ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Α΄ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

ΤΜΗΜΑ Γ΄ ΟΥΣΙΑΣ

ΤΡΙΜΕΛΕΣ

Αριθμός απόφασης Ν33/2024

 

(Διαδικασία άρθρων 206 επ. του Κ.Δ.Δ.).

 

Συνήλθε στο υπηρεσιακό γραφείο της Προέδρου, στις 23.7.2024 με δικαστές τις: Άννα – Μαρία Βενετιάδου, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Δόμνα Ανετάκη και Σεβαστή Μελετλίδου (Εισηγήτρια), Εφέτες Δ.Δ., χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα,

για να αποφασίσει σχετικά με την από 1.7.2024 αίτηση αναστολής:

του Ε…………., κατοίκου …………. (οδός ……………….),

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).

Αντίγραφο της αίτησης αναστολής κοινοποιήθηκε στο καθού η αίτηση στις 3.7.2024 με επιμέλεια του αιτούντος, σύμφωνα με την από 1.7.2024 πράξη της Προέδρου του Α΄ Τμήματος Διακοπών, και η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών απέστειλε στο Δικαστήριο την …………./10.7.2024 έκθεση απόψεων επί της αίτησης.

Η κρίση του Δικαστηρίου ως Συμβουλίου είναι η εξής:

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. το ………… ηλεκτρονικό παράβολο), ο αιτών ζητεί παραδεκτά την αναστολή εκτέλεσης της 45/2024 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε η από 27.10.2020 προσφυγή που είχε ασκήσει ο αιτών κατά της 1484/28-9-2020 απόφασης του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, απορριπτικής της …………/29-1-2020 ενδικοφανούς προσφυγής του κατά των παρακάτω οριστικών πράξεων της Προϊσταμένης της Δ΄ Δ.Ο.Υ. ………..: α) της ………../27-12-2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2014 (εισοδήματα 1.1.-31.12.2013), με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του κύριος φόρος ύψους 60.382,44 ευρώ, πλέον προσαυξήσεων (πρόστιμο και τόκοι των άρθρων 58 και 53 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ, ν. 4174/2013, ΦΕΚ Α΄197), ύψους 61.928,23 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 8.146,10 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 130.456,77 ευρώ, β) της ………../27-12-2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος /πράξης επιβολής προστίμου, φορ. έτους 2014, δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε σε βάρος του κύριος φόρος ύψους 82.619,28 ευρώ, πρόστιμο του άρθρου 58 του ΚΦΔ ύψους 41.337,14 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 10.417,45 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 134.373,87 ευρώ, γ) της ………./27-12-2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος /πράξης επιβολής προστίμου, φορ. έτους 2015, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του κύριος φόρος ύψους 45.022,40 ευρώ, πρόστιμο του άρθρου 58 του ΚΦΔ ύψους 22.511,20 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 8.289,87 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 75.823,47 ευρώ, δ) της ………./27-12-2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος /πράξης επιβολής προστίμου, φορ. έτους 2016, δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε σε βάρος του κύριος φόρος ύψους 71.835,45 ευρώ, πρόστιμο του άρθρου 58 του ΚΦΔ ύψους 35.917,73 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 17.126,19 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 124.879,37 ευρώ και ε) της ………./27-12-2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος /πράξης επιβολής προστίμου, φορ. έτους 2017, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του κύριος φόρος ύψους 59.424,43 ευρώ, πρόστιμο του άρθρου 58 του ΚΦΔ ύψους 29.725,09 ευρώ και ειδική εισφορά αλληλεγγύης ύψους 13.815,27 ευρώ, ήτοι προέκυψε συνολική φορολογική επιβάρυνση ποσού 102.964,79 ευρώ. Επικουρικά, ο αιτών ζητεί την αναστολή εκτέλεσης ποσοστού 20% επί του οφειλόμενου βάσει της ανωτέρω δικαστικής απόφασης κύριου φόρου, το οποίο οφείλει να καταβάλει μέχρι τη συζήτηση της ………./25.6.2024 έφεσης που κατέθεσε κατά της εν λόγω απόφασης, επί ποινή απαραδέκτου της έφεσής του σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ.3 του ΚΔΔ και μέχρι τη δημοσίευση απόφασης επί της ασκηθείσας έφεσης.

2. Επειδή, στο άρθρο 88 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α΄ 97) ορίζεται ότι: «Εφόσον στον Κώδικα δεν ορίζεται ειδικώς διαφορετικά, οι προθεσμίες των ένδικων μέσων καθώς και η άσκησή τους δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Είναι όμως δυνατόν να χορηγηθεί, κατά περίπτωση, αναστολή εκτέλεσης της πράξης ή της απόφασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 200 έως και 209. … », στο άρθρο 206 ότι: «Σε κάθε περίπτωση που η προθεσμία ή η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν συνεπάγεται κατά νόμο την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, μπορεί, ύστερα από αίτηση εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο, να ανασταλεί, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, εν όλω ή εν μέρει η εκτέλεση της απόφασης αυτής» (όπως το άρθρο 206 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του ν. 3659/2008, Φ.Ε.Κ. Α΄ 77/7-5-2008), στο άρθρο 208 ότι: «1. Η αίτηση αναστολής γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης του ενδίκου μέσου. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί αν κατά την στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος, κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 2. Αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο μέσο είναι προδήλως βάσιμο, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν το δικαστήριο εκτιμά ότι το ένδικο μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο. Η χορήγηση αναστολής αποκλείεται κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ήδη εκτελεσθεί» (το άρθρο 208 τίθεται, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 του Ν. 3659/2008), στο άρθρο 209 ότι: «Ως προς την προδικασία, την κύρια διαδικασία και την απόφαση έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 203 έως 205. ... », στο άρθρο 203 ότι: «1. Η αίτηση αναστολής, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπει το άρθρο 45, πρέπει να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούν την αναστολή. 2. Η αίτηση κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή, και πρέπει να συνοδεύεται από τρία (3) απλά αντίγραφα. Στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, μαζί με την αίτηση αναστολής συνυποβάλλεται και επικυρωμένο αντίγραφο της προσφυγής. Στις διαφορές του προηγούμενου εδαφίου, η αίτηση αναστολής περιλαμβάνει με ποινή το απαράδεκτο της ασκήσεώς της, κατάσταση στην οποία ο αιτών δηλώνει: α) το παγκόσμιο εισόδημά του από κάθε πηγή και β) την περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή. Αν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων. Αν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή συνδεδεμένου νομικού προσώπου με τον αιτούντα, καθώς και των φυσικών προσώπων που σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ευθύνονται ατομικά για τις φορολογικές και τελωνειακές υποχρεώσεις του νομικού προσώπου. Ως συνδεδεμένο νομικό πρόσωπο για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, νοείται η σύνδεση με σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου, λόγω συμμετοχής του αιτούντος νομικού προσώπου στο κεφάλαιο ή τη διοίκηση του άλλου νομικού προσώπου ή λόγω συμμετοχής των ιδίων προσώπων στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση και των δύο νομικών προσώπων. Η περιουσιακή κατάσταση περιλαμβάνει ιδίως τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα, τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα, τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, τα δάνεια και τις δωρεές, τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 51Α του Κ.Φ.Ε. και τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά μεγάλης αξίας. Μαζί με την περιουσιακή κατάσταση, δηλώνεται από τον αιτούντα και η εκτιμώμενη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης που περιλαμβάνεται στην αίτηση αναστολής, μπορεί να εξειδικεύονται τα περιουσιακά στοιχεία που δηλώνονται και προσδιορίζεται η αξία των εμπράγματων και ενοχικών δικαιωμάτων σε κινητά, πάνω από την οποία τα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης. 3. … » και στο άρθρο 205 ότι: «1. Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την αντίστοιχη προσφυγή πράξης. Εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διαταχθεί και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς δέσμευση από τις προτάσεις των διαδίκων. 2. Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει ως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την προσφυγή. 3. ... ». Κατ’ εξουσιοδότηση, της τελευταίας αυτής διάταξης εκδόθηκε η ΠΟΛ. 1182/19-7-2013 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β΄ 1816/25.7.2013), με την οποία καθορίστηκε ο τύπος και το περιεχόμενο της προαναφερόμενης δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και με την παρ. 2 του άρθρου 1 αυτής ορίστηκε ότι: «Εάν το δικόγραφο της αίτησης αναστολής δεν περιέχει συμπληρωμένη τη Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης του αιτούντος αναστολή, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται ως απαράδεκτη (τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 203 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας)». Στα δύο άρθρα της ανωτέρω υπουργικής απόφασης ορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και προσδιορίζονται τα συγκεκριμένα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται σε κάθε πεδίο και πίνακα του εντύπου της εν λόγω δήλωσης, το οποίο επισυνάπτεται ως παράρτημα στην πιο πάνω υπουργική απόφαση. Η εν λόγω ρύθμιση έχει ως σκοπό να παράσχει στο δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει την αίτηση αναστολής, τη δυνατότητα να εκτιμήσει αν και σε ποιο βαθμό η βεβαίωση του φόρου και η λήψη σχετικών αναγκαστικών μέτρων δύνανται πράγματι να επιφέρουν ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα, ο οποίος προβάλλει τον σχετικό ισχυρισμό (βλ. ΣτΕ ΕΑ 215-217/2016).

3. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, προκύπτουν τα εξής: Δυνάμει της υπ’ αριθ. ………../15-3-2019 εντολής μερικού φορολογικού ελέγχου της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ………….. διενεργήθηκε έλεγχος στην ατομική επιχείρηση του αιτούντος (για τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2013 έως 31-12-2013 και τα φορολογικά έτη 2014-2017), που έδρευε στη …………. (επί της οδού Γ.) και είχε ως κύριο αντικείμενο εργασιών το λιανικό εμπόριο μερών σκελετών και υποστηριγμάτων, ματογυαλιών, ματογυαλιών ηλίου κλπ. (έναρξη εργασιών στις 18-6-2004), προκειμένου να διερευνηθεί η ορθή τήρηση των διατάξεων του ν. 2238/1994 και του ν. 4172/2013 (πρώην και νυν ισχύων Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος). Από τον σχετικό έλεγχο (σχετ. η από 27-12-2019 έκθεση μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του αρμόδιου ελεγκτή της Δ.Ο.Υ. ………..) προέκυψε προσαύξηση περιουσίας και απόκρυψη φορολογητέας ύλης, η οποία δεν είχε φορολογηθεί ή απαλλαγεί μέσω κάποιας ειδικής διάταξης. Συνεπεία τούτων και δεδομένου ότι ο αιτών δεν δικαιολόγησε επαρκώς την προέλευση των καταθέσεών του, το φορολογητέο εισόδημά του προσδιορίστηκε με τη μέθοδο της τεχνικής των τραπεζικών καταθέσεων και δαπανών με μετρητά για τη χρήση 2013 και τη μέθοδο της τεχνικής της ανάλυσης ρευστότητας για τα φορολογικά έτη 2014-2017 και εκδόθηκαν σε βάρος του οι αναφερόμενες στην πρώτη σκέψη καταλογιστικές πράξεις (φόρου εισοδήματος και των σχετικών προστίμων του Κ.Φ.Δ., πλέον της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης) της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. …………… (για τα έτη 2013-2017), συνολικού ποσού 568.498,27 ευρώ. Κατά των εν λόγω πράξεων ο αιτών άσκησε την …………../29-1-2020 ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Δ.Ε.Δ. της Α.Α.Δ.Ε., η οποία απορρίφθηκε με την 1484/28-9-2020 απόφαση του Προϊσταμένου της ανωτέρω υπηρεσίας (δια του Προϊσταμένου της Υποδιεύθυνσης – Επανεξέτασης και Νομικής Υποστήριξης). Ακολούθως, η από 27.10.2020 προσφυγή του κατά της τελευταίας αυτής πράξης απορρίφθηκε με την 45/2024 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης με την κρινόμενη αίτηση ή, επικουρικά, του προβλεπόμενου από το άρθρο 93 παρ. 3 του ΚΔΔ ποσοστού 20% επί του οφειλόμενου κύριου φόρου, μέχρι τη δημοσίευση απόφασης επί της ασκηθείσας έφεσης κατ’ αυτής. Με την έφεσή του ο αιτών προβάλλει ότι η εκκαλούμενη προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων [του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ που ίσχυε κατά την επίδικη χρήση του έτους 2013 (ν. 2238/1994), όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3888/2010 (Α’ 175), και του άρθρου 21 παρ. 4 του του ΚΦΕ που ίσχυε κατά τις επίδικες χρήσεις των ετών 2014 – 2017 (ν. 4172/2013)], και εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των προσαχθέντων αποδεικτικών μέσων – στοιχείων. Ήδη, με την ΕΠΑ264/15.4.2024 απόφαση της Προέδρου του Ε΄ Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης ο αιτών απαλλάχτηκε από την καταβολή παραβόλου για της άσκηση της ως άνω έφεσής του, κατ’ αποδοχή αίτησής του για χορήγηση ευεργετήματος πενίας, κατ’ άρθρο 276 του ΚΔΔ.

4. Επειδή, το καθού με την από 8.7.2024 έκθεση απόψεών του προς το Δικαστήριο ζητεί την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης ως απαράδεκτης, λόγω μη υπογραφής της, περιλαμβανόμενης στην αίτηση, δήλωσης περιουσιακής κατάστασης του άρθρου 203 παρ. 2 ΚΔΔ από τον ίδιο τον αιτούντα, αλλά από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, υποστηρίζοντας ότι μόνο ο αιτών νομιμοποιείται να προβεί στην προσωποπαγούς χαρακτήρα δήλωση του άρθρου 203 του ΚΔΔ, για την οποία μάλιστα δεν χωρεί παροχή πληρεξουσιότητας και δη γενικής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η εν λόγω δήλωση περιουσιακής κατάστασης ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αίτησης αναστολής, σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην δεύτερη σκέψη, και, συνεπώς, νομίμως υπογράφεται από τον πληρεξούσιο του αιτούντος. Εξάλλου, ούτε από το άρθρο 203 παρ. 2 του ΚΔΔ, ούτε από τις σχετικές διατάξεις της εκδοθείσας κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω άρθρου ΠΟΛ.1182/19.7.2013 Υ.Α. προβλέπεται η, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησης αναστολής, υποχρέωση υπογραφής της ενσωματωθείσας στο οικείο δικόγραφο δήλωσης περιουσιακής κατάστασης από τον ίδιο τον δηλούντα.

5. Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι η κρινόμενη αίτησή του πρέπει να γίνει δεκτή, ενόψει της πρόδηλης βασιμότητας της ανωτέρω, εκκρεμούς ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, έφεσής του. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς κανένας από τους λόγους της έφεσης δεν παρίσταται προδήλως βάσιμος, αφού δεν βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ σε κάθε περίπτωση για τη διαπίστωση της βασιμότητας εκάστου απαιτείται ερμηνεία των κρίσιμων νομικών διατάξεων και ενδελεχής έρευνα και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, η οποία ανήκει στην κρίση του Δικαστηρίου το οποίο θα δικάσει την έφεση, στην έρευνα δε αυτή δεν δύναται να προβεί το Δικαστήριο, ως Συμβούλιο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας επί της κρινόμενης αίτησης αναστολής, η οποία έχει επείγοντα χαρακτήρα [πρβλ. (Ολομ) ΣτΕ (ΕΑ) 35/2017, 65, 24/2016].

6. Επειδή, ακολούθως, ο αιτών προβάλλει ότι σε περίπτωση ευδοκίμησης του κυρίου ένδικου μέσου η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, καθόσον θα στερηθεί ο ίδιος και η οικογένειά του των βασικών μέσων βιοπορισμού τους. Επικαλείται, ειδικότερα, ότι από τα επίσημα στοιχεία που τηρούνται στην Α.Α.Δ.Ε., προκύπτει ότι βρίσκεται κατά τα τελευταία έτη σε εξαιρετικά δυσχερή οικονομική κατάσταση, καθότι έχει αναγκαστεί ήδη από τις αρχές του έτους 2020, και συγκεκριμένα από την 10-2-2020, να προβεί στην διακοπή των εργασιών της επιχείρησής του, η οποία υπήρξε εξαιρετικά ζημιογόνα κατά τα προηγούμενη έτη, καθώς και να αναζητήσει εργασία ως μισθωτός υπάλληλος, από την οποία προσπορίζει ένα πενιχρό ετήσιο εισόδημα που δεν υπερβαίνει ούτε το ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ, την στιγμή που το σύνολο των βεβαιωμένων φορολογικών οφειλών του υπερβαίνει το υπέρογκο ποσό των 864.000 ευρώ. Ισχυρίζεται, περαιτέρω, ότι επιβαρύνεται με την κάλυψη των παγίων μηνιαίων εξόδων της οικογένειας του, που περιλαμβάνει τον γιο του, Ε…………., ο οποίος ενηλικιώθηκε μόλις προ δέκα μηνών και διαμένει ακόμη στην οικογενειακή στέγη, καθώς και την κόρη του, Υ…………., η οποία τυγχάνει μερικώς απασχολούμενη φοιτήτρια καθώς και μητέρα ενός τέκνου εκτός γάμου, ούσα μόλις στην ηλικία των 22 ετών. Ισχυρίζεται επίσης ότι η μόνη ακίνητη περιουσία που διαθέτει είναι ένα διαμέρισμα στη …………. επί της οδού ………. αρ. ………., μόλις 60 τ.μ., στο οποίο και διαμένει μαζί με την οικογένειά του. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλείται, κατ’ αρχάς, τη συνημμένη στην αίτησή του δήλωση περιουσιακής κατάστασης του άρθρου 203 ΚΔΔ, στην οποία αναγράφεται εισόδημα έτους 2023 από μισθωτές υπηρεσίες ποσού 10.154,36 ευρώ, από δικαιώματα ποσού 486,21 ευρώ, από τόκους καταθέσεων 0,03 ευρώ και έτους 2024 από μισθωτές υπηρεσίες ποσού 4.962,54 ευρώ, από δικαιώματα ποσού 240 ευρώ, από τόκους καταθέσεων 0,015 ευρώ και από ελεύθερο επάγγελμα 1.286 ευρώ, ότι διαθέτει ένα ακίνητο επί της οδού ………… αρ…………. στη ………. εμβαδού 60 τμ αντικειμενικής αξίας 57.420 ευρώ, τρεις λογαριασμούς τραπεζικών καταθέσεων με ποσά 400, 176 και 51,73 ευρώ, δύο ΙΧ αυτοκίνητα με έτος κυκλοφορίας το 2006, 9 και 11 ίππων, το ένα κατεστραμμένο και το άλλο αγοραίας αξίας 1.000 ευρώ, δύο δάνεια διάρκειας 2007 – 2042 ύψους 105.000 και 10.000 ευρώ. Περαιτέρω επικαλείται και προσκομίζει: 1) την από 19.2.2020 βεβαίωση διακοπής εργασιών της ... Δ.Ο.Υ. ……….., που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ του ΕΕΘ στις 6.3.2020 (σχετ. η ………../6.3.2020 ανακοίνωση), 2) βεβαίωση Ε9 δηλωθείσας περιουσιακής κατάστασης, στην οποία περιλαμβάνεται το ανωτέρω ακίνητο, 3) το από 14.5.2024 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, από το οποίο προκύπτει ότι είναι έγγαμος με δύο παιδιά γεννηθέντα τα έτη 2002 και 2005, 4) την από 21.6.2024 εκτύπωση οφειλών του εκτός ρύθμισης στην ΑΑΔΕ ύψους 864.437,78 ευρώ και 5) εκκαθαριστικά φόρου εισοδήματος ετών 2020, 2021 και 2022, από τα οποία προκύπτει ότι το φορολογητέο εισόδημά του προερχόταν από μισθωτές υπηρεσίες και ανήλθε σε 4.706,14, 6.378,57 και 9.271,61 ευρώ αντίστοιχα. Εξάλλου, από το προσκομισθέν από το καθού εκκαθαριστικό φόρου εισοδήματος έτους 2023 προκύπτει εισόδημα του αιτούντος από μισθωτές υπηρεσίες ύψους 10.154,36 ευρώ.

7. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος στο οποίο ανέρχονται οι συγκεκριμένες φορολογικές επιβαρύνσεις (568.498,27 ευρώ), τη συνολική οικονομική και περιουσιακή κατάσταση του αιτούντος, του οποίου το φορολογητέο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες ανήλθε κατά τα έτη 2020 2023 σε 4.706,14, 6.378,57, 9.271,61 και 10.154,36 ευρώ αντίστοιχα και ότι έχει στην κυριότητά του ένα ακίνητο εμβαδού 60 τ.μ. επί της οδού ……… αρ. ………. στο Δήμο ……….., στο οποίο κατοικεί μαζί με την οικογένειά του και σταθμίζοντας την ανεπανόρθωτη, ένεκα των ανωτέρω, οικονομική βλάβη που πρόκειται να υποστεί ο αιτών από την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης με το δημόσιο (πρωτίστως δημοσιονομικό εν προκειμένω) συμφέρον, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει νόμιμος λόγος χορήγησης της αιτούμενης αναστολής. Εξάλλου, δεδομένων των (οικονομικών) συνθηκών της υπό κρίση υπόθεσης και του γεγονότος ότι το μοναδικό ακίνητο (διαμέρισμα) που κατέχει ο αιτών αποτελεί την κύρια οικογενειακή του κατοικία, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος να διαταχθεί κάποιο μέτρο για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος (κατ’ άρθρο 205 παρ. 3 Κ.Δ.Δ.), απορριπτόμενου, συνεπώς, του σχετικού αιτήματος του Ελληνικού Δημοσίου.

8. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ανασταλεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης έως τη δημοσίευση οριστικής απόφασης επί της έφεσης που έχει ασκηθεί κατ’ αυτής και να αποδοθεί στον αιτούντα το καταβληθέν παράβολο, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 του ΚΔΔ. Τέλος, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το καθού από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του αιτούντος κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 του ΚΔΔ.

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την αίτηση.

Αναστέλλει την εκτέλεση της 45/2024 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης έως τη δημοσίευση οριστικής απόφασης επί της έφεσης που έχει ασκήσει ο αιτών κατ’ αυτής.

Διατάσσει την απόδοση στον αιτούντα του καταβληθέντος παραβόλου.

Απαλλάσσει το καθού από τα δικαστικά έξοδα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 23-7-2024 στη Θεσσαλονίκη, όπου και εκδόθηκε στις 24-7-2024.

 

Η Πρόεδρος

 

Η Εισηγήτρια