ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΒΕΡΟΙΑΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 97/2024

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Ειρηνοδίκη Δημήτριο Καζαντζή που όρισε η Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Βέροιας Πρόεδρος Πρωτοδικών χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 29η Ιουλίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Α. του …., κατοίκου .... Π.Ε. Θεσσαλονίκης, οδός ... αρ. ..., με Α.Φ.Μ. ...., ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων του δικηγόρων Γεωργίου Κόκκα (Α.Μ.Δ.Σ. ...) και Βασιλείου Τζώρτζη (Α.Μ.Δ.Σ. ...), οι οποίοι κατέθεσαν έγγραφο σημείωμα προτάσεων και προσθήκη- αντίκρουση εντός της ταχθείσας προθεσμίας και προσκόμισαν το με αριθμό ..../29-07-2024 Γραμμάτιο Προκαταβολής Εισφορών και Ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας και το με αριθμό ..../29-07-2024 Γραμμάτιο Προκαταβολής Εισφορών και Ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας αντίστοιχα.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Β. του …. και της …., κατοίκου .... Π.Ε. ...., οδός ....., με ΑΔΤ .... και Α.Φ.Μ. .... και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» με έδρα το Δήμο ..... (.....) και Α.Φ.Μ. ....., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, οι οποίες παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Βασιλείου Δημητριάδη (Α.Μ.Δ.Σ.Βέροιας ...), ο οποίος κατέθεσε έγγραφο σημείωμα προτάσεων εντός της ταχθείσας προθεσμίας και προσκόμισε το με αριθμό ..../28-07-2024 Γραμμάτιο Προκαταβολής Εισφορών και Ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 09-07-2024 και με αριθμό κατάθεσης .../ΑΣΦ/10-07-2024 αίτησή του, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οπότε η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νομίμως με τη σειρά του σχετικού εκθέματος και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, το Δικαστήριο, που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, ως την πρώτη συζήτηση της αγωγής, που αφορά στην κύρια υπόθεση, έχει δικαίωμα, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του, εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων, που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της. Η παραπάνω διάταξη επιτρέπει την αίτηση ανάκλησης ασφαλιστικού μέτρου, αν έχει επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση αυτή, δηλαδή αν έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα, το δικαίωμα δηλαδή ή η ιστορική ή η νομική αιτία στα οποία στηρίχθηκε η απόφαση [βλ. ΕφΑΘ 1173/99 ΕλλΔνη 42(2001) 764, ΕφΑΘ 4862/85 ΕλλΔνη 26 (1987). 1181, Κονδύλη, Το Δεδικασμένο, σελ. 393]· Κατά την έννοια της διάταξης αυτής (696 παρ. 3 του ΚΠολΔ), ως νέα στοιχεία που αποτελούν μεταβολή πραγμάτων νοούνται καταρχήν τα πραγματικά περιστατικά εκείνα, τα οποία έλαβαν χώρα μετά την έκδοση της αποφάσεως, της οποίας ζητείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση, αυτό δε διότι ως οψιγενή δεν είχαν τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν να θεωρηθούν ως νέα στοιχεία, δηλαδή νέα γεγονότα, τα οποία συνιστούν μεταβολή των πραγμάτων και εκείνα τα οποία προϋπήρχαν της εκδόσεως της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ανάκληση ή μεταρρύθμιση, εφόσον αυτά αποκαλύφθηκαν μεταγενέστερα, ήταν άγνωστα στον αιτούντα την ανάκληση κατά το χρόνο έκδοσης της εν λόγω αποφάσεως, ή ήταν μεν γνωστά αλλά δεν είχε τη δυνατότητα προσκομιδής τους από δικαιολογημένη αιτία. Σε κάθε όμως περίπτωση τα επικαλούμενα περιστατικά πρέπει οπωσδήποτε να είναι κρίσιμα και να ασκούν ουσιώδη επίδραση κατά την επανεκτίμηση της διαφοράς, όχι μόνο οδηγώντας σε διαφορετική απόφαση αλλά και σε τέτοια με την οποία να αποτρέπεται άμεσος κίνδυνος βλάβης του αιτούντος την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης [βλ. ΜΠρΑΘ 933/1998 Δίκη 30, 105, ΜΠρΑΘ 11068/1989 ΕλλΔνη 31 (1990)·405, ΜΠρΠατρ 774/1996 Αρμ 50, 748, ΜΠρΘεσ 13288/1995 ΕΝΔ 23,395, ΜΠρΠειρ 1083/1993 Δίκη 25, 1089, ΜΙΙρΠειρ 2928/1993 Δίκη 25, 317, Τζίφρας, Ασφαλιστικά μέτρα, εκδ. Γ1, σ. 95-98]. Δεν αποτελούν μεταβολή των πραγμάτων οι πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες της απόφασης ή η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, αφού έτσι θα παραβιαζόταν η δεσμευτικότητα της απόφασης που πηγάζει από το άρθρο 695 ΚΠολΔ και η αρχή του απροσβλήτου της με ένδικα μέσα, θα ετίθετο δηλαδή υπό έλεγχο η προηγούμενη κρίση του Δικαστηρίου και η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης θα είχε το χαρακτήρα έφεσης, την οποία ρητά ο νόμος απαγορεύει. Επίσης δεν συνιστά μεταβολή πραγμάτων η ύπαρξη νέων αποδεικτικών μέσων, εκτός εάν αφορούν στο κύρος των χρησιμοποιηθέντων στοιχείων [βλ. Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος II, άρθρο 696, σελ. 1365-1366 και ΜΠρΑΘ 138/1997 ΑρχΝ 49,228, ΜΠρΑΘ 11068/1989 ΕλλΔνη 31(1990)405,ΜΠρ Αθ 18262/1991 Δίκη 24, 383].

Με την υπό κρίση αίτησή του ο αιτών εκθέτει ότι οι καθ’ ων άσκησαν εναντίον του τη με αριθμό ..../ασφ./08-05-2024 αίτησή τους λήψεως ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Βέροιας), στην οποία εξέθεσαν ότι αυτός (αιτών), ως συνδιαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» με έδρα τον Δήμο ... ( ....), είχε προβεί σε επιλήψιμες, τάχα, αναλήψεις χρημάτων από τον τηρούμενο στην Τράπεζα … εταιρικό τραπεζικό λογαριασμό που δήθεν ζημίωσαν την περιουσία της εταιρείας και αιτήθηκαν να υποχρεωθεί αυτός να απέχει από κάθε πράξη διαχείρισης της εταιρείας και δη από κάθε κίνηση του ανωτέρω τραπεζικού λογαριασμού της μέχρι την έκδοση απόφασης επί της κύριας δίκης και να απειληθεί εις βάρος του προσωπική κράτηση μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή 10.000,00 ευρώ μηνιαίως για κάθε μελλοντική παραβίαση της απόφασης. Ότι η ως άνω αίτηση εκδικάσθηκε στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Βέροιας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων τη 17η-06-2024, επί αυτής δε εξεδόθη η με αριθμό 91/27-06-2024 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά το διατακτικό της οποίας: «Απορρίπτει την αίτηση ως προς την δεύτερη αιτούσα. Δέχεται εν μέρει την αίτηση ως προς την πρώτη αιτούσα. Απαγορεύει προσωρινά στον καθ’ ου να προβαίνει σε μεταφορές και αναλήψεις χρημάτων από τον τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης αιτούσας εταιρείας, που δεν αφορούν πληρωμές οικονομικών υποχρεώσεων αυτής προς τρίτους. Απειλεί κατά του καθ’ ου προσωπική κράτηση τριών μηνών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ, για κάθε παράβαση της παραπάνω διάταξης της απόφασης». Ότι με την υπό κρίση αίτησή του ο αιτών αιτείται την ανάκληση της ως άνω με αριθμό 91/27-06-2024 απόφασης διότι η ανακλητέα απόφαση δέχθηκε ότι ανέλαβε χρήματα από τον εταιρικό λογαριασμό χωρίς δικαίωμα, ήτοι χωρίς να υφίσταται αξίωσή του επί των αναληφθέντων χρημάτων, δηλαδή έκρινε ότι αυτενέργησε, λαμβάνοντας κατ’ επανάληψη, αυθαίρετα, ποσά από τον τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης καθ’ ης εταιρείας μέχρι εξαντλήσεως ακόμη και του διαθεσίμου υπολοίπου του. Ότι η ίδια απόφαση απέρριψε τον ισχυρισμό του ότι τα ποσά που ανέλαβε από τον εταιρικό λογαριασμό αντιστοιχούσαν σε νόμιμες αξιώσεις του, η δε απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού του θεμελιώθηκε στην παραδοχή ότι το αποδεικτικό μέσο που επικαλέσθηκε και προσκόμισε προκειμένου να αποδείξει τον ανωτέρω βασικό του ισχυρισμό, ήτοι η από 13-06-2024 λογιστική έκθεση του επικούρου καθηγητή λογιστικής κου Ε., κρίθηκε ελλιπής, εφόσον, κατά τις αιτιολογίες της απόφασης «η εν λόγω έκθεση περιορίστηκε στον έλεγχο του αντιγράφου κίνησης του επίμαχου τραπεζικού λογαριασμού, ως το μόνο στοιχείο που τέθηκε υπόψη του συντάξαντος, πλην όμως, ως αναφέρεται και στο προοίμιο αυτής, για τον πλήρη έλεγχο θα πρέπει το αντίγραφο του λογαριασμού να τεθεί σε αντιπαραβολή με τα τηρούμενα λογιστικά αρχεία και στοιχεία της επιχείρησης, η οποία τηρεί εκ του νόμου πλήρη λογιστικά αρχεία με την διπλογραφική μέθοδο, προκειμένου να τεκμηριωθεί η βασιμότητα των δαπανών, η παραγωγικότητα αυτών και η ορθότητα των εκροών. Ότι επίσης, ο έλεγχος που διενεργήθηκε αναφέρεται ρητά ότι αφορά ένα περιορισμένο διάστημα λειτουργίας της εταιρείας, ήτοι από 20/1/2020 έως και 5/6/2024 και όχι από την έναρξή της, τουλάχιστον από το έτος 2017 (ως ΙΚΕ), ώστε να συνάγονται ασφαλή συμπεράσματα ως προς τα ποσά που αποδόθηκαν αθροιστικά μέχρι σήμερα στους συνεταίρους και κατ’ επέκταση την τυχόν απόκλισή τους από την αναλογία που αντιστοιχεί σε έκαστο». Ότι η ελλειπτικότητα της ανωτέρω προσκομισθείσας από τον αιτούντα λογιστικής εκθέσεως υπήρξε δικαιολογημένη, διότι η πρώτη καθ’ ης συνδιαχειρίστρια δεν του είχε επιτρέψει να έχει πρόσβαση στα τηρούμενα από αυτήν βιβλία και στοιχεία του λογιστικού αρχείου της δεύτερης καθ’ ης εταιρείας και επομένως, δεν ήταν και αυτός σε θέση να εξασφαλίσει στον ανωτέρω πραγματογνώμονα αντίστοιχη πρόσβαση στα ως άνω λογιστικά βιβλία και στοιχεία, ότι αποτέλεσμα της αρνήσεως της πρώτης καθ’ ης συνδιαχειρίστριας να του επιτρέψει την πρόσβαση στα τηρούμενα από αυτήν βιβλία και στοιχεία του λογιστικού αρχείου της εταιρείας ήταν η ανυπαίτια άγνοιά του περί του περιεχομένου των βιβλίων και στοιχείων αυτών. Ότι ήδη μετά την έκδοση της ανακλητέας αποφάσεως, αυτός (ο αιτών) πέτυχε να εξασφαλίσει πρόσβαση στα τηρούμενα λογιστικά αρχεία, βιβλία και στοιχεία της επιχείρησης και έτσι, ο πραγματογνώμων που όρισε, κατήρτισε νέα λογιστική έκθεση, της οποίας το πόρισμα προέκυψε μετά από ακριβή εκ μέρους του εκτίμηση: α) του συνόλου των κινήσεων του τηρουμένου στην Τράπεζα … εταιρικού λογαριασμού από την έναρξη λειτουργίας της IKE (αρχές 2017) έως και σήμερα, β) του συνόλου των λογιστικών εγγραφών στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας και του συνόλου των-παραστατικών που δικαιολογούν τις εγγραφές αυτές, για την ίδια περίοδο, δηλαδή από την έναρξη της λειτουργίας της ΙΚΕ έως και σήμερα. Ότι από την εκτίμηση των νέων αυτών δεδομένων και στοιχείων, τα οποία, δεν ήταν προσιτά στον αιτούντα προ της εκδόσεως της ανακλητέας αποφάσεως, προκύπτει ότι οι αναλήψεις στις οποίες αυτός προέβη από τον τραπεζικό εταιρικό λογαριασμό ήταν απολύτως νόμιμες και θεμιτές, διότι τα χρήματα που ανέλαβε αντιπροσώπευαν μέρος μόνον των δικαιουμένων να ληφθούν από αυτόν χρημάτων, τα οποία τού οφείλονταν από την συνεταίρο του, κατά την αναλογία του στα κέρδη της εταιρείας. Ότι αποδεικνύεται πλήρως από τη νέα έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης ότι οι αναλήψεις στις οποίες προέβη από τον εταιρικό λογαριασμό ουδόλως ήταν αυθαίρετες, αλλά αντιστοιχούσαν σε πραγματικές αξιώσεις του, τις οποίες ορθώς με τον τρόπο αυτόν απόσβεσε. Ότι ανυπαιτίως δεν προσκόμισε στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων επί της οποίας εξεδόθη η ανακλητέα απόφαση στοιχεία από τα λογιστικά αρχεία και βιβλία της δεύτερης καθ’ ης εταιρείας, καθόσον στα στοιχεία αυτά του είχε αποκλεισθεί η πρόσβαση από την πρώτη καθ’ ης συνδιαχειρίστρια και ότι δεν είχε επαρκή χρόνο να εξασφαλίσει πρόσβαση στα λογιστικά αρχεία, βιβλία και στοιχεία της δεύτερης καθ’ ης εταιρείας διότι το αίτημά του για την αναβολή της εκδικάσεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της πρώτης καθ’ ης συνδιαχειρίστριας, προκειμένου να συνεκδικασθεί με αντίθετη δική του αίτηση, απορρίφθηκε. Με βάση το ιστορικό αυτό ο αιτών ζητεί να ανακληθεί η με αριθμό 91/2024 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του παρόντος Δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Βέροιας) (εκ παραδρομής στο αιτητικό της υπό κρίση αίτησης αναγράφεται Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης), άλλως να μεταρρυθμισθεί και να του επιτραπεί η ακώλυτη άσκηση των διαχειριστικών του καθηκόντων στη δεύτερη καθ’ ης εταιρεία με την επωνυμία «.... ΙΚΕ» και ιδίως να του επιτραπεί η ακώλυτη διαχείριση του εταιρικού τραπεζικού λογαριασμού που τηρείται στην Τράπεζα …., όπως ορίζει το καταστατικό της δεύτερης καθ’ ης εταιρείας και να καταδικασθεί η πρώτη καθ’ ης η αίτηση συνδιαχειρίστρια στη δικαστική του δαπάνη.

Η αίτηση με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ) προκειμένου να εκδικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Πλην όμως η αίτηση είναι μη νόμιμη. Κατ’ αρχήν ενόψει του ότι δεν επιτρέπεται ανάκληση απορριπτικής απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, ο αιτών δεν μπορεί να ζητήσει την ανάκληση της με αριθμό 91/2024 απόφασης καθ’ ο μέρος απορρίφθηκε με αυτήν η από 08-05-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ..../ΑΣΦ/08-05-2024 αίτηση της δεύτερης καθ’ ης, δοθέντος του γεγονότος ότι στο διατακτικό της με αριθμό 91/27-06-2024 απόφασης του Ειρηνοδικείου Βέροιας (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) αναγράφεται «Απορρίπτει την αίτηση ως προς τη δεύτερη αιτούσα». Πέραν τούτων, δεν υφίσταται, υπό τα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτηση, μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση της με αριθμό 91/2024 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, καθόσον ο αιτών δεν επικαλείται πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα μετά την έκδοση της απόφασης, της οποίας ζητείται η ανάκληση, ούτε πραγματικά περιστατικά που προϋπήρχαν μεν αλλά δεν είχαν τεθεί στην κρίση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την αιτουμένη να ανακληθεί απόφαση από υπαιτιότητα κάποιου των διαδίκων ή πραγματικά περιστατικά που προϋπήρχαν της αιτούμενης να ανακληθεί απόφασης και αποκαλύφθηκαν με αποδεικτικά στοιχεία που προϋπήρχαν μεν της απόφασης, πλην όμως δεν είχαν προσκομισθεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε την αιτουμένη να ανακληθεί απόφαση εξαιτίας συγγνωστής αδυναμίας να προσκομισθούν από ανωτέρα βία ή από άλλη εύλογη αιτία και τα οποία εάν είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου θα απέληγαν σε διάφορη κρίση. Αντίθετα, με τα όσα εκτίθενται στην ένδικη αίτηση, αμφισβητείται ουσιαστικά από τον αιτούντα η γενομένη από το Δικαστήριο εκτίμηση των αποδείξεων που το οδήγησε στο να πιθανολογήσει ότι πρέπει να απαγορευθεί προσωρινά στον αιτούντα (της υπό κρίση αίτησης) να προβαίνει σε μεταφορές και αναλήψεις χρημάτων από τον τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης καθ’ ης εταιρείας, που δεν αφορούν σε πληρωμές οικονομικών υποχρεώσεων αυτής προς τρίτους. Όμως οι ουσιαστικές πλημμέλειες της απόφασης και δη η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστώ, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί υπό την έννοια του νόμου την ανάκληση της απόφασης. Η, δε επικαλούμενη το πρώτον με την ένδικη αίτηση, νέα έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του επικούρου καθηγητή λογιστικής κου Ε., μεταγενέστερη της συζήτησης της από 08-05-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../ΑΣΦ/08-05-2024 αίτησης και του χρόνου έκδοσης της επί αυτής απόφασης και η οποία αναφέρεται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το πρώτον κατά τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης ως νέο αποδεικτικό μέσο προς ανατροπή της κρίσης του Δικαστηρίου σχετικά με το αν οι αναλήψεις στις οποίες προέβη ο αιτών από τον εταιρικό λογαριασμό ήταν αυθαίρετες ή αντιστοιχούσαν σε πραγματικές αξιώσεις του, δεν συνιστά νέο στοιχείο που θα μπορούσε να θεμελιώσει μεταβολή πραγμάτων που δικαιολογεί την κατ’ άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ ανάκληση της απόφασης, δεδομένου ότι το νέο αυτό αποδεικτικό μέσο προσκομίζεται αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα αν οι αναλήψεις στις οποίες προέβη ο αιτών από τον εταιρικό λογαριασμό ήταν αυθαίρετες ή αντιστοιχούσαν σε πραγματικές αξιώσεις του, το οποίο ζήτημα είχε τεθεί στην κρίση του Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να εκδώσει την αιτουμένη να ανακληθεί απόφαση, με την οποία απαγορεύθηκε προσωρινά στον αιτούντα να προβαίνει σε μεταφορές και αναλήψεις χρημάτων από τον τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης καθ’ ης εταιρείας, που δεν αφορούν σε πληρωμές οικονομικών υποχρεώσεων αυτής προς τρίτους, σε κάθε δε περίπτωση το νέο αυτό αποδεικτικό μέσο δεν αφορά στο κύρος των τεθέντων στην ευχέρεια του Δικαστηρίου και χρησιμοποιηθέντων από αυτό αποδεικτικών στοιχείων για την έκδοση της απόφασής του ώστε να εκληφθεί ως στοιχείο που συνιστά μεταβολή πραγμάτων. Ειδικότερα η επικαλούμενη από τον αιτούντα «ελλειπτικότητα» της προσκομισθείσας από αυτόν κατά τη συζήτηση της από 08-05-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ..../ΑΣΦ/08-05-2024 αίτησης κατά τη δικάσιμο της 17ης-06-2024 από 13-06-2024 λογιστικής έκθεσης του επικούρου καθηγητή λογιστικής κου Ε., δεν καθιστά τη συγκεκριμένη λογιστική έκθεση άκυρη ως αποδεικτικό μέσο κατά την έννοια του νόμου, η δε εκτίμησή της από το Δικαστήριο ανάγεται αποκλειστικά στην εξέταση της ουσία της υπόθεσης, οπότε το εσφαλμένο ή μη της εκτίμησης αυτής θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει μόνο ουσιαστική πλημμέλεια, η οποία όμως με τη σειρά της δεν δύναται να αποτελέσει μεταβολή πραγμάτων και συνεπώς ούτε λόγο ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης κατά τη διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ.

Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων πρέπει η ένδικη αίτηση να απορριφθεί για τους ανωτέρω λόγους ως μη νόμιμη, ο δε αιτών να καταδικασθεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των καθ’ ων η αίτηση (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αιτούντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των καθ’ ων η αίτηση, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Βέροια την 20η Αυγούστου 2024, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Ο ΕΙΡΙΗΝΟΔΙΚΗΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

[ ΠΗΓΗ : κος Ι. Ιωαννίδης , Δικηγόρος Θεσσαλονίκης ]