιο κίνησης ύψους 70.000 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο, που ανερχόταν κατά το χρόνο υπογραφής της ως άνω δανειακής σύμβασης συνολικά σε 7,60%, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που περιέχονται σε αυτήν. Την απαίτηση της εκκαλούσας από την ανωτέρω σύμβαση εγγυήθηκε, προσυπογράφοντας σε αυτήν, και η σύζυγος του πιστούχου, ... ..., ενεχόμενη εις ολόκληρον με αυτόν, ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενη από την ένσταση διζήσεως. Επιπλέον, προς εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησης εγγράφηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 15/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...ς, προσημείωση υποθήκης ποσού 91.000 ευρώ επί του υπό στοιχεία EH διαμερίσματος ημιώροφου οικοδομής εμβαδού 117,37 τ.μ., που βρίσκεται στην συνοικία «....» στην ..., συνιδιοκτησίας των πιστούχου και εγγυήτριας. Εν συνεχεία, επειδή τροποποιήθηκε η ως άνω υπουργική απόφαση με τις υπ’ αριθμ. .... αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η 25η Δ/νση Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. .... έγγραφό της, παρέσχε την έγκρισή της για την εκ νέου ρύθμιση, σε ποσοστό 80%, των μέχρι την 30-06-2009 εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο ληξιπρόθεσμων και μη οφειλών της ανωτέρω ατομικής επιχείρησης του πιστούχου προς την εκκαλούσα, που είχαν εν τω μεταξύ ανέλθει στο ποσό των 88.269,70 ευρώ, υπό τον όρο α) να παραμείνουν ισχυρές οι ήδη ληφθείσες εξασφαλίσεις (α' προσημείωση υποθήκης ποσού 91.000 ευρώ, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα) και β) να καταβληθεί με την υπογραφή της δανειακής σύμβασης το 20% των τόκων, που αντιστοιχούσαν στο χρονικό διάστημα από 01-01-2008 έως 30-06-2009, καθώς και η προμήθεια ασφαλείας σε ποσοστό 0,4% επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου την 30-06- 2009, όπως απαιτούνταν από την ως άνω υπουργική απόφαση. Πράγματι, σε εφαρμογή των ανωτέρω, υπογράφηκε μεταξύ της εκκαλούσας και του ως άνω πιστούχου ... ... το από 17-12-2009 τροποποιητικό του προηγηθέντος από 24-04-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο προσυπέγραψε με την ιδιότητα της εγγυήτριας και η σύζυγος του πιστούχου, ... ... συζ. ..., με το οποίο ρυθμίστηκαν οι οφειλές του τελευταίου, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ως άνω απόφασης. Συγκεκριμένα εκεί συνομολογήθηκε να αποπληρωθεί η οφειλή εκ της ως άνω δανειακής συμβάσεως, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί, με ισόποσες εξαμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, της πρώτης καταβληθείσας την 01-01-2011 και της τελευταίας την 01- 01-2019, κατά τις οποίες θα καταβάλλονταν και οι εκάστοτε οφειλόμενοι τόκοι του διαδραμόντος χρόνου (βλ. τα ως άνω αναφερόμενα συμφωνητικά). Ωστόσο, επειδή ο πιστούχος δεν ήταν συνεπής στις ως άνω υποχρεώσεις του και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε την πρώτη δόση της 01-01-2011, η εκκαλούσα προέβη στην καταγγελία της ως άνω σύμβασης πιστώσεως την 30-03-2011, οπότε, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ως άνω υπουργική απόφαση, το σύνολο του οφειλώμενου ποσού κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και ακολούθως προέβη στο οριστικό κλείσιμο του δανειακού λογαριασμού, το οποίο γνωστοποίησε στο εφεσίβλητο στους πιστούχο και εγγυήτρια, με την από 14-09-2011 εξώδικη καταγγελία της, η οποία κοινοποιήθηκε στο μεν .... την 21-02-2012, στους δε πιστούχο και εγγυήτρια στις 26-10-2011 βλ. τις υπ’ αριθμ. .../21-02-2012, ..../26-10-2011 και ..../26-10-2011 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Πειραιά και ...., αντίστοιχα), καλώντας τους να της καταβάλουν το χρεωστικό - κατά το οριστικό κλείσιμο - σε βάρος τους κατάλοιπο ύψους 96.526,84 ευρώ, Εν συνεχεία, προέβη στην έκδοση της με αριθμό .../2011 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., με την οποία οι ως άνω πιστούχος και εγγυήτρια επιτάχθηκαν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ως άνω αναφερόμενο ποσό των 96.526,84 ευρώ, πλέον τόκων συμβατικών από 30-03- 2011 και μέχρι την 14-09-2011 και πλέον τόκων υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό αυτών από 14-09-2011 και μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και το ποσό των 9.132,67 ευρώ πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό αυτών από 14-09-2011 και μέχρι εξοφλήσεως. Μετά ταύτα, η εκκαλούσα απέστειλε προς την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, την από 06-12-2016 επιστολή της, με συνημμένα τα προβλεπόμενα στην με αριθμό .... απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, απαιτούμενα δικαιολογητικά, αξιώνοντας την καταβολή, συνεπεία της κατάπτωσης, της παρασχεθείσας από το εφεσίβλητο εγγύησης, ποσού 69.924,73 ευρώ. Η 25η Διεύθυνση του ΓΛΚ δεν έχει ολοκληρώσει την εξέταση του υποβληθέντος κατά τα ανωτέρω από την εκκαλούσα αιτήματος κατάπτωσης του εγγυηθέντος από το εφεσίβλητο ποσού.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 855 ΑΚ, ο εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση της δίζησης), κατά την διάταξη δε του άρθρου 856 ΑΚ, σε περίπτωση εγγύησης που δόθηκε για χρηματική οφειλή, η αναγκαστική εκτέλεση που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο πρέπει να επιχειρηθεί στα κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη που βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής του, αν δε ο δανειστής έχει δικαίωμα ενεχύρου ή επίσχεσης σε κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη, πρέπει να επιχειρήσει εκτέλεση και σε αυτά. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση διζήσεως, εάν ο δανειστής, προκειμένου περί εγγυήσεως που δόθηκε για χρηματική οφειλή, επεχείρησε άκαρπη αναγκαστική εκτέλεση σε κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη που βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής του ή σε άλλα κινητά πράγματα στα οποία έχει δικαίωμα ενεχύρου ή επίσχεσης. Ο δανειστής, προκειμένου περί εγγυήσεως για χρηματική οφειλή, δεν έχει υποχρέωση να αναζητήσει άλλα περιουσιακά στοιχεία του πρωτοφειλέτη και να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση σε αυτά. Ο νόμος απαιτεί την επιχείρηση αναγκαστικής εκτελέσεως ατελέσφορη. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι ο δανειστής πρέπει οπωσδήποτε να επιχειρήσει ατελέσφορη αναγκαστική εκτέλεση, διότι το άρθρο 857 αριθ. 4 ΑΚ ρητώς ορίζει ότι αποκλείεται η προβολή της ενστάσεως διζήσεως εάν είναι προφανές ότι θα απέβαινε άκαρπη η αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη. Ειδικότερα, αν η εγγύηση δόθηκε για χρηματική οφειλή, εξετάζεται το άκαρπο εκείνης μόνο της αναγκαστικής εκτελέσεως που επιχειρείται στα κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη που βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής του ή σε άλλα κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη στα οποία ο δανειστής έχει δικαίωμα ενεχύρου ή επισχέσεως (ΑΠ 463/1994, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Το ενδεχόμενο η εκτέλεση να αποβεί άκαρπη εκτιμάται από το Δικαστήριο με βάση τις εκάστοτε περιστάσεις, από τις οποίες πρέπει, όμως, το ενδεχόμενο αυτό να συνάγεται κατά τρόπο προφανή. Τυχόν αμφιβολίες ως προς το άκαρπο της εκτέλεσης δεν αποκλείουν την ένσταση διζήσεως (Καραγκουνίδης, ό.π., άρθρο 858, αρ. 11). Περιπτώσεις εφαρμογής της ρύθμισης του άρθρου 857 αρ. 4 ΑΚ συνιστούν η πλήρης έλλειψη περιουσίας από τον πρωτοφειλέτη, η πραγματική ή νομική αδυναμία να επιχειρηθεί αναγκαστική εκτέλεση, η επιχείρηση άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του πρωτοφειλέτη από άλλους δανειστές του ή από τον ίδιο δανειστή για άλλη απαίτησή του (Καραγκουνίδης, ό.π., άρθρο 858, αρ. 12). Άκαρπη θεωρείται η εκτέλεση και στην περίπτωση που ασήμαντο μόνο μέρος της απαίτησης θα μπορούσε να ικανοποιηθεί με αυτή (Βρέλλης σε: Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Αστικός Κώδικας, IV, άρθρα 741-946, υπό άρθρο 858 II, αρ. 12). Ουδεμία επιρροή ασκεί η ύπαρξη άλλης κινητής ή ακίνητης περιουσίας σε άλλους τόπους (Βρέλλης, ό.π. , υπό άρθρο 857, IL, αρ. 13). Εν προκειμένω υπέρ του εγγυητή παράγεται γνήσια αναβλητική ένσταση, η οποία έχει ως συνέπεια την προσωρινή απόρριψη της αγωγής, εφόσον ο δανειστής είναι υποχρεωμένος να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη, μετά το ατελέσφορο της οποίας δύναται να ασκήσει νέα αγωγή με βάση τις διατάξεις του άρθρου 855 ΑΚ και των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324, 328, 330 και 331 ΚΠολΔ κατά του εγγυητή (και όχι να επαναφέρει προς συζήτηση την πρώτη που έχει απορριφθεί προσωρινά). Η καταδίωξη του πρωτοφειλέτη και το ατελέσφορο αυτής δεν αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής του δανειστή και δεν χρειάζεται να περιέχονται σ' αυτή. Όταν όμως ο εγγυητής προβάλει την ένσταση διζήσεως ο δανειστής φέρει το δικονομικό βάρος να επικαλεσθεί και να αποδείξει με αντέσταση την καταδίωξη του πρωτοφειλέτη και το ατελέσφορο αυτής (ΕφΠατρ 1009/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Η απόδειξη μάλιστα θα γίνει είτε με έκθεση του δικαστικού επιμελητή, στην οποία θα βεβαιώνεται ότι δεν βρέθηκε για κατάσχεση ούτε κινητή ούτε ακίνητη περιουσία είτε με τον πίνακα κατάταξης από τον οποίο θα προκύπτει ότι το πλειστηρίασμα δεν είναι αρκετό για να ικανοποιηθεί ο δανειστής (που όμως τουλάχιστον αναγγέλθηκε) (βλ. Βρέλλη, ό.π., υπό άρθρο 856 IV, αρ. 6).

Στην προκειμένη περίπτωση το εφεσίβλητο αρνείται να καταβάλει στην εκκαλούσα το ανωτέρω εγγυημένο ποσό και περαιτέρω, επικαλούμενο ότι δεν έχει παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως, ισχυρίζεται ότι η εκκαλούσα, δανείστρια τραπεζική εταιρεία, δεν είχε επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας του πρωτοφειλέτη κατ'άρθρο 856 παρ. 1 ΑΚ. Ο ισχυρισμός αυτός που προέβαλε πρωτοδίκως παραδεκτά το Ελληνικό Δημόσιο συνιστά, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, ένταση του άρθρου 855 ΑΚ (ένσταση διζήσεως). Ωστόσο η εκκαλούσα, δεν επικαλέστηκε πρωτοδίκως με τις έγγραφες προτάσεις - προσθήκη αυτών ότι έχει επιχειρήσει προηγουμένως άκαρπη εκτέλεση στα κινητά πράγματα που ανήκουν στον πρωτοφειλέτη και βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας ή διαμονής του. Ωστόσο, η εκκαλούσα πρωτοδίκως ισχυρίστηκε ότι σε βάρος του πρωτοφειλέτη και της εγγυήτριας ως άνω συζύγου του πέτυχε την έκδοση της ..../2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ενώ επέδωσε σε αυτούς επιταγή προς εκτέλεση που έχει συνταχθεί κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής επιτάσσοντάς τους να της καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, για κεφάλαιο 96.526,84 ευρώ, πλέον τόκων συμβατικών από 30-03-2011 και μέχρι την 14-09-2011 και πλέον τόκων υπερημερίας και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό αυτών από 14-09-2011 και μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και το ποσό των 9132,67 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας και με εξαμινιαίο ανατοκισμό αυτών από 14-09-2011 και μέχρι εξοφλήσεως. Με τα δεδομένα αυτά ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα προέβη σε οποιαδήποτε πράξη εκτελέσεως σε βάρος της κινητής περιουσίας του ως άνω πρωτοφειλέτη. Τουναντίον, με το να ισχυριστεί πρωτοδίκως η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ότι α) σε βάρος των ανωτέρω οφειλετών (πρωτοφειλέτη και εγγυήτριας) πέτυχε την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής και επέδωσε σε αυτούς επιταγή προς εκτέλεση που έχει συνταχθεί κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής και β) ότι ανεγγέλθη για μέρος των επίδικων απαιτήσεών της ύψους 7252,82 ευρώ κατά τον πλειστηριασμό που διενεργήθη στις 18-01- 2012 ακινήτου, ιδιοκτησίας του πιστούχου τη επισπεύσει τρίτου δανειστή, ποσό το οποίο εισέπραξε στις 30-05-2012, δεν ανταποκρίθηκε, προκειμένου να αποκρούσει την ένσταση διζήσεως, στο βάρος επίκλησης και απόδειξης του ισχυρισμού ότι έχει επιχειρήσει προηγουμένως άκαρπη εκτέλεση στα κινητά πράγματα που ανήκουν στον πρωτοφειλέτη και βρίσκονται στον τόπο της κατοικίας ή διαμονής του τελευταίου. Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής με επιταγή προς εκτέλεση που έχει συνταχθεί κάτω από το αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής δεν συνιστά από μόνη της πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης εν τη έννοια του άρθρου 856 παρ. 1 ΑΚ, αφού, όπως ισχυρίστηκε η εκκαλούσα, πλην της επίδοσης της ως άνω επιταγής στον πρωτοφειλέτη δεν προέβη σε άλλη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα ανεγγέλθη κατά τα ανωτέρω σε πλειστηριασμό που επίσπευσε τρίτος δανειστής του πρωτοφειλέτη σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του, και ότι μετά από την κατάταξή της στον πίνακα δανειστών εισέπραξε το ποσόν των 7.252,82 ευρώ. Επομένως, αφού γίνει δεκτή η υποβληθείσα πρωτοδίκως από το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο ένσταση διζήσεως κατ'άρθρο 855 ΑΚ - από την άσκηση της οποίας, σημειωτέον, το εναγόμενο δεν είχε παραιτηθεί - πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του σε όμοιο δικανικό πόρισμα ήχθη και απέρριψε την αγωγή, δεχθέν ως κατ'ουσίαν βάσιμη την προβληθείσα πρωτοδίκως από το εναγόμενο ένσταση διζήσεως κατ' άρθρο 855 ΑΚ, ορθώς εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εκκαλούσας στο εφετήριο ελέγχονται αβάσιμοι και κρίνονται απορριπτέοι. Μετά από όλα τα ανωτέρω πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Προσέτι, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που κατέβαλε η εκκαλούσα λόγω της ήττας της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε' ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά παραδοχή του νομίμως υποβληθέντος σχετικού αιτήματος του, μειωμένα σύμφωνα με την αμφιμερούς εφαρμογής διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 ν. 3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ'αντιμωλίαν των διαδίκων την από 27-5-2020 έφεση.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ'ουσίαν την ως άνω έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παράβολου στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας , τα οποία ορίζει στα τριακόσια (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 19/2/2021 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΕΦΕΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ